Αριθ. Πρωτ. 881
Χριστούγεννα 2021
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 239ῃ
Θέμα: Χριστούγεννα: Ο Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-
Μέ τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν Βηθλεέμ, ἔγινε αὐτό πού γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν μαθητή του τόν Τιμόθεο: «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμόθ. γ΄ 16), ὁ Θεός φανερώθηκε σαρκωμένος. Κι’ ὅπως συμπληρώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. α΄ 14).
Δηλαδή, ὁ Λόγος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγινε μέσα στόν χρόνο ἄνθρωπος. Καί ἔχοντας ὡς σκηνή καί ὡς ναό ἅγιο τήν ἀνθρώπινη φύση,
παρέμεινε μέ πολλή οἰκειότητα ἀνάμεσά μας σάν ἕνας ἀπό μᾶς.
-Β-
Τόν πρῶτο ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ, τόν ἔφερε στή γῆ ὁ Χριστός σάν Θεός Δημιουργός. Τόν Χριστό στήν γῆ τόν ἔφερε ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή εἶχε ἀνάγκη σωτηρίας. Αὐτά εἶναι δύο ὁρόσημα στήν μακραίωνη ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Δηλαδή, πρῶτα ὁ ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, πάνω στήν γῆ. Κι’ ἔπειτα, ὁ Χριστός κι’ αὐτός πάνω στήν γῆ.
Ἡ ἀγαθότητα τοῦ Δημιουργοῦ ἔφερε τόν ἄνθρωπο στήν γῆ, ὅπως παραστατικά ἀναφέρει τό θεόπνευστο βιβλίο «Γένεσις» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης:
«Καί εἶπεν ὁ Θεός ˙ ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. α΄ 26).
Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, στήν ἐπιστολή του ἐξηγεῖ γιατί ἐδημιούργησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο: «Εἰς τό εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ κτισμάτων» (Ἰακ. α΄ 18). Δηλαδή, γιά νά εἴμαστε ἐκλεκτό δημιούργημά του, ἀφιερωμένο σ’ αὐτόν. Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος θά προσθέσῃ: «εἰς τό εἶναι ἡμᾶς ἁγίους καί ἀμώμους κατενώπιον αὐτοῦ, προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» ((Ἐφεσ. α΄ 4 – 5). Πού σημαίνει, ὅτι ὅταν θά ἐρχόταν ὁ καιρός νά γεννηθοῦμε καί νά ζήσουμε στήν γῆ, νά εἴμαστε ἅγιοι καί ἄμεμπτοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ˙ καί νά γίνουμε παιδιά του διά μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τώρα, τό γιατί ἦλθε ὁ Χριστός στήν γῆ, θά μᾶς τό ἐξηγήσῃ πολύ παραστατικά ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄ 16). Δηλαδή, γιά νά μή χαθῇ ὁ ἄνθρωπος στόν αἰώνιο θάνατο, ἀλλά, πιστεύοντας στόν Χριστό, νά ἔχῃ ζωή αἰώνια.
-Γ-
Κοιτάξτε, τώρα, τήν ἀντίθεση καί τίς συνθῆκες κάτω ἀπ’ τίς ὁποῖες συντελέσθηκαν τά γεγονότα αὐτά. α) Γιά νά ἔλθῃ ὁ ἄνθρωπος στήν γῆ, ὁ Θεός «ἐφύτευσε παράδεισον ἐν Ἐδέμ … καί ἔθετο ἐκεῖ τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε» (Γεν. β΄ 8 – 9). Πραγματικά, ἐκεῖνος ὁ πανθαύμαστος κῆπος ἦταν ὄντως ὑπέροχη καί παραδεισιακή
διαμονή γιά τόν ἄνθρωπο, ὅπως τόν περιγράφει ἡ θεόπνευστη Ἁγία Γραφή. Ὅμως, ὅλα αὐτά τά ὡραῖα χάθηκαν, ἡ γῆ ἔβγαζε ἀγκάθια καί τριβόλια καί ἡ φύση ἀγρίεψε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν παρακίνηση τοῦ πονηροῦ, ἐπαναστάτησε ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ του.
Κι’ αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐπανάσταση, ἡ ἁμαρτία, προκάλεσε τήν κατάπτωση καί τήν ἀπέραντη δυστυχία στό ἀνθρώπινο γένος. Ἔτσι, χρειάστηκε νά ἔλθῃ στήν γῆ ὁ Χριστός. β) Καί τί βρῆκε; Ἕνα ὑγρό καί βρώμικο σπήλαιο, τό σκοτάδι τῆς νύχτας, τήν δυσοσμία τοῦ στάβλου. Αὐτόν πού εἶχε φυτεύσει τόν παράδεισο, τόν ὑποδέχθηκε ἡ φτωχή φάτνη – τό παχνί τῶν ἀλόγων ζώων …
-Δ-
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε στήν γῆ μας κάτω ἀπό τίς πιό ταπεινές καί φτωχές συνθῆκες. Ἦλθε ἀπό ἀπέραντη ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο, γιά νά τόν ἀνυψώσῃ ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό. Γι’ αὐτό, ὁ ἄριστος τρόπος γιά νά γιορτάσουμε τήν μεγάλη ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, εἶναι νά ἀνταποκριθοῦμε στόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ἐνηνθρώπησε ὁ Κύριος. Γιά ν’ ἀνυψωθοῦμε – διά τῆς Ἐκκλησίας μας – στόν Οὐρανό, χρησιμοποιῶντας τά δῶρα πού μᾶς προσφέρει: τήν μετάνοια, τήν Θεία Κοινωνία, τήν προσευχή, τήν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη καί τήν καλωσύνη στόν κάθε συνάνθρωπό μας.
Χρόνια πολλά, ἅγια, μέ ὑγεία κατ’ ἄμφω καί μέ χαρά. Καί εὐλογημένο τό ἐπί θύραις Νέο Ἔτος τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου.
Διάπυρος εὐχέτης ἐν Χριστῷ Γεννηθέντι
Ο
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης