Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα: Πως επηρεάζουν τη γονιμότητα


Ο προληπτικός έλεγχος και η έγκαιρη αντιμετώπιση των σεξουαλικώς μεταδιδομένων νοσημάτων αποτελεί σημαντικό τμήμα της φροντίδας της υγείας.
Ειδικά για τις γυναίκες, όμως, που επιθυμούν να αποκτήσουν κάποτε παιδιά, υπάρχει ένας ακόμα σημαντικός λόγος για να εξετάζονται: η διαφύλαξη της γονιμότητάς τους.
Και αυτό, διότι αν ορισμένα από αυτά τα νοσήματα δεν γίνουν αντιληπτά και αφεθούν για καιρό (ακόμα και για χρόνια) χωρίς θεραπεία μπορεί να προκαλέσουν βλάβες στα όργανα της αναπαραγωγής, οδηγώντας στην υπογονιμότητα.
Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι πολλά και πολύ συνηθισμένα. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, με τη σεξουαλική επαφή μεταδίδονται περισσότερα από 30 διαφορετικά βακτήρια, ιοί και παράσιτα, που καθημερινά μολύνουν 1 εκατομμύριο ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Ένα από τα συχνότερα είναι τα χλαμύδια που προσβάλλουν σχεδόν 61 εκατομμύρια ανθρώπους. Στην Ευρώπη, υπολογίζεται ότι καταγράφονται περισσότερες από 250.000 μολύνσεις κάθε χρόνο, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου & Προλήψεως Νοσημάτων (ECDC). Ο μεγαλύτερος αριθμός λοιμώξεων παρατηρείται στις νεαρές γυναίκες (ηλικίες κάτω των 24 ετών).
«Τα χλαμύδια αποτελούν τη συχνότερη βακτηριακή σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη στην Ευρώπη», λέει ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ. «Είναι επίσης η κύρια αιτία οξείας νοσηρότητας και μακροπρόθεσμων προβλημάτων αναπαραγωγικής υγείας, ιδιαίτερα στους νέους. Πολλές λοιμώξεις από αυτά είναι ασυμπτωματικές, με συνέπεια καθυστερημένη διάγνωση και ανενόχλητη μετάδοση μεταξύ των ερωτικών συντρόφων. 
Το επακόλουθο της αθεράπευτης λοίμωξης από χλαμύδια μπορεί να είναι η σαλπιγγίτιδα, που προκαλεί συμφύσεις και απόφραξη στις σάλπιγγες. 
Η σαλπιγγίτιδα αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για υπογονιμότητα στη γυναίκα, καθώς και για έκτοπες κυήσεις. Είναι επίσης σημαντική αιτία φλεγμονώδους νόσου της πυέλου».
Μελέτες έχουν δείξει ότι στις ανεπτυγμένες χώρες οι λοιμώξεις από χλαμύδια ευθύνονται για τις μισές περιπτώσεις υπογονιμότητας εξαιτίας απόφραξης των σαλπίγγων.

Επιπλέον, τα αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου & Προλήψεως Ασθενειών (CDC) υπολογίζουν ότι, δίχως θεραπεία, το 10-15% των γυναικών με χλαμύδια θα εκδηλώσουν τελικά φλεγμονώδη νόσο της πυέλου. Η νόσος αυτή επίσης είναι συχνά ασυμπτωματική, αλλά μερικές γυναίκες έχουν πόνο στην κοιλιά και την περιοχή της πυέλου. Με ή χωρίς συμπτώματα, η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου μπορεί να προκαλέσει μόνιμες βλάβες στις σάλπιγγες, τη μήτρα και τους γύρω ιστούς, και να οδηγήσει σε χρόνιο πυελικό άλγος και υπογονιμότητα.
Η γονόρροια (ή βλεννόρροια), που επίσης προκαλείται από βακτήρια, μπορεί να πλήξει με ανάλογο τρόπο τη γυναικεία γονιμότητα. Σύμφωνα με τα ECDC, η γονόρροια είναι το δεύτερο σε συχνότητα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα στην Ευρώπη, με περισσότερα από 75.000 νέα κρούσματα κάθε χρόνο.
Υπολογίζεται ότι ποσοστό 10-20% των γυναικών με γονόρροια εκδηλώνουν φλεγμονώδη νόσο της πυέλου. Συνολικά, το 50% των κρουσμάτων της νόσου αυτής προκαλούνται από αδιάγνωστη λοίμωξη από χλαμύδια ή γονόρροια.
«Ακόμα και ένα επεισόδιο φλεγμονώδους νόσου της πυέλου μπορεί να καταλήξει σε μη αναστρέψιμες βλάβες των αναπαραγωγικών οργάνων, οι οποίες καθιστούν υπογόνιμες το περίπου 12% των ασθενών», λέει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Επειδή, όμως, ένα επεισόδιο αυξάνει τις πιθανότητες να εκδηλωθεί και άλλο, οι γυναίκες πρέπει να τηρούν σχολαστικά τις συστάσεις για προληπτικό γυναικολογικό τσεκάπ. Και αυτό, διότι έχει βρεθεί ότι τα πολλαπλά επεισόδια αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο υπογονιμότητας».
Στην πραγματικότητα, με τρία επεισόδια φλεγμονώδους νόσου της πυέλου, το ποσοστό της υπογονιμότητας φθάνει στο 50%. Και αυτό, παρότι η νόσος μπορεί να αντιμετωπιστεί με αντιβιοτικά. «Τα αντιβιοτικά δεν μπορούν να αντιστρέψουν τις συμφύσεις (ουλές) που προκαλούν την υπογονιμότητα», εξηγεί ο ειδικός.
Άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη γυναικεία γονιμότητα είναι το μυκόπλασμα, αν και αυτό δεν συμβαίνει τόσο συχνά όσο με τα χλαμύδια ή τη γονόρροια.
Οι άνδρες
Ορισμένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα μπορεί να προκαλέσουν υπογονιμότητα και στους άνδρες, αν και αυτό συμβαίνει πιο σπάνια απ’ ό,τι στις γυναίκες.
«Τα όργανα της ανδρικής αναπαραγωγικής οδού μπορεί να υποστούν βλάβη από τη λοίμωξη με κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα για το οποίο δεν γίνεται θεραπεία», λέει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Τα χλαμύδια, για παράδειγμα, μερικές φορές εξαπλώνονται και προκαλούν προστατίτιδα ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν φθάσουν στους όρχεις, μπορεί να προκαλέσουν στείρωση. Η γονόρροια μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή στην επιδιδυμίδα, δηλαδή στην οπίσθια πλευρά των όρχεων όπου βρίσκονται οι σπερματικοί πόροι. Η φλεγμονή αυτή μακροπρόθεσμα μπορεί να οδηγήσει στην δημιουργία ουλώδους ιστού και απόφραξη των πόρων, με συνέπεια μείωση της γονιμότητας ή ακόμα και στειρότητα. Τα βακτήρια της γονόρροιας μπορεί να φθάσουν επίσης στον προστάτη, προκαλώντας προστατίτιδα».
Υπάρχουν και άλλα νοσήματα που μεταδίδονται με το σεξ και ενδέχεται να πλήξουν την ανδρική γονιμότητα. Η λοίμωξη από τον ιό HIV/AIDS, λ.χ., μπορεί να μειώσει την ποιότητα του σπέρματος. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι και το μυκόπλασμα μπορεί να οδηγήσει τους άνδρες σε μειωμένη γονιμότητα. Αντίστοιχα, ο έρπης των γεννητικών οργάνων μπορεί να εξαπλωθεί στους όρχεις και να μειώσει την παραγωγή σπερματοζωαρίων.
Ωστόσο «οι επιπλοκές των νοσημάτων του σεξ στην ανδρική γονιμότητα είναι σπάνιες, διότι τα νοσήματα αυτά είναι πιθανότερο να προκαλέσουν συμπτώματα στους άνδρες και έτσι κατά κανόνα αντιμετωπίζονται πιο γρήγορα απ’ ό,τι στις γυναίκες», διευκρινίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος.
Ετήσιος έλεγχος
Τα καλά νέα είναι ότι τα περισσότερα από τα νοσήματα που προαναφέρθηκαν μπορούν να αντιμετωπιστούν, διαφυλάσσοντας έτσι τη γονιμότητα ανδρών και γυναικών. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να διαγνωστούν εγκαίρως.
Τα CDC συνιστούν ετήσιο έλεγχο για χλαμύδια και γονόρροια σε όλες τις σεξουαλικά ενεργές γυναίκες ηλικίας κάτω των 25 ετών.
Πρέπει επίσης να ελέγχονται οι γυναίκες άνω των 25 ετών οι οποίες έχουν παράγοντες κινδύνου. Τέτοιοι παράγοντες είναι οι πολλαπλοί ερωτικοί σύντροφοι, η εναλλαγή ερωτικών συντρόφων και το σεξ με άτομα που πάσχουν από σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα.
Οι άνδρες πρέπει να ελέγχονται εάν εμπλακούν στις παραπάνω συμπεριφορές υψηλού κινδύνου.