Οι σημερινοί ψαράδες του συνεταιρισμού Κορωνησίας- Καλογερικού εξακολουθούν να προσπορίζονται από τη λιμνοθάλασσα (Λογαρού) με τις ίδιες τεχνικές και μεθόδους που εφάρμοζαν και οι πρόγονοί τους. Τα ιβάρια, μικρά «κομμάτια» της θάλασσας του κόλπου που περιφράσσονται από τον άνθρωπο και συνδέονται με τη λιμνοθάλασσα μέσω μεγάλων αυλάκων, λειτουργούν διαχρονικά ως φυσικά ιχθυοτροφεία. Μόνο το υλικό στα πλέγματα αυτών των μεγάλων «κλουβιών» άλλαξε- από τη δεκαετία του ’80 το καλάμι άρχισε να αντικαθίσταται από μέταλλο.
«Μόνο το λαβράκι δεν πιάνεται, είναι πανέξυπνο ψάρι και αντιλαμβάνεται πως αφού χώρεσε να μπει, μπορεί να βγει επίσης», μου λέει γελώντας ο Χρήστος Γκανάρας. Τους ρωτάω πως μπαίνουν νέα ψάρια στη λιμνοθάλασσα, πως ανανεώνει αυτή η κλειστή και εξαιρετικά ρηχή (μέγιστο βάθος πυθμένα 1.75μ.) θάλασσα τους πληθυσμούς της. «Ψάρια δε μπαίνουν στη λιμνοθάλασσα. Μόνο γόνος και τα ιχθύδια που προκύπτουν μεγαλώνουν για τρία χρόνια στα νερά της» απαντά ο πρόεδρος Κώστας Ζαχαριάς. «Ειδικά από τέλη Φλεβάρη μέχρι Απρίλη, αλλά και στις μεγάλες φουρτούνες όλου του χρόνου, ο γόνος των ψαριών του Αμβρακικού μπαίνει στη λιμνοθάλασσα. Είναι φυσικό αντανακλαστικό αυτό- θέλει να προφυλαχτεί από το κρύο στα πιο ζεστά νερά της και να τραφεί. Το καλοκαίρι τα νέα ιχθύδια θέλουν να φύγουν προς τα ανοιχτά αλλά τοποθετούμε σύρματα στις «πόρτες» των αυλάκων- τα ανοίγματα τους, τα «μάτια» της πλέξης τους, είναι πολύ μικρά και τα ψαράκια δεν μπορούν να περάσουν. Εγκλωβίζονται στη λιμνοθάλασσα και μετά από τρία χρόνια, όταν ξεπερνούν τα 400 γραμμάρια, αλιεύονται στα ιβάρια».
Τα ψάρια αυτά είναι «ελευθέρας βοσκής» και δεν ταϊζονται από τους ψαράδες- σε αυτό το θαλασσινό λιβάδι είναι τα γεννήματα του άγριου γόνου από τον Αμβρακικό και τον Ιούνιο. Τα ιχθύδια τρέφονται με οστρακοειδή, καβούρια και, κυρίως, από την πλούσια βλάστηση, το φύκι και το άφθονο πλαγκτόν της λιμνοθάλασσας. Η δουλειά των ψαράδων συντελείται εντός ενός φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο επεμβαίνουν «διακριτικά» και με τρόπους που δεν το αλλοιώνουν, τουναντίον, το διατηρούν. Τα αποτελέσματα της εργασίας τους εξαρτώνται, αναπόφευκτα, από τους αναρίθμητους παράγοντες που συνδιαμορφώνουν την κατάσταση και τη συμπεριφορά της φύσης ανά στιγμή. «Τα πάντα επηρεάζουν τη δουλειά μας, κάθε παράμετρος των καιρικών συνθηκών, η θερμοκρασία, η ένταση και η φορά του αέρα. Οι παλιότεροι τα γνώριζαν ακόμα καλύτερα όλα αυτά- έλεγαν “φυσάει νοτιάς, θα κατευθυνθούν τα ψάρια σε εκείνο το ιβάρι”. Οι μέθοδοι και οι τεχνικές οι δικές μας είναι αποτέλεσμα αυτής της συσσωρευμένης γνώσης στην τοπική κοινωνία, οι παλιοί έφαγαν «αρμύρια», χόρτα της θάλασσας, για να μάθουν. Διαχειριζόμαστε μια φυσική παραγωγή, αυτό είναι πλεονέκτημα για την ποιότητα και τη διάθεση του προϊόντος. Όμως, η εξάρτησή μας από τη φύση δεν μας επιτρέπει να προγραμματίζουμε τις ποσότητες μας, όπως μια μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας μπορεί. Σε εμάς είναι όπως τα φέρει ο καιρός- ούτε γίνεται να συμφωνήσουμε ημερομηνίες και ποσότητες παραγωγής με τον θεό... Μας έχουν προσεγγίσει μεγαλέμποροι αλλά παρότι πιάνουμε 100 -120 τόνους ψάρια το χρόνο, η συμφωνία στραβώνει στο ότι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι την μέρα που θα έρθουν τα φορτηγά εμείς θα έχουμε τις αντίστοιχες ποσότητες», λέει ο Χ. Γκανάρας.
«Και είναι μια δουλειά που θέλει “τέχνη”, επιμονή, πολύ υπομονή και προγραμματισμό. Κάθε μέρα πρέπει να είσαι εδώ, δε μπορείς να επαναπαυτείς ποτέ- ακόμα και τις εποχές που δεν ψαρεύεις πρέπει να προετοιμάζεσαι. Κάνουμε συνεχώς εργασίες συντήρησης στα ιβάρια, αλλάζουμε ανάλογα με την εποχή και καθαρίζουμε τακτικά τα πλέγματα των κλουβιών, αντικαθιστούμε τα στόμια, ανοίγουμε και καθαρίζουμε τις τάφρους (αυλάκια) που συνδέουν τη λιμνοθάλασσα με τον κόλπο, συντηρούμε τις βάρκες μας. Τους καλοκαιρινούς μήνες ελάχιστα ψαρεύουμε για να μην ενοχλήσουμε τον γόνο- οι συνεταίροι δεν πληρώνονται επί 4, 5 μήνες, εργάζονται όμως. Αυτές τις μέρες ξεκίνησε η «φουλ σίζον» για εμάς...- από τέλη Αυγούστου και κορυφώνεται μέχρι τις αρχές του νέου χρόνου, τώρα περιμένουμε να βγάλουμε ποσότητες ικανές να μας αφήσουν ένα εισόδημα».
Κάθε ψαράς που είναι μέλος εργάζεται δύο βδομάδες το μήνα στον συνεταιρισμό, σχεδόν τις μισές από αυτές τις ημέρες επί 24ώρου- διανυκτερεύει και κοιμάται στα σπιτάκια (φυλάκια) των ιβαριών, ή στην «Φρουντάλα», ένα κατάλυμα σαν παλιά καλύβα στο κέντρο της λιμνοθάλασσας. Όλα τους είναι εφοδιασμένα με μεγάλους προβολείς και ραντάρ για να ελέγχουν οι ψαράδες του συνεταιρισμού τους λαθραλιείς που μπαίνουν αργά τη νύχτα στην λιμνοθάλασσα. Οι λαθραλιείς συχνά φοράνε full face γιατί όντας επί το πλείστον κάτοικοι γειτονικών χωριών δεν θέλουν να είναι αναγνωρίσιμοι και τα κυνηγητά των σκαφών τους από τα «περιπολικά» του συνεταιρισμού είναι υπόθεση ρουτίνας. Από το 2014 υπάρχει ένα μεγάλο κενό στη σχετική νομοθεσία- αρμοδιότητες επιτήρησης στις λιμνοθάλασσες και γενικά τα «κλειστά νερά» έχει η αστυνομία που, όμως, δεν έχει τα αναγκαία μέσα. Το λιμενικό φυλάσσει μόνο περιμετρικά. Τελικά μόνο οι ψαράδες προσπαθούν να αποτρέπουν τους λαθραλιείς, που αποτελούν μάστιγα σε όλες τις λιμνοθάλασσες, όχι τόσο για τις ποσότητες αλιευμάτων που παράνομα αφαιρούν, όσο γιατί πιάνουν και τα υπομεγέθη ψαριών που οι επαγγελματίες φροντίζουν να μην αλιεύουν πρόωρα.
Οι ψαράδες εναλλάσσονται σε ρόλους και επιμέρους ομάδες με ιδιαίτερα καθήκοντα- υπάρχουν αυτοί που αναλαμβάνουν τη φύλαξη, αυτοί που ψαρεύουν στη λιμνοθάλασσα με τα παραδοσιακά πριάρια, όπως λένε τις βάρκες τους, αυτοί που εκτελούν τις εργασίες συντήρησης στα ιβάρια, οι πωλητές στα δύο καταστήματα που διατηρεί σε Άρτα και Πρέβεζα ο συνεταιρισμός. «Πλέον λειτουργούμε σαν ιδιωτική επιχείρηση, έτσι αντιμετωπίζει πια το κράτος τους συνεταιρισμούς- και ορθά πράττει γιατί τα αποτελέσματα της περιόδου που δεν τους ακουμπούσε τίποτα... είναι γνωστά στο πανελλήνιο», σχολιάζει ο Χρήστος Γκανάρας, που από διευθυντής επί δέκα χρόνια σε κατάστημα μεγάλης εταιρείας στο χώρο της εστίασης, βρέθηκε το 2014 γραμματέας ενός αλιευτικού συνεταιρισμού. «Επιστρέψαμε στο χωριό μας, στον κάμπο της Άρτας, το 2011. Κι εγώ και η γυναίκα μου ζούσαμε κι εργαζόμασταν πολλά χρόνια στην Αθήνα, φύγαμε λόγω της κρίσης που στην Αθήνα την νιώθαμε παντού γύρω μας να ανατρέπει τις ζωές των ανθρώπων. Δεν ήταν εύκολη απόφαση, αλλά ήταν τα παιδιά μας ακόμη μικρά και σκεφτήκαμε- ή τώρα ή ποτέ». Τον ρωτάω αν αισθάνεται δικαιωμένος από την επιλογή- «είμαι ικανοποιημένος», απαντά. «Ήξερα ότι στην Άρτα δε θα πεινάσουμε- αφήσαμε το ενοίκιο για δικό μας σπίτι, ασχολούμαι με τον αλιευτικό συνεταιρισμό και την γεωργία παράλληλα και παρά τις αντιξοότητες της συγκυρίας, ένα μεροκάματο βγαίνει».
Ρωτάω τον Χρήστο αν και πόσο τον βοήθησε η εμπειρία του σαν διευθυντής καταστήματος στην Αθήνα, στα καθήκοντα του γραμματέα στον συνεταιρισμό. «Πάρα πολύ», απαντάει αμέσως. «Αντί για μπέργκερ και πατάτες, διαχειρίζομαι και πουλάω ψάρια. Ο συνεταιρισμός μας προσπαθεί να κρατήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της παράδοσης και της φύσης αλλά να τα συμπληρώσει με εκσυγχρονισμό στον τρόπο λειτουργίας και διαχείρισης, τις ακριβείς καταγραφές των ποσοτικών και οικονομικών δεδομένων, το οικονομικό νοικοκύρεμα, την μηχανοργάνωση».
Ποια είναι σήμερα η παραγωγή του συνεταιρισμού και πως θα μπορούσε να αυξηθεί διατηρώντας τον «βιολογικό» της χαρακτήρα;
«Από τους 120 τόνους, περίπου 50 είναι τσιπούρα. Μετά είναι τα κεφαλοειδή, με ψάρια που μπορεί και να ξεπερνάνε τα τρία κιλά, και ακολουθούν τα λαβράκια, οι γλώσσες, η γαρίδα. Καθένα από τα είδη έχει την εποχή του και τον δικό του τρόπο ψαρέματος- στα ιβάρια η τσιπούρα πιάνεται με απόχη το χειμώνα, τότε προσπαθεί να βγει από τη λιμνοθάλασσα, που επειδή είναι πολύ ρηχή τα νερά της επηρεάζονται αμέσως από την εξωτερική θερμοκρασία, ώστε η τσιπούρα να κρυώνει και να αναζητά πιο ζεστά νερά στα βαθιά. Αυτή την εποχή την ψαρεύουμε με δίχτυα στη λιμνοθάλασσα. Τις γλώσσες τις ψαρευουμε με δίχτυ, μικρές ποσότητες σχετικά και με μεγάλες διακυμάνσεις από χρονιά σε χρονιά. Για την ορθολογική διαχείριση της λιμνοθάλασσας και του συνεταιρισμού είναι κρίσιμο να γνωρίζουμε τις διακυμάνσεις αυτές ανά είδος, να μπορούμε να συγκρίνουμε και να εντοπίζουμε τις αυξομειώσεις στην παραγωγή. Έτσι θα μπορούμε να κρίνουμε αν είναι απαραίτητος ο στοχευμένος εμπλουτισμός της λιμνοθάλασσας, όπως έχουμε κάνει και πολύ πρόσφατα, με γόνο τσιπούρας από γεννήτορες της λιμνοθάλασσας που εμείς παραδώσαμε σε κρατικό ιχθυογεννητικό σταθμό. Και θέλουμε να εκμεταλευτούμε σωστά το αυγοτάραχο, να πάρουμε ΠΟΠ, όπως οι συνεταιρισμοί στο Μεσολόγγι. Εμείς το πουλάμε νωπό στην τοπική αγορά έναντι 40 ευρώ/ κιλό, αν επεξεργαστεί και συσκευαστεί εξάγεται σαν «ντελικατέσεν» για 280 ευρώ/ κιλό. Δεν βγάζουμε μεγάλες ποσότητες, περίπου 300 κιλά/ χρόνο αλλά είναι εξαιρετικής ποιότητας προϊόν και σαν εγχείρημα αρκεί η δημιουργία ενός πιστοποιημένου εργαστηρίου, γραφειοκρατικού τύπου είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες».