Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή πρωταθλητές
στην ακρίβεια αναδεικνύονται τα νωπά λαχανικά, που μέσα σε ένα χρόνο έγιναν
ακριβότερα κατά 21,1%.
Βασικά αγαθά διατροφής διατίθενται πλέον στην
κατανάλωση με σημαντικές ανατιμήσεις «ροκανίζοντας» το εισόδημα των νοικοκυριών
και ασκώντας έντονες πιέσεις στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Από τον αναλυτικό πίνακα της Ελληνικής Στατιστικής
Αρχής όπου αποτυπώνονται οι μεταβολές των τιμών από το περσινό έως το φετινό
Σεπτέμβριο σε 34 βασικά προϊόντα και υπηρεσίες προκύπτει ότι σε 9 τρόφιμα οι
ανατιμήσεις ξεπερνούν το 21%.
Πρωταθλητές στην ακρίβεια αναδεικνύονται τα νωπά
λαχανικά, που μέσα σε ένα χρόνο έγιναν ακριβότερα κατά 21,1% και μέσα σε ένα
μήνα- το Σεπτέμβριο σε σχέση με τον Αύγουστο- κατά 6,9%.
Στη δεύτερη θέση βρίσκεται το ελαιόλαδο, με άλμα τιμών 18,4% σε ετήσια βάση και 11,8% μέσα στο Σεπτέμβριο.
Μεγάλες αυξήσεις της τάξης του 17,5% καταγράφονται
στο αρνί και το κατσίκι με τη μέση τιμή τους το Σεπτέμβριο να ανεβαίνει κατά
7,3%.
Ακολουθούν τα βρώσιμα έλαια με αύξηση 14%, τα νωπά
ψάρια με 7,9% και 2,1% σε μηνιαία βάση, οι σοκολάτες με 4,4%, τα αυγά με 3,5%, το
ψωμί με 2,6% ενώ τη χαμηλότερη αύξηση εμφανίζουν τα νωπά φρούτα με 1,2% τα
οποία ανατιμήθηκαν κατά 2,2% μέσα στο Σεπτέμβριο.
Στα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες, εκτός από τη
ραγδαία άνοδο των τιμών στο φυσικό αέριο (108,5%), το πετρέλαιο θέρμανσης
(28,9%) και τα καύσιμα και λιπαντικά (18,1%) οι υψηλότερες συγκριτικά αυξήσεις
εντοπίζονται στη μεταφορά επιβατών με αεροπλάνο (20,9%), στα ξενοδοχεία (9,5%),
στις οικιακές υπηρεσίες (2,8%), στα καινούργια αυτοκίνητα (2,4%), στις ιατρικές
και οδοντιατρικές υπηρεσίες (0,8%) και στη νοσοκομειακή περίθαλψη (0,6%).
Αντίθετα οι τιμές μειώθηκαν κατά 4,5% στα
δημητριακά για πρωινό, κατά 3,9% στα αλλαντικά, κατά 2,6% στο χοιρινό, κατά
2,7% στο γιαούρτι και κατά 2,9% στα γλυκά κουταλιού και τη μαρμελάδα.
Επίσης φθηνότερα έγιναν τα είδη ένδυσης και
υπόδησης με πτώση τιμών κατά 0,5%, οι τηλεφωνικές υπηρεσίες με 2,5%, οι
οικιακές συσκευές με 1,6%, τα ασφάλιστρα αυτοκινήτου με 1,9%, τα φαρμακευτικά
προϊόντα με 1,1% και τα διαρκή αγαθά αναψυχής με 1,3%.