Συγκεκριμένα, παρατείνεται από τέσσερα σε πέντε χρόνια η περίοδος ρύθμισης των χρεών, η οποία αρχίζει να υπολογίζεται όχι από την έκδοση της απόφασης όπως μέχρι τώρα προβλεπόταν αλλά από την κατάθεση της αίτησης.
Δίνεται η δυνατότητα να ρυθμίσουν τα χρέη τους πρόσωπα που διατηρούσαν ατομικές επιχειρήσεις αποβλέποντας στον βιοπορισμό τους και έχουν περιορισμένες οφειλές, ενώ δεν είχαν τη δυνατότητα να υπαχθούν στο πτωχευτικό δίκαιο των εταιρειών.
Καθίσταται προαιρετική, από υποχρεωτική, για τον οφειλέτη η επιδίωξη της εξωδικαστικής ρύθμισης των χρεών πριν από την κατάθεση της αίτησης στο δικαστήριο. Η αλλαγή αυτή κρίθηκε αναγκαία, εξαιτίας της απροθυμίας των τραπεζών να επεξεργαστούν κατά ουσιαστικό τρόπο τα σχετικά αιτήματα των οφειλετών. Στο εξής η προσπάθεια εξώδικου συμβιβασμού μπορεί να εκδηλωθεί, σε οποιοδήποτε στάδιο κι αν βρίσκεται η υπόθεση μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης.
Το δικαστήριο μπορεί να εξαιρέσει την κατάσχεση της κύριας κατοικίας για περίοδο ακόμη και 30 ετών, εφόσον η προσωπική κατάσταση του οφειλέτη και η ανάγκη εξυπηρέτησης της οφειλής το δικαιολογούν. Συχνά άλλωστε τα στεγαστικά δάνεια που ρυθμίζονται έχουν διάρκεια αποπληρωμής.
Απαγορεύεται η κατάσχεση ατομικού λογαριασμού μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ και των 2.000 ευρώ όταν πρόκειται για κοινό τραπεζικό λογαριασμό του οφειλέτη σε πιστωτικό ίδρυμα, προκειμένου να διασφαλίζεται η πρόσβαση των καταναλωτών σε τραπεζικές συναλλαγές που είναι εξαιρετικής σημασίας για τη καθημερινότητά τους, τη συμμετοχή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή (διενέργεια συναλλαγών, πληρωμή λογαριασμών, εξοικονόμηση χρόνου, διαφύλαξη ενός ελάχιστου ποσού για την κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών).
Επιδιώκεται η συλλογική αντιμετώπιση των χρεών του οφειλέτη, προκειμένου να αποθαρρύνεται η δημιουργία δανειστών δύο ταχυτήτων, δηλαδή πιστωτών εντεταγμένων στη διαδικασία και εκτός αυτής.
Με την έκδοση της απόφασης που προσδιορίζει τις καταβολές ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει τις τυχόν διαφορές για την περίοδο που έχει διανυθεί, με ευνοϊκό επιτόκιο, μέχρι και το έκτο έτος από την κατάθεση της αίτησης. Οι ρυθμίσεις αυτές ισχύουν και για τις αιτήσεις ρύθμισης που έχουν ήδη κατατεθεί και πρόκειται να εκδικαστούν ένα έτος από την έναρξη ισχύος του νόμου.
Ο νέος νόμος, επιτρέπει στον οφειλέτη, να πετύχει την απαλλαγή του από τα χρέη που αδυνατεί να αποπληρώσει με την πάροδο ορισμένης περιόδου από την κατάθεση της αίτησης.
Το δικαστήριο μπορεί να μειώσει μέχρι τρία χρόνια την περίοδο ρύθμισης ή αναμονής για απαλλαγή από τα χρέη, εφόσον προκύπτει ότι η προσωπική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη δεν δικαιολογεί προσδοκία για καμία μελλοντική καταβολή. Ακόμη, έχει τη δυνατότητα να αναστέλλει την αναγκαστική εκτέλεση και μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση κατά αυτής.
Τέλος θεσπίζεται μειωμένη αμοιβή των δικαστικών επιμελητών για τις επιδόσεις που αφορούν την εφαρμογή του παρόντος νόμου, ώστε να μην αυξάνεται η δαπάνη στην οποία υποβάλλονται οι οφειλέτες από το γεγονός ότι, οι αιτήσεις ρύθμισης των χρεών αφορούν συχνά πολλούς πιστωτές. Επίσης, προβλέπεται η δυνατότητα του δικαστηρίου να αναστέλλει την αναγκαστική εκτέλεση και μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση κατά αυτής.
Με άλλη διάταξη, ενισχύονται οι κανόνες διαφάνειας στην προώθηση και παροχή των ιδιωτικών ασφαλιστικών υπηρεσιών, και ιδίως των ασφαλίσεων ζωής και ασθενειών. Οι διατάξεις λαμβάνουν υπόψη τον αυξανόμενο σε βαρύτητα ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης, διασφαλίζουν τον ουσιαστικό της ρόλο στην κάλυψη των κινδύνων και συνεισφέρουν στη διαμόρφωση των όρων εκείνων που θα εξασφαλίσουν τον κοινωνικό προσανατολισμό της.