Τον
δρόμο για την έγκαιρη διάγνωση και την καλύτερη διαχείριση των ασθενών ανοίγει
ο εντοπισμός της γενετικής αιτίας της μακροοζώδους υπερπλασίας των επινεφριδίων
του συνδρόμου Cushing.
Πρόκειται για μια σπάνια μορφή της νόσου που εξαρτάται από την τροφή. Μια ομάδα
ερευνητών από τον Καναδά και τη Γαλλία κατάφερε να βρει το γονίδιο το οποίο
ευθύνεται για την ανάπτυξή της, που επηρεάζει και τα δύο επινεφρίδια. Από τη
μελέτη τους, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση The Lancet Diabetes & Endocrinology, απέδωσαν στο γονίδιο KDM1A την ευθύνη για τις μεταλλάξεις που
ευθύνονται για την εμφάνισή της.
«Το σύνδρομο Cushing προκαλείται από την υπερπαραγωγή κορτιζόλης, μιας στεροειδούς ορμόνης, από τα δύο επινεφρίδια που βρίσκονται πάνω από τους νεφρούς. Η κορτιζόλη είναι η ορμόνη που καταστέλλει τη φλεγμονή και προστατεύει τον οργανισμό από το σωματικό στρες.
Όμως, η έκκριση υπερβολικών ποσοτήτων έχει αρνητικές επιπτώσεις στο σώμα, όπως αύξηση του σωματικού βάρους στο πρόσωπο και στο άνω μέρος του σώματος, αύξηση της αρτηριακής πίεσης, εμφάνιση οστεοπόρωσης, δερματικών και καρδιακών προβλημάτων, κόπωσης, κατάθλιψης και πολλά άλλα. Βέβαια, είναι πιθανό το σύνδρομο να μην προκαλέσει καθόλου συμπτώματα», εξηγεί ο Καθηγητής Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής στον Όμιλο ΥΓΕΙΑ, κ. Δημήτρης Λινός.
Η
πρωτοπαθής μακροοζώδης υπερπλασία των επινεφριδίων είναι μια μορφή του
συνδρόμου που προκαλείται από εσωτερικούς παράγοντες του οργανισμού και όχι από
εξωτερικούς, όπως η μακροχρόνια χρήση ορισμένων φαρμάκων που ονομάζονται
κορτικοστεροειδή. Χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πολλών οζιδίων στα επινεφρίδια,
τα οποία προκαλούν διόγκωση των μικρών αυτών αδένων (υπερπλασία) και την
παραγωγή υψηλότερων από το φυσιολογικό επιπέδων κορτιζόλης. Η διαταραχή γίνεται
συνήθως εμφανής μετά τα 40.
Η
συγκεκριμένη μορφή της νόσου προκαλείται από τη μη φυσιολογική έκφραση των
υποδοχέων μιας ορμόνης που ονομάζεται GIP (glucose-dependent insulinotropic
peptide),
και στους δύο επινεφρίδιους αδένες των ασθενών. Αυτή η ορμόνη παράγεται από το
λεπτό έντερο όταν το άτομο τρώει - τα επίπεδα της κορτιζόλης αυξάνονται αφύσικα
στους πάσχοντες. Ο αμφοτερόπλευρος χαρακτήρας της νόσου υποδηλώνει γενετική
προδιάθεση.
Οι
Καναδοί και Γάλλοι ερευνητές επιδίωξαν να προσδιορίσουν τη γενετική αιτία που
ευθύνεται για την εξαρτώμενη από την GIP πρωτοπαθή αμφοτερόπλευρη μακροοζώδη υπερπλασία των
επινεφριδίων ασθενών με σύνδρομο Cushing.
Τα
δείγματα αίματος και επινεφριδίων από ασθενείς είχαν υποβληθεί σε επέμβαση
αφαίρεσης του ενός ή και των δύο επινεφριδίων (επινεφριδεκτομή), λόγω GIP-εξαρτώμενης πρωτοπαθούς
αμφοτερόπλευρης μακροοζώδους υπερπλασίας επινεφριδίων με σύνδρομο Cushing. Αυτά τα δείγματα
συγκρίθηκαν με ιστούς από επινεφρίδια 29 ασθενών με πρωτοπαθή αμφοτερόπλευρη
μακροοζώδη υπερπλασία των επινεφριδίων που είχαν υποβληθεί σε επινεφριδεκτομή
για εμφανές ή ήπιο σύνδρομο Cushing
χωρίς ενδείξεις τροφοεξαρτώμενης παραγωγής κορτιζόλης και ασθενών με GIP-εξαρτώμενα μονόπλευρα αδενώματα
επινεφριδίων. Η μέση ηλικία των 17 ασθενών με GIP-εξαρτώμενη πρωτοπαθή
αμφοτερόπλευρη μακροοζώδη υπερπλασία των επινεφριδίων ήταν 43,3 και το 88%
αυτών ήταν γυναίκες.
Τα
δείγματα ιστών βρέθηκαν από τοπικές και διεθνείς βιοτράπεζες στον Καναδά, τη
Γαλλία, την Ιταλία, την Ελλάδα, το Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες. Αυτό ήταν ένα
μεγάλο επίτευγμα, δεδομένης της σπανιότητας της νόσου στον γενικό πληθυσμό. Η
μελέτη τους, επέτρεψε στους ερευνητές να εντοπίσουν τις γενετικές μεταλλάξεις
του γονιδίου KDM1A και να διαπιστώσουν ότι η νόσος
μεταδίδεται γενετικά.
«Η
ανακάλυψη αυτή δίνει τη δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης τόσο στους ίδιους τους
ασθενείς όσο και σε μέλη της οικογενείας τους», επισημαίνει ο πρώην Πρόεδρος
της Διεθνούς Εταιρείας Χειρουργών των Ενδοκρινών Αδένων Καθηγητής Δημήτρης
Λινός, και συνεχίζει: «Έτσι, στο μέλλον οι ασθενείς με το σύνδρομο θα έχουν τη
δυνατότητα να ακολουθήσουν αρκετά νωρίς θεραπείες που αποσκοπούν στη μείωση των
υψηλών επιπέδων κορτιζόλης στον οργανισμό τους.
Για
τη συγκεκριμένη μορφή του συνδρόμου, η ενδεδειγμένη θεραπεία είναι η
επινεφριδεκτομή, προκειμένου να ελεγχθούν τα επίπεδα της κορτιζόλης, η οποία
σήμερα γίνεται με ελάχιστα επεμβατικές μεθόδους. Μετεγχειρητικά, ο
ενδοκρινολόγος μπορεί να συστήσει τη χορήγηση υποκατάστατων της ορμόνης αυτής,
ούτως ώστε να αποκτήσει ο οργανισμός μια ισορροπία.
Γενικότερα, η θεραπεία στα άτομα που πάσχουν από σύνδρομο Cushing μπορεί να περιλαμβάνει μόνο φάρμακα, τα οποία ελέγχουν την υπερβολική παραγωγή κορτιζόλης, ή να απαιτεί απλώς τη σταδιακή μείωση ή διακοπή τους (όπως συμβαίνει στους ασθενείς με υπερκορτιζολαιμία λόγω λήψης κορτικοστεροειδών), να απαιτεί την υποβολή σε ακτινοθεραπεία, συνδυαστικά με επινεφριδεκτομή τις περισσότερες φορές, εάν η υπερβολική παραγωγή κορτιζόλης οφείλεται σε όγκο», καταλήγει ο Καθηγητής Δημήτρης Λινός.