Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΩΣΙΝΟΥ: Νέο φωτογραφικό υλικό από το ανακαινισμένο μοναστήρι


Ιερά Μονή Σωσίνου

Το μοναστήρι της Ιεράς Μονής Σωσίνου είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Κτίστηκε από τον Ιωάννη Σιμωτά το 1598 πάνω στα ερείπια άλλου Βυζαντινού μοναστηριού, που χρονολογείται γύρω στο 1430. Ενδεχομένως ο ιδρυτής του να λεγόταν Σώσινος, από τον οποίο πήρε την ονομασία του.
Ο Σιμωτάς ήταν επιχειρηματίας στη Βλαχία στις αρχές του 17ου αιώνα και κατάστησε το μοναστήρι θρησκευτικό και εκπαιδευτικό κέντρο. Εδώ ήκμασε η σχολή Σωσίνου που ο Ιωάννης Λαμπρίδης ονόμασε "φωτοβόλο εστία της Ηπείρου" και σε αυτή για 126 ολόκληρα χρόνια καλλιεργήθηκαν τα γράμματα, όχι μόνο τα θεολογικά αλλά και η αρχαία ελληνική γραμματεία καθώς και τα λατινικά.
Μεταξύ των κορυφαίων διδασκάλων της ήταν ο Δανιήλ, Μητροπολίτης στην αρχή Τομοράβας και Πρεσλάβας, παλιάς πρωτεύουσας της Βουλγαρίας, και στη συνέχεια ηγούμενος και καθηγητής στο Σώσινο, ο πιο μορφωμένος απ΄  όλους τους διδάξαντες καθηγητές στη Σχολή Σωσίνου.
 Οι τοιχογραφίες του ναού χρονολογούνται στα 1602.Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο παραστάσεις στο ιερό και στο νάρθηκα με τις μορφές των κτητόρων της μονής. Πρόκειται για τον Ιωάννη Σιμωτά, τον Ιωάννη και Εμμανουήλ Κονδαράτο και τον Ιωαννάκη Κυρίτζη.
Τοιχογραφίες ναό έγιναν και κατά το έτος 1838. 
Η μονή διέθετε μεγάλη και σημαντική βιβλιοθήκη.
Το μεγαλύτερο μέρος των κελιών, το αρχονταρίκι καθώς και η στέγη, ανακατασκευάστηκαν το 2008 από την τότε Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, υπό την επίβλεψη των Αρχαιολογικών Υπηρεσιών, ενώ πολλές συμπληρωματικές εργασίες στον περιβάλλοντα χώρο εκτελέστηκαν από την Ιερά Μονή.
Εκτός από το καθολικό, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η στεγασμένη στέρνα της μονής. Το συγκρότημα περιβάλλεται από ψηλό πέτρινο περιβαλλότοιχο.

ΜΟΝΗ ΣΩΣΙΝΟΥ
  Η Μονή Σωσίνου βρίσκεται πάνω σε κατάφυτο λόφο μεταξύ των χωριών Άνω και Κάτω Παρακάλαμος και είναι αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Η μονή προσεγγίζεται μέσω χωματόδρομου κακής βατότητας. Πολύ πιθανόν η μονή να ιδρύθηκε κατά τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους (πριν το 1430). Στη σημερινή της μορφή ανακαινίσθηκε εκ βάθρων το 1598 από τον Ιωάννη Σιμωτά. Συνκτήτορες (ή ίσως συνέβαλαν μόνο στην τοιχογράφηση) ήταν οι Ιωάννης και Εμμανουήλ, οι Κονδαράτοι.
Το καθολικό της Μονής υψώνεται στη μέση του συγκροτήματος, το οποίο έχει έντονο φρουριακό χαρακτήρα. Πρόκειται για ναό σταυροειδή εγγεγραμμένο αγορείτικου αρχιτεκτονικού τύπου, με πολυγωνικό τρούλο ο οποίος στηρίζεται εσωτερικά σε τέσσερις κίονες.
Τα γωνιακά διαμερίσματα καλύπτονται με φουρνικά.
Η τοιχοδομία του ναού είναι λιθοδομή σε οριζόντιες στρώσεις.
Ο ναός κτίσθηκε το 1598 και αμέσως μετά κτίστηκε ο νάρθηκας (μεταξύ 1598 και 1601/2), ενώ ο εξωνάρθηκας κτίσθηκε πιθανότατα το 1747.
Εσωτερικά ο ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες.
Η πρώτη φάση της τοιχογράφησης της εκκλησίας χρονολογείται το 1601/2, και έγινε μάλλον από Χιοναδίτες ζωγράφους. Η δεύτερη τοιχογράφηση είναι του 1838, έργο των ζωγράφων Δημητρίου και Χριστοδούλου από τα Δολιανά.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα και των δύο φάσεων είναι το τυπικό. Στο Ιερό και το νάρθηκα σώζονται παραστάσεις των τριών κτητόρων. Ο ναός κοσμείται επίσης με ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Στην βόρεια και την νότια πλευρά του μοναστηριού υπήρχαν διώροφα κελιά, ενώ στην ανατολική και τη δυτική τριώροφα. Ελάχιστα από αυτά σώζονται σήμερα, στην νοτιοανατολική πλευρά, τα οποία έχουν επισκευαστεί.
Επίσης σώζεται ο εξωτερικός και ιδιαίτερα επιβλητικός τοίχος της ανατολικής πλευράς.

Στο μοναστήρι υπάρχει πηγάδι/στέρνα, όπου συλλέγονται τα νερά από τη στέγη του καθολικού.