Η
αξιοποίηση των πρόσφατων ανακαλύψεων για τον τρόπο που αντιδρά το ανοσοποιητικό
σύστημα των παιδιών με ατοπική δερματίτιδα χαρίζει ελπίδες ότι οι μικροί
ασθενείς μελλοντικά θα μπορούν να απαλλάσσονται από τα συμπτώματα.
Επιστήμονες
από το Κολλέγιο Trinity
του Δουβλίνου υποστηρίζουν ότι τα αποτελέσματα
της έρευνάς τους αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη ενός
«εξατομικευμένου» εμβολίου που θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις υποτροπές
της συγκεκριμένης δερματοπάθειας που οφείλονται σε μόλυνση από το βακτήριο Staphylococcus
aureus
(χρυσίζων σταφυλόκοκκος).
«Το
ποσοστό των παιδιών που υποφέρουν από ατοπική δερματίτιδα αγγίζει το 25%. Αυτή
η χρόνια πάθηση μπορεί, βέβαια, να επηρεάσει ανθρώπους κάθε ηλικίας,
περιλαμβανομένων των βρεφών. Εννέα στους δέκα ασθενείς εμφανίζουν τη νόσο πριν
από την ηλικία των 5 ετών και τρεις στους τέσσερις παρουσιάζουν αξιοσημείωτη
βελτίωση στη σοβαρότητα της νόσου μέχρι την ηλικία των 14 ετών. Όμως, ένας
στους τέσσερις ταλαιπωρείται από σημαντικές υποτροπές και κατά την ενήλικη ζωή
του.
Η ατοπική δερματίτιδα προκαλείται από γενετικούς παράγοντες που οδηγούν σε διαταραχή του επιδερμικού φραγμού και δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα παιδιά που έχουν έναν γονέα με ατοπική δερματίτιδα είναι 60% πιθανό να την εμφανίσουν. Το ποσοστό αυξάνεται σε σχεδόν 80% για αυτά που πάσχουν και οι δύο γονείς τους. Σχεδόν το 40% των ασθενών έχουν τουλάχιστον έναν συγγενή πρώτου βαθμού με ατοπική δερματίτιδα. Πυροδοτείται και υποτροπιάζει από περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Τα
συμπτώματα στα βρέφη εμφανίζονται στα μάγουλα και στο σαγόνι, ενώ στα
μεγαλύτερα παιδιά κυρίως γύρω από τον λαιμό, τους αγκώνες, τους καρπούς και τα
γόνατα. Σε αυτά περιλαμβάνονται η ερυθρότητα, ο κνησμός, η υπερβολική
ξηροδερμία, η φλεγμονή. Είναι πιθανόν να εμφανιστούν φολίδες, απολέπιση και
σπανιότερα εξάνθημα, το οποίο μπορεί να μολυνθεί όταν το παιδί ξύνει την
πληγείσα περιοχή. Η είσοδος των μικροβίων μπορεί να προκαλέσει σοβαρές, ίσως
και απειλητικές λοιμώξεις», εξηγεί ο Δερματολόγος -
Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
«Ο
χρυσίζων σταφυλόκοκκος είναι το παθογόνο που εμπλέκεται συχνότερα στις εξάρσεις
της πάθησης αυτής και όλο και περισσότερο στη γένεσή της. Προκαλεί αυξημένη
διαταραχή του φραγμού και μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση του οργανισμού στα
αλλεργιογόνα. Επιπλέον, μπορεί να γίνει αιτία όχι μόνο τοπικών αλλά και
συστηματικών λοιμώξεων, όπως οστεομυελίτιδα, αν και η πιθανότητα είναι μικρή.
Οι
επιλογές που υπάρχουν για τη θεραπεία της λοίμωξης από χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο
στα άτομα με ατοπική δερματίτιδα περιλαμβάνουν την αποκατάσταση του φραγμού, τη
χορήγηση αντιμικροβιακών και τοπικών φαρμάκων καθώς και συστηματικών
ανοσοτροποποιητικών. Τα αντιβιοτικά
ενδείκνυται για μέτριες ή σοβαρές λοιμώξεις, αν και ο ρόλος τους περιορίζεται
τελευταία λόγω της αντοχής που έχουν αναπτύξει τα μικρόβια σε αυτά.
Η
επιτυχία αυτών των θεραπευτικών επιλογών δεν είναι δεδομένη. Μπορεί να παρέχουν
ανακούφιση, αλλά αποτυγχάνουν να απαλλάξουν τους ασθενείς για μεγάλο χρονικό
διάστημα από τα ενοχλητικά συμπτώματα. Επομένως, η ανάγκη εύρεσης νέων
θεραπειών είναι πραγματική και επιτακτική», τονίζει.
Η
διεπιστημονική ομάδα από το Trinity
College
Dublin
και συγκεκριμένα από τις Σχολές Ιατρικής, Επιστήμης Υπολογιστών και
Στατιστικής, Βιοχημείας και Ανοσολογίας πραγματοποίησε μια μελέτη σε 93 παιδιά,
ηλικιών από 0 έως 16 ετών. Συνέκριναν τις ανοσολογικές αποκρίσεις μεταξύ 3
ομάδων ασθενών: με έκζεμα και επιβεβαιωμένη λοίμωξη δέρματος από χρυσίζοντα
σταφυλόκοκκο, με έκζεμα αλλά χωρίς
δερματική λοίμωξη και μιας υγιούς ομάδας εθελοντών.
Ανακάλυψαν
σημαντικές «ανοσολογικές υπογραφές» στα παιδιά με εξάρσεις εκζέματος λόγω της
μόλυνσης.
Βρήκαν
ότι οι αναλογίες των Τ κυττάρων (τύπος λεμφοκυττάρων που παίζουν ρόλο στην
άμυνα του οργανισμού) καθώς και άλλων βιοδεικτών διέφεραν σημαντικά μεταξύ των
ομάδων.
Δηλαδή
η ανοσολογική απόκριση επηρεάστηκε στα άτομα αυτά λόγω της καταστολής ορισμένων
από τα σημαντικά Τ κύτταρα, εξασθενώντας τις προστατευτικές ιδιότητές τους.
Τα δημοσιευμένα στο περιοδικό JCI Insight ευρήματά τους υποδηλώνουν ότι ένα «εξατομικευμένο εμβόλιο» θα μπορούσε να τιθασεύσει αποτελεσματικά την ατοπική δερματίτιτδα που προκαλείται από βακτήρια στα παιδιά.
«Αυτή
η ανακάλυψη είναι ελπιδοφόρα και ενδεχομένως να περιορίσει, μελλοντικά,
σημαντικά την ανάγκη για θεραπείες με φάρμακα. Μέχρι τότε, όμως, πρέπει να
βοηθήσουμε τα παιδιά να αποφεύγουν τους μόνους παράγοντες που πυροδοτούν την
ατοπική δερματίτιδα και μπορούμε να ελέγξουμε - τους περιβαλλοντικούς.
Σε
αυτούς περιλαμβάνονται προϊόντα που ερεθίζουν την επιδερμίδα όταν έρχονται σε
επαφή με αυτήν, κάποια αεροαλλεργιογόνα, συγκεκριμένες κλιματικές συνθήκες, η
εφίδρωση και τα μικρόβια.
Από
τα συχνότερα προϊόντα που προκαλούν/ερεθίζουν το ατοπικό δέρμα είναι τα
σαπούνια, τα απορρυπαντικά και τα αρώματα. Αυτά προκαλούν φλεγμονή, κνησμό και
τελικά μικρορωγμές από το ξύσιμο που γίνονται πύλες εισόδου μικροβίων. Ο
ιδρώτας επιδεινώνει την κατάσταση. Έτσι ξεκινά ένας φαύλος κύκλος που δεν
σταματά χωρίς παρεμβάσεις.
Εξάρσεις
προκαλούν και κάποια αλλεργιογόνα που μεταφέρονται με τον αέρα, όπως η σκόνη, η
γύρη και οι τρίχες των ζώων. Η επαφή με αυτά κινητοποιεί το ανοσοποιητικό,
προκαλεί απελευθέρωση ισταμίνης, η οποία προκαλεί αγγειοδιαστολή, οίδημα και
κνίδωση.
Τα
μικρόβια όπως ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, όταν εισέρχονται στο δέρμα ατόμων με
ατοπική δερματίτιδα προκαλούν τραυματισμό και φλεγμονή, στη συνέχεια αλλεργική
απόκριση του οργανισμού σε συγκεκριμένα αντιγόνα και ενεργοποίηση του
ανοσοποιητικού.
Άλλος
ένας παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε επανεμφάνιση των συμπτωμάτων είναι το
κλίμα. Όσο πιο υγρός είναι ο καιρός τόσο λιγότερες οι εξάρσεις. Αρνητική
επίδραση έχει και το στρες.
Επομένως,
ό,τι “ξυπνά” τα συμπτώματα της νόσου πρέπει να αποφεύγεται και να τηρείται
ευλαβικά ό,τι τα αποτρέπει. Τα χλιαρά μπάνια, κατά προτίμηση με έλαια, τα ήπια
σαπούνια, η ενυδάτωση με κατάλληλα προϊόντα αμέσως μετά και πριν το δέρμα
στεγνώσει λειτουργούν τόσο προληπτικά όσο και θεραπευτικά.
Σημαντική
βοήθεια προσφέρει και η φωτοθεραπεία, όταν οι ασθενείς διανύουν περιόδους έξαρσης, η οποία μειώνει σημαντικά
την ανάγκη για λήψη φαρμάκων.
Αυτό
που χρειάζεται να γνωρίζουν οι γονείς είναι ότι το παιδί με ατοπική δερματίτιδα
πρέπει να παρακολουθείται από δερματολόγο, προκειμένου να αξιολογείται η
απόκριση στη θεραπεία και να αναπροσαρμόζεται ανάλογα, ώστε να υποχωρούν τα
συμπτώματα το ταχύτερο», καταλήγει ο δρ Στάμου.