Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Πανάδες: Πως θα εξαφανίσετε τις δυσχρωμίες από τον ήλιο


Οι διακοπές τελείωσαν και η επιστροφή στην καθημερινή ρουτίνα είναι γεγονός. Όμως, η παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο σάς άφησε τα... σημάδια της. Αυτά τα σκουρόχρωμα σημάδια στο δέρμα που αποκαλούνται μέλασμα ή, κοινώς, πανάδες.
Οι πανάδες είναι σκούρες αντιαισθητικές κηλίδες, οι οποίες παρουσιάζονται κυρίως στο πρόσωπο, στα χέρια (τα γνωστά age spots) και στο ντεκολτέ, αλλά μπορεί  να εμφανιστούν σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος.
Αφορούν κυρίως (αλλά όχι μόνο) τις γυναίκες, ηλικίας 20-40 ετών και οφείλονται στην κατά τόπους υπερμελάχρωση του δέρματος, λόγω της αυξημένης παραγωγής μελανίνης, ως αποτέλεσμα μιας διαταραχής των μελανοκυττάρων. Η αιτία που συμβαίνει αυτό δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί, όμως, είναι γνωστό ότι διάφοροι παράγοντες, όπως η γονιδιακή προδιάθεση, η λήψη ορισμένων  φαρμάκων, τα αντισυλληπτικά, η εγκυμοσύνη αλλά και η έκθεση στον ήλιο χωρίς προστασία, παίζουν ρόλο.
 «Το καλοκαίρι, ειδικά στην Ελλάδα όπου υπάρχει έντονη ηλιοφάνεια, το πρόβλημα των δυσχρωμιών εντείνεται. Έτσι, μπορεί είτε να δημιουργηθούν πανάδες εκεί που δεν υπάρχουν, είτε να γίνουν πιο έντονες οι ήδη υπάρχουσες.
Εντούτοις, είναι σημαντικό οι σκούρες αυτές κηλίδες να ελέγχονται από ειδικό, έτσι ώστε να διερευνηθεί εάν όντως πρόκειται για πανάδες ή για κάποια σοβαρότερη δερματική βλάβη με παρόμοια χαρακτηριστικά», αναφέρει η Δρ. Αναστασία Σεφέρη–Δανιήλ, MD, PhD, πλαστική χειρουργός στο Νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ, μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πλαστικής Επανορθωτικής και Αισθητικής Χειρουργικής (HESPRAS).
Ανάλογα με το βάθος της εντόπισης της μελανίνης, οι πανάδες μπορεί να ανήκουν στον επιδερμικό τύπο, όπου οι βλάβες είναι επιφανειακές, στον δερματικό που αφορά σε μεγαλύτερου βάθους βλάβες και το μικτό τύπο, με τις βλάβες να εμφανίζονται σε βαθύτερα στρώματα της επιδερμίδας. Η συντριπτική πλειονότητα των περιστατικών (70%) ανήκει στην πρώτη κατηγορία, η οποία  προφανώς είναι και η πιο εύκολα αντιμετωπίσιμη.
Σύγχρονες μέθοδοι αντιμετώπισης


Η θεραπεία των πανάδων παραδοσιακά δεν θεωρούταν εύκολη,  λόγω της ιδιαίτερης παθογένειάς της και των συχνών υποτροπών. Εντούτοις, σήμερα, με τη χρήση των σύγχρονων εργαλείων είναι πιο αποτελεσματική από ποτέ.
«Η αντιμετώπιση των πανάδων, σήμερα γίνεται με τη χρήση μηχανημάτων και ενέσιμης μεσοθεραπείας.
Τα μηχανήματα περιλαμβάνουν λέιζερ και ραδιοσυχνότητες, τα οποία, εξαχνώνουν την στοιβάδα του δέρματος όπου εντοπίζεται το πρόβλημα, αφαιρώντας παράλληλα το πλεόνασμα της μελανίνης. Τα τελευταίας γενιάς μηχανήματα αφαιρούν την πανάδα γρήγορα και χωρίς να αφήνουν σημάδια, επιτρέποντας έτσι την άμεση επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες.
Όσον αφορά στην ενέσιμη μεσοθεραπεία, αυτή συνίσταται στην έγχυση υλικών (βιταμίνες, ιχνοστοιχεία κ.ά.), που περιορίζουν τη παραγωγή μελανίνης», εξηγεί η Δρ.  Σεφέρη–Δανιήλ.
Το πρωτόκολλο της θεραπείας μπορεί να περιλαμβάνει λέιζερ ή/και ραδιοσυχνότητες ή/και ενέσιμη μεσοθεραπεία, ενώ το ποσοστό της επιτυχίας είναι αντιστρόφως ανάλογο με τη βαρύτητα του προβλήματος.
« Όταν οι πανάδες περιορίζονται στην εξωτερική στοιβάδα του δέρματος και η έκταση είναι μικρή, η αντιμετώπισή τους είναι πιο εύκολη και σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Αντίθετα, όταν το πρόβλημα έχει προχωρήσει, απαιτείται περισσότερος χρόνος», εξηγεί η ειδικός.
Ανάλογα με τη βαρύτητα του προβλήματος, ο αριθμός των συνεδριών μπορεί να κυμαίνεται από μία έως τρεις, με μεσοδιάστημα δύο εβδομάδων.
Μετά την θεραπεία συνταγογραφείται η ενυδατική κρέμα και το αντηλιακό που πρέπει να χρησιμοποιούνται και ο θεραπευόμενος επιστρέφει στις καθημερινές δραστηριότητές του.
Όταν η πανάδα είναι βαθιά, τις πρώτες ημέρες (2-4 24ωρα) απαγορεύεται η χρήση λοσιόν καθώς και ορισμένων καλλυντικών.
«Η αντιμετώπιση των υπαρχουσών πανάδων, δρα προληπτικά και για το μέλλον. Η αντηλιακή προστασία παίζει καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση και την έκβαση της διαταραχής. Εντούτοις, υπάρχουν και οργανισμοί που δημιουργούν πανάδες παρόλο που χρησιμοποιούν αντηλιακό. Σε αυτήν την περίπτωση μιλάμε για πανάδες γονιδιακού τύπου, οι οποίες παρουσιάζουν συχνές υποτροπές και απαιτείται ένα πιο εντατικό θεραπευτικό πλάνο», καταλήγει η Δρ. Σεφέρη Δανιήλ.