Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Φοβίες: Πώς δεν θα ορίζουν τη ζωή μας;

 


Βαθύς είναι ο αντίκτυπος που προκαλούν οι έντονοι φόβοι στην καθημερινότητα, καθώς έχουν τη δύναμη να παρεμβαίνουν σε αυτήν και να την ανατρέπουν. Οι φόβοι που γίνονται φοβίες μπορούν να εμποδίζουν την εκτέλεση και των πιο απλών εργασιών και να επηρεάσουν καθοριστικά την προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική ζωή. Οι άνθρωποι που παλεύουν με αυτές είναι πιθανόν να έχουν ελλιπή εκπαίδευση, καθώς και περιορισμένο δίκτυο συνεργατών και φίλων. 

Η ύπαρξή τους αυξάνει δε την πιθανότητα ανάπτυξης και άλλων ψυχικών διαταραχών.

Παρότι οι πάσχοντες γνωρίζουν ότι οι φοβίες τους είναι παράλογες, η σκέψη και μόνο για αντιμετώπισή τους προκαλεί συμπτώματα έντονου άγχους. Τους γεμίζουν συναισθήματα ντροπής για την ύπαρξή τους, ανικανότητας επειδή δεν μπορούν να τις ελέγξουν. Βιώνουν αμηχανία όταν πρέπει να δώσουν εξηγήσεις για τις συμπεριφορές τους, και έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση. Με λίγα λόγια δεν νιώθουν ελεύθεροι ούτε ζουν τη ζωή που ονειρεύονται.

«Πολλοί άνθρωποι φοβούνται διάφορα πράγματα ή καταστάσεις. Η πλειονότητα αντιμετωπίζει τους φόβους τους επαρκώς ή ζει χωρίς αυτοί να αναστατώνουν τη ζωή τους. Ένα ποσοστό, όμως, αδυνατεί να τους διαχειριστεί, να τους περιορίσει ή να τους αποβάλλει και οργανώνει τη ζωή τους βάσει αυτών, δηλαδή με τρόπο που δεν θα χρειάζεται να τους αντιμετωπίζουν. Τότε παύουν να είναι φόβοι και γίνονται φοβίες, αποκτούν δηλαδή μια αγχώδη διαταραχή πολύ διαδεδομένης σε ανήλικες και ενήλικες.

Οι φοβίες παρότι αναπτύσσονται και στα δύο φύλα, επηρεάζουν τις γυναίκες περισσότερο. Χρονικά, παρουσιάζονται κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής - συνήθως μέχρι την ενηλικίωση. Οι λόγοι δεν είναι πάντα σαφείς. Κατά κανόνα πηγάζουν από κάποιο γεγονός ή κατάσταση που τρόμαξε τον πάσχοντα. Ενίοτε “κληρονομείται”, όχι βεβαίως γενετικά, από κάποιο μέλος της οικογένειας.

Όσοι έχουν μία ή περισσότερες φοβίες επιδιώκουν να μην έρχονται σε επαφή με αυτό που φοβούνται, προκειμένου να αποφύγουν  το έντονο άγχος ή/και τον πανικό που θα βιώσουν. Για κάποιους αρκεί και μόνο η σκέψη της επαφής για να ζωντανέψουν αυτά τα συναισθήματα», εξηγεί η Ψυχολόγος MSc (CBT), κ. Ιωάννα Τζόβολου.

Άλλες φοβίες είναι απλές -δηλαδή αφορούν συγκεκριμένα αντικείμενα, ζώα, καταστάσεις ή δραστηριότητες, όπως υψοφοβία, κυνοφοβία, κλειστοφοβία και αεροφοβία (φοβία των πτήσεων)- και άλλες σύνθετες. Σε αυτές περιλαμβάνονται η κοινωνική φοβία και η αγοραφοβία.

Το ποσοστό των ανθρώπων που πάσχουν από αυτές είναι άγνωστο. Υπάρχουν εκτιμήσεις για τον επιπολασμό των φοβιών, οι οποίες αποκλίνουν σημαντικά από την πραγματικότητα, αφού ένα μεγάλο ποσοστό δεν καταγράφεται διότι δεν απευθύνεται στους ειδικούς.  Σύμφωνα με κάποιες μελέτες το ποσοστό  των ενηλίκων νιώθουν έντονο και παράλογο φόβο κάποια στιγμή στη ζωή τους, για κάτι που ενέχει μικρό ή καθόλου πραγματικό κίνδυνο είναι περίπου 12%. Οι έφηβοι βρίσκονται συχνότερα σε αυτή τη θέση (19%).

Οι περισσότεροι πάσχοντες από ειδική φοβία εμφανίζουν ήπιο άγχος όταν έρχονται αντιμέτωποι με το αντικείμενο του φόβου τους, χωρίς να σημαίνει ότι το ποσοστό εκείνων που έχουν εντονότερα συμπτώματα είναι μικρό - εκτιμάται στο 22%.

Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet, έως και το ένα τέταρτο των ατόμων με ειδικές φοβίες λαμβάνουν θεραπεία, πιθανώς επειδή η αποφυγή του αντικειμένου ή της κατάστασης που προκαλεί φόβο μπορεί να μειώσει το στρες. Την αναζητούν συχνότερα εκείνοι που οι φοβίες τούς εξουθενώνουν, κάποιοι που τρέμουν στην ιδέα και μόνο ότι θα ανέβουν σε αεροπλάνο ή θα εγκλωβιστούν σε κλειστό χώρο, όπως και όσοι φοβούνται τα ύψη.

Μεγαλύτερη επιβάρυνση στην ψυχολογία, όμως, φέρνουν οι κοινωνικές φοβίες. Όσοι πάσχουν από αυτές νιώθουν άγχος και φόβο να παρευρεθούν σε κοινωνικές εκδηλώσεις ή δημόσιους χώρους που είναι πιθανόν να δεχθούν αρνητικές αξιολογήσεις ή που πιστεύουν ότι η παρουσία τους θα κάνει τους άλλους να αισθάνονται άβολα. Ένδειξη της ύπαρξής τους είναι η σκόπιμη αποφυγή συναντήσεων με άλλα άτομα σε κοινωνικές καταστάσεις όπως σε ένα επαγγελματικό δείπνο ή σε έναν γάμο.

Οι συγκεκριμένες φοβίες έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής, διότι επηρεάζουν τη λειτουργικότητα σε διάφορους τομείς της. Οι έφηβοι με κοινωνικές φοβίες είναι πιθανότερο να υποστούν bullying στο σχολείο και διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να το εγκαταλείψουν χωρίς να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους. Μεγάλο ποσοστό τους έχει περιορισμένο αριθμό φίλων και λιγότερες επαφές με το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον. Ως ενήλικες δεν παντρεύονται εύκολα ούτε αποκτούν παιδιά, παρά την επιθυμία τους, και χωρίζουν συχνότερα. Ούτε η επαγγελματική τους ζωή είναι ικανοποιητική αφού απουσιάζουν περισσότερες μέρες από την εργασία τους και έχουν χειρότερη απόδοση.

«Παρότι όλες οι φοβίες είναι βαρύνουσας σημασίας για τον ασθενή, η αγοραφοβία είναι η πιο οδυνηρή και περίπλοκη. Όσοι πάσχουν από αυτήν, φοβούνται μήπως πάθουν κρίση πανικού κάπου ή σε στιγμή που δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής ή που αυτή θα είναι δύσκολη. Δεν είναι δηλαδή απλώς ένας φόβος για τους ανοιχτούς χώρους, όπως πολλοί νομίζουν.

Σπανιότερα την εμφανίζουν άτομα με φόβο για θέματα όπως ασθένεια ή ατύχημα και άλλα παρόμοια, ενώ συχνότερα άτομα που ήδη υποφέρουν από διαταραχή πανικού, τα οποία συσχετίζουν τον πανικό με τα μέρη ή τις καταστάσεις που τον βίωσαν και στη συνέχεια αποφεύγουν. Επειδή αυτές οι κρίσεις συμβαίνουν τυχαία και η πρόβλεψή τους είναι αδύνατη τους οδηγεί στην αποφυγή οποιασδήποτε κατάστασης κατά την οποία θα μπορούσε να προκύψουν. Συχνά νιώθουν τόσο ανήμπορα που διστάζουν να βγουν από το σπίτι τους και εάν το τολμήσουν θα είναι υπό τη συνοδεία ενός έμπιστού τους προσώπου.

Αυτή η εξουθενωτική φοβία μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη ή ένταση και προκειμένου να βρουν ανακούφιση κάνουν κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών. Συνυπάρχει δε συχνά με πολλές αλληλένδετες φοβίες, όπως κλειστοφοβία. Επομένως, η θεραπεία γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι ζωτικής σημασίας», επισημαίνει. 

«Η θεραπεία κάθε φοβίας είναι διαφορετική για κάθε θεραπευόμενο. Σε ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων με απλές φοβίες η απευαισθητοποίηση, δηλαδή η σταδιακή έκθεση σε ό,τι προκαλεί τον φόβο, είναι το “κλειδί”. Η θεραπεία των σύνθετων είναι πιο απαιτητική και μπορεί να περιλαμβάνει συμβουλευτική, γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία και ψυχοθεραπεία. Επίσης, χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να αποδώσει.

Είναι ωστόσο ωφέλιμες γιατί μέσω αυτών αναγνωρίζονται οι φοβίες και ξεπερνιούνται μετά από παρεμβάσεις στις σκέψεις που τις συντηρούν. Έτσι βελτιώνεται η ποιότητα ζωής των πασχόντων αλλά και των ανθρώπων του περιβάλλοντός τους, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται  πάντα την κατάσταση, συχνά δείχνουν έλλειψη κατανόησης για τις έντονες αντιδράσεις και τα συναισθήματα που αισθάνονται οι πάσχοντες, με αποτέλεσμα να επέρχονται  διαφωνίες, συγκρούσεις ακόμα και ρήξη των σχέσεων.

Με αποφασιστικότητα και τη σωστή υποστήριξη, όλοι μπορούν να απαλλαγούν από τις φοβίες τους και τελικά να χαρούν τη ζωή τους», καταλήγει η κ. Τζόβολου.