Έντονο «κάψιμο» ή φαγούρα στα μάτια είναι ένα
σύμπτωμα που έχουμε νιώσει πολλοί από εμάς, όμως υπολογίζεται ότι για το 7% των
ενηλίκων η ξηροφθαλμία δεν αποτελεί παροδική ενόχληση. Πρόκειται για μία χρόνια
διαταραχή που πλήττει σοβαρά την ποιότητα ζωής τους και συχνά αντιμετωπίζεται
δύσκολα.
Τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι η χρόνια ξηροφθαλμία (ή σύνδρομο
ξηροφθαλμίας) αυξάνεται με την ηλικία: υπολογίζεται ότι ταλαιπωρεί λιγότερο από
το 3% των ατόμων 18-34 ετών, έναντι του 18% των ατόμων άνω των 75 ετών ενώ τα
περιστατικά είναι συχνότερα στις γυναίκες.
Στις ΗΠΑ, η «Chronic Dry Eye In America Survey» έδειξε ότι παρότι σχεδόν οι
μισοί συμμετέχοντες στην έρευνα (το 48%) ακολουθούσαν απαρέγκλιτα τη θεραπεία
που είχαν συστήσει οι θεράποντες οφθαλμίατροι, μόνο το 13% είχαν παρατεταμένη
ανακούφιση από τα συμπτώματά τους.
Επίσης οι περισσότεροι πάσχοντες από σύνδρομο ξηροφθαλμίας είπαν ότι τα μη
συνταγογραφούμενα κολλύρια από μόνα τους δεν βελτιώνουν αρκετά την κατάστασή
τους και γι' αυτό αναζητούν πρόσθετες θεραπείες. Μεταξύ άλλων πίνουν
περισσότερο νερό, (αναφέρθηκε από το 76% των συμμετεχόντων), κάνουν χρήση
θερμών επιθεμάτων (ζεστές κομπρέσες το 56%) και συχνό βλεφάρισμα (52%).
Σε ποσοστό 45% είπαν ότι αποφεύγουν το κάπνισμα ή να βρίσκονται σε χώρους με
καπνιστές και το 34% ότι αφαιρούν πάρα πολύ προσεκτικά το μέικ απ τους.
Πάντως οι περισσότεροι είπαν ότι αναγκάζονται να ζουν με πολλαπλά συμπτώματα, με πιο συχνά την ξηρότητα των ματιών (76%), την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι μέσα στο μάτι (64%), την κόπωση των ματιών (62%), την ευαισθησία στο φως (62%) και τη θολωμένη όραση (60%). Επίσης ανέφεραν ότι το κάψιμο και η φαγούρα τους αναγκάζουν να τρίβουν επίμονα τα μάτια τους.
«Γνωρίζουμε ότι το σύνδρομο ξηροφθαλμίας είναι ένας τύπος της νόσου της οφθαλμικής επιφάνειας (ocular surface disease), που εμπεριέχει μια ομάδα διαταραχών οι οποίες προκαλούν μειωμένη παραγωγή δακρύων ή καλής ποιότητας δακρύων», αναφέρει ο δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, Χειρουργός-Οφθαλμίατρος, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, Καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και προσθέτει:
«Για τη λίπανση των ματιών είναι απαραίτητα τα δάκρυα
και η έλλειψη ή η κακή ποιότητά τους προκαλεί ξηρότητα. Η νόσος της οφθαλμικής
επιφάνειας είναι μία πολύπλοκη παθολογική οντότητα, καθώς διαθέτει πολλούς
υποτύπους οι οποίοι συχνά έχουν αλληλοκαλυπτόμενα συμπτώματα και επομένως, το
να τεθεί η σωστή διάγνωση δεν είναι πάντοτε εύκολο.
Μεταξύ άλλων, η αλλεργική επιπεφυκίτιδα, η βλεφαρίτιδα,
η δυσλειτουργία των μεϊβομιανών αδένων, το σύνδρομο
χαλαρού βλεφάρου (floppy eyelid syndrome), το συχνό και επίμονο «σκούπισμα» των
βλεφάρων (mucous fishing syndrome), οι δυστροφίες του κερατοειδούς χιτώνα του
ματιού και οι τοξικές αντιδράσεις στα φάρμακα ή στα καλλυντικά είναι μερικές
από τις διαταραχές που μπορεί να έχουν συμπτώματα παρόμοια με αυτά του
συνδρόμου ξηροφθαλμίας. Στις περιπτώσεις αυτές, όμως, τα τεχνητά δάκρυα
παρέχουν μόνο προσωρινή ανακούφιση, αφού δεν αντιμετωπίζουν την υποκείμενη
αιτία τους.
Στη χώρα μας σημειώνεται πως μια μεγάλη ομάδα που υποδιαγιγνώσκεται είναι ο
μεγάλος αριθμός γυναικών οι οποίες έχουν ξηροφθαλμία λόγω υποκείμενης
θυρεοειδοπάθειας ή άλλου αυτοάνοσου νοσήματος.
Άρα πολλά συμπτώματα μπορεί να θεωρούνται και να αντιμετωπίζονται ως σύνδρομο
ξηροφθαλμίας, αλλά οι ασθενείς να μην βλέπουν βελτίωση διότι η αληθινή αιτία
τους είναι κάτι άλλο», επισημαίνει ο κ. Κανελλόπουλος, σημειώνοντας πως «δεν
πρέπει να απελπίζονται οι πάσχοντες από χρόνια ξηροφθαλμία,
οι οποίοι δεν βλέπουν βελτίωση, γιατί σύμφωνα με την
Αμερικανική Ακαδημία Οφθαλμολογίας (American Academy of Ophthalmology, AAO), υπάρχουν
εξειδικευμένα διαγνωστικά εργαλεία που μπορούν να εντοπίσουν την ακριβή αιτία
των συμπτωμάτων τους, καθώς και ποικίλες θεραπείες που μπορεί να βοηθήσουν».
«Σύγχρονα διαγνωστικά τεστ μπορεί να καθορίσουν λ.χ. αν κάποιος έχει σύνδρομο
ξηροφθαλμίας ή αν πάσχει από κάποιον άλλο τύπο της νόσου της οφθαλμικής
επιφάνειας. Το τεστ για παράδειγμα Tearlab Osmolarity System (μέτρηση της
οσμωμοριακότητας της δακρυϊκής στιβάδας) μπορεί να δείξει αν κάποιος έχει σύνδρομο
ξηροφθαλμίας και πόσο σοβαρό είναι.
Άλλα τεστ αξιολογούν την ποιότητα των δακρύων, καθώς και απεικονιστικές
εξετάσεις εντοπίζουν τυχόν προβλήματα στους μεϊβομιανούς αδένες που παράγουν ένα έλαιο που υπάρχει στα υγιή
δάκρυα.
Επίσης μπορεί να γίνουν ειδικές απεικονιστικές εξετάσεις, όπως η οπτική
τομογραφία συνοχής (OCT), που ελέγχουν το επιθήλιο του κερατοειδούς χιτώνα. Η
τελευταία αυτή, “εύκολη” για τον/την πάσχοντα/ουσα, εξέταση έχει διερευνηθεί
κι καθιερωθεί παγκοσμίως από την δική μας επιστημονική ομάδα στην Αθήνα», τονιζει
ο κ. Κανελλόπουλος.
«Το να τεθεί σωστή διάγνωση είναι βασικό, διότι υπάρχουν πολλές θεραπευτικές
επιλογές και μπορεί να χρειασθεί χρόνος έως ότου βρεθεί η ενδεδειγμένη για έναν
ασθενή. Σε πολλές περιπτώσεις στους πάσχοντες δεν χορηγείται μία θεραπεία, αλλά
συνδυασμός θεραπειών, που συμπεριλαμβάνουν από τεχνητά δάκρυα και αλλαγές στον
τρόπο ζωής και τη διατροφή μέχρι απόφραξη των δακρυϊκών πόρων με βύσματα
σιλικόνης και ειδικά φάρμακα που εφαρμόζονται τοπικά ή λαμβάνονται από το στόμα.
Οι περισσοτεροι πάσχοντες με ξηροφθαλμία, βρίσκουν λύση με τη συνταγογράφηση χρόνιας χρήσης
οφθαλμικών σταγόνων τοπικής κυκλοσπορίνης. Πρόκειται για επιλογές που προσαρμόζονται αναλόγως με την εποχή και
την ένταση των συμπτωμάτων. Πάντως σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο να
αντιμετωπίζεται σωστά η χρόνια ξηροφθαλμία, γιατί αν αφεθεί πολύ καιρό
χωρίς την κατάλληλη θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε πόνο, έλκη ή ουλές του
κερατοειδούς. Σε σπάνιες περιπτώσεις, δε, μπορεί να προκαλέσει απώλεια της
όρασης», καταλήγει ο καθηγητής.