Ο ρυθμιζόμενος γαστρικός δακτύλιος επινοήθηκε το 1983 από τον Lubomir Kuzmak και εφαρμόστηκε πρώτη φορά λαπαροσκοπικά το 1992 από τον Δρ. Mitiku Belachew. Τοποθετείται κοντά στον οισοφάγο, δίνοντας σχήμα κλεψύδρας στο στομάχι και περιορίζοντας δραστικά την ποσότητα τροφής που μπορεί να δεχθεί»,
Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017
Νοσογόνος Παχυσαρκία: Γιατί ο γαστρικός δακτύλιος αποτυγχάνει;
Η
παχυσαρκία έχει χαρακτηριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) ως
επιδημία. Και όχι άδικα, αν σκεφτεί κανείς ότι τα τελευταία 40 χρόνια έχει
αυξηθεί δραματικά ο αριθμός των παχύσαρκων, από 105 εκατομμύρια το 1975 σε 641
εκατομμύρια το 2014. Δεν πρόκειται απλώς για πρόβλημα καλαισθησίας, αλλά για
μια πραγματική ασθένεια, ειδικά στη νοσογόνο μορφή της (Δείκτης Μάζας Σώματος
>35), µε τρομακτικές επιπτώσεις στην υγεία, στην ικανότητα προς εργασία, στην
κοινωνικότητα, καθώς και στην ποιότητα και διάρκεια ζωής.
Ωστόσο,
τα τελευταία 15 χρόνια, χάρη στη διάδοση της Λαπαροσκόπησης στην καθημερινή
χειρουργική πρακτική, η Βαριατρική παρέχει αξιόπιστες λύσεις στην αντιμετώπιση
της παχυσαρκίας. Μάλιστα, την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ο γαστρικός
δακτύλιος αναδείχθηκε σε δημοφιλή χειρουργική τεχνική για την απώλεια των
πολλών κιλών σε άτομα με ΔΜΣ >35-49.
«Ο
γαστρικός δακτύλιος είναι ένα εμφυτεύσιµο, απολύτως βιοσυμβατό υλικό,
κατασκευασμένο από καθαρή ιατρική σιλικόνη, το οποίο αποτελείται από 3 μέρη: το
δακτύλιο της σιλικόνης, που στην εσωτερική πλευρά του έχει τον υδροθάλαμο, το
“port”, το οποίο είναι ένα μικρό αντικείμενο από τιτάνιο που τοποθετείται κάτω
από το δέρμα και στο οποίο γίνονται οι εγχύσεις φυσιολογικού ορού για τη
ρύθμιση, και ένα λεπτό σωλήνα σιλικόνης, ο οποίος συνδέει τα δύο προηγούμενα
μέρη.
Ο ρυθμιζόμενος γαστρικός δακτύλιος επινοήθηκε το 1983 από τον Lubomir Kuzmak και εφαρμόστηκε πρώτη φορά λαπαροσκοπικά το 1992 από τον Δρ. Mitiku Belachew. Τοποθετείται κοντά στον οισοφάγο, δίνοντας σχήμα κλεψύδρας στο στομάχι και περιορίζοντας δραστικά την ποσότητα τροφής που μπορεί να δεχθεί»,
Ο ρυθμιζόμενος γαστρικός δακτύλιος επινοήθηκε το 1983 από τον Lubomir Kuzmak και εφαρμόστηκε πρώτη φορά λαπαροσκοπικά το 1992 από τον Δρ. Mitiku Belachew. Τοποθετείται κοντά στον οισοφάγο, δίνοντας σχήμα κλεψύδρας στο στομάχι και περιορίζοντας δραστικά την ποσότητα τροφής που μπορεί να δεχθεί»,
εξηγεί
ο Δρ. Δημήτρης Σ. Μουσιώλης, Γενικός Χειρουργός-Βαριατρική Χειρουργική,
Λαπαροσκοπική Χειρουργική, Ορθοπρωκτική Χειρουργική www.dmousiolis.gr
Και
συμπληρώνει: «Η τοποθέτηση του γαστρικού δακτυλίου γίνεται λαπαροσκοπικά, υπό
γενική αναισθησία. Η θέση όπου τοποθετείται έχει μεταβληθεί αρκετά στην πορεία
του χρόνου. Αρχικά ο δακτύλιος περιέβαλλε το στομάχι αρκετά χαμηλά, αφήνοντας
ένα μεγάλο γαστρικό θύλακο, όπου αποθηκευόταν η τροφή. Τα κακά αρχικά
αποτελέσματα οδήγησαν σε αναθεώρηση της τεχνικής με το δακτύλιο να τοποθετείται
όλο και πιο κοντά στον οισοφάγο, αφήνοντας ελάχιστο χώρο πάνω από το σημείο
σύσφιξης. Σκοπός είναι η επέμβαση να προκαλεί δυσφαγία και να αποθαρρύνεται η
βουλιμία».
Πρόκειται
για μια επέμβαση που αλλάζει εντελώς τις διατροφικές συνήθειες του ασθενή,
καθώς πρέπει πλέον να καταργήσει τροφές από το διαιτολόγιό του (όλες τις
μαλακές τροφές και υγρά που είναι πλούσια σε ζάχαρη και λιπαρά και «ξεγελούν»
το δακτύλιο, αφού τον διαπερνούν με μεγάλη ευκολία και ο ασθενής συνεχίζει να
τρώει έως ότου χορτάσει), να αφιερώσει χρόνο στα γεύματά του μασώντας καλά τις
τροφές, να μην καταναλώνει υγρά κατά τη διάρκεια των γευμάτων και να σταματά το
φαγητό μόλις αισθανθεί κορεσμό.
«Αυτοί
οι διατροφικοί κανόνες πρέπει να γίνουν κυριολεκτικά κανόνας ζωής, διαφορετικά
εμφανίζονται εμετοί, οι οποίοι θέτουν σε κίνδυνο το αποτέλεσμα της επέμβασης.
Εάν δεν έχετε σκοπό να συμμορφωθείτε με αυτούς τους κανόνες, τότε είναι
προτιμότερο να μην προχωρήσετε με την επέμβαση της τοποθέτησης του γαστρικού
δακτυλίου», υπογραμμίζει ο Δρ. Μουσιώλης.
Οι
ασθενείς µε γαστρικό δακτύλιο πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά μέχρι να σταθεροποιηθεί
το βάρος τους, επισκεπτόμενοι ανά τρίμηνο το θεράποντα ιατρό, προκειμένου αυτός
να ρυθμίζει (να σφίγγει ή να χαλαρώνει) το δακτύλιο, ανάλογα με την πρόοδο. Η
μέση απώλεια βάρους είναι 4 κιλά ανά μήνα και το οριστικό αποτέλεσμα
επιτυγχάνεται σε περίπου 18 μήνες. Έτσι, αν ένας ασθενής ζυγίζει αρχικά 100
κιλά πάνω από το φυσιολογικό, µε το δακτύλιο θα χάσει έως και 70 κιλά σε
περίπου 18 μήνες.
Σύμφωνα
με τον ειδικό, τα πλεονεκτήματα του ρυθμιζόμενου γαστρικού δακτυλίου είναι ότι
τοποθετείται λαπαροσκοπικά, χωρίς επώδυνες και αντιαισθητικές τομές, με τη
χειρουργική διαδικασία να διαρκεί περίπου 1 ώρα. Ακολουθεί νοσηλεία 24 ωρών,
ενώ το στομάχι παραμένει σχετικά ανέπαφο και η ρύθμιση του δακτυλίου θεωρείται
εύκολη.
«Όμως,
στην πορεία του χρόνου έχουμε παρατηρήσει μια σειρά σοβαρών προβλημάτων. Τα
συχνότερα είναι: η διάταση της “τσέπης” που δημιουργείται πάνω από το δακτύλιο,
κυρίως λόγω λήψης υπερβολικής ποσότητας φαγητού, το “γλίστρημα” του δακτυλίου,
το οποίο είναι στην πραγματικότητα γλίστρημα του στομάχου και όχι του
δακτυλίου, και το οποίο οφείλεται στους συχνούς εμετούς, και η διάβρωση του
στομάχου, η οποία είναι σπάνια (λιγότερο από 2%), κατά την οποία ένα μέρος του
δακτυλίου περνά μέσα στο στομάχι. Αυτό είναι ανώδυνο, πλην όμως ο δακτύλιος χάνει
την αποτελεσματικότητά του και πρέπει να αφαιρεθεί. Υπάρχουν και περιπτώσεις
όπου η κακή ρύθμιση του δακτυλίου ή βουλιμικά επεισόδια που συνοδεύονται από
εμετούς ενδέχεται να οδηγήσουν σε σημαντική διάταση του οισοφάγου. Η διάταση
παίρνει τη μορφή “ψευδοαχαλασίας”, και όταν επιβεβαιωθεί, απαιτείται αμέσως να
ανοίξει ο δακτύλιος και στη συνέχεια να αφαιρεθεί. Η επιπλοκή δεν είναι συχνή,
αλλά πρέπει να αντιμετωπίζεται με μεγάλη σοβαρότητα από τον ασθενή και τον
θεράποντα χειρουργό», σημειώνει ο Δρ. Δημήτρης Μουσιώλης.
Έτσι,
παρά τη μεγάλη διάδοση του γαστρικού δακτυλίου αρχικά, το συνολικό ποσοστό
επιτυχίας ως προς την απώλεια βάρους είναι μικρό και δεν ξεπερνά το 30-40% σε
ορίζοντα πενταετίας. Ο δακτύλιος έχει πλέον περιορισμένες ενδείξεις και οι
περισσότεροι ειδικοί Βαριατρικής Χειρουργικής δεν τον συνιστούν πια.
«Ο
λόγος είναι ότι ο έλεγχος των κιλών είναι δύσκολος και ο στόχος σπάνια
επιτυγχάνεται. Επίσης, λόγω προβλημάτων που προκύπτουν με την πάροδο του χρόνου
πολλές συσκευές πρέπει να αφαιρεθούν. Με την αφαίρεση του γαστρικού δακτυλίου η
όποια απώλεια βάρους είχε επιτευχθεί χάνεται, αφού οι περισσότεροι ασθενείς
επιστρέφουν στο αρχικό τους βάρος. Να προσθέσουμε εδώ ότι, ενώ η αφαίρεση του
δακτυλίου γίνεται κι αυτή λαπαροσκοπικά, μπορεί να αποδειχθεί τεχνικά δύσκολη,
καθώς ο χειρουργός πρέπει να έχει μεγάλη πείρα στη συγκεκριμένη διαδικασία και
να γνωρίζει τους διάφορους τύπους δακτυλίου και τα τεχνικά τους
χαρακτηριστικά», λέει ο Δρ. Μουσιώλης.
Κι ενώ
εύκολα κάποιος θα σκεφτεί ότι μετά την αποτυχία του γαστρικού δακτυλίου ο
ασθενής μπορεί να στραφεί σε άλλη βαριατρική τεχνική απώλειας βάρους, τα
πράγματα δεν είναι τόσο απλά. «Ο εξειδικευμένος στη Βαριατρική χειρουργός θα
εξετάσει κατά πάσαν πιθανότητα την περίπτωση να προχωρήσει σε γαστρεκτομή ή
παράκαμψη. Όμως, μελέτες έχουν δείξει ότι οι διπλές επεμβάσεις συνοδεύονται από
μεγαλύτερο ποσοστό επιπλοκών. Έτσι, όταν η αφαίρεση του γαστρικού δακτυλίου
γίνεται σε επείγουσα βάση (π.χ., μεγάλη ολίσθηση), καλό είναι να αποφεύγεται
στον ίδιο χρόνο άλλη βαριατρική επέμβαση. Όταν η αφαίρεση γίνεται
προγραμματισμένα, μπορεί να συνδυαστεί με άλλη βαριατρική τεχνική έπειτα από
συνεννόηση με τον ασθενή», καταλήγει ο ειδικός.