Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

Γυναικεία γονιμότητα: Επηρεάζεται από τη ζέστη;

 


Τα οφέλη του ήλιου στην υγεία δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα, αφού βοηθά στην καλή λειτουργία του οργανισμού. Άλλο, όμως, ο ανοιξιάτικος ήλιος με τις ήπιες θερμοκρασίες και άλλο οι καύσωνες του καλοκαιριού. Οι υψηλές θερμοκρασίες που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια έχουν αρνητική επίδραση μεταξύ άλλων και στη γονιμότητα και τα ποσοστά γεννήσεων. Η έρευνα δείχνει ότι καθώς η κλιματική αλλαγή θα αυξάνει τις θερμοκρασίες, τον αριθμό και τη σφοδρότητα των κυμάτων καύσωνα, η ικανότητα των γυναικών να συλλαμβάνουν και να γεννούν υγιή παιδιά θα πλήττεται όλο και περισσότερο.

«Η κλιματική αλλαγή είναι η μεγαλύτερη παγκόσμια απειλή σήμερα, με την επακόλουθη παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος να έχει άμεσο αντίκτυπο και στην υγεία. Επιστημονικά στοιχεία υποστηρίζουν ότι στα επόμενα 50 χρόνια η έκθεση σε ακραία ζέστη θα τετραπλασιαστεί συγκριτικά με έναν αιώνα πριν, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ιδιαίτερα από τις γυναίκες που καθυστερούν τη μητρότητα και την επιδιώκουν όταν ήδη έχει μειωθεί η λειτουργία των ωοθηκών τους. Διότι το θερμικό στρες προκαλεί βλάβη στα ωάρια, στην ποιότητά τους και βλάπτει την ωορρηξία», προειδοποιεί ο εξειδικευθείς στη Γυναικολογική Ενδοκρινολογία, την Υπογονιμότητα και την Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, Μαιευτήρας Γυναικολόγος Δρ Ιωάννης Παπακωνσταντίνου.

Αν και χρειάζονται περισσότερες μελέτες που να εξετάζουν τη βαθύτερη σχέση μεταξύ θερμοκρασίας περιβάλλοντος και γονιμότητας στον άνθρωπο, από τα μέχρι σήμερα δεδομένα φαίνεται ότι οι γυναίκες είναι δυσκολότερο να συλλάβουν όταν εκτίθενται παρατεταμένα σε ακραία θερμά περιβάλλοντα.

Οι δημογραφικές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι ο ζεστός καιρός προκαλεί σημαντική μείωση στα ποσοστά γεννήσεων 8 έως 10 μήνες αργότερα. Το ίδιο ισχύει άλλωστε και για άλλα θηλαστικά, για τα οποία είναι καλά τεκμηριωμένο ότι οι υψηλές θερμοκρασίες επηρεάζουν τη γονιμότητά τους και σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στην επίδρασή τους στην αναπτυξιακή ικανότητα των ωαρίων.

Μια από τις τελευταίες μελέτες πραγματοποιήθηκε από Αμερικανούς ερευνητές, οι οποίοι θέλησαν να διερευνήσουν, σε γυναίκες που αναζητούσαν θεραπεία υπογονιμότητας, εάν η υπερβολική ζέστη επηρεάζει τον αριθμό των ωοθυλακίων του άντρου (στάδιο ανάπτυξής τους). Πρόκειται για μια αξιόπιστη μέτρηση του ωοθηκικού αποθέματος που διενεργείται για τη διερεύνηση της υπογονιμότητας και του αναπαραγωγικού δυναμικού, ιδίως σε γυναίκες άνω των 30, προκειμένου τα αποτελέσματα να ληφθούν υπόψη στον προγραμματισμό μιας εγκυμοσύνης. Πραγματοποιείται απαραιτήτως και πριν από την έναρξη ενός κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης, για να αξιολογηθεί η απάντηση των ωοθηκών στα πρωτόκολλα διέγερσης.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες σχετίζεται με χαμηλότερο απόθεμα ωοθυλακίων. Μια αύξηση 1°C στη μέση μέγιστη θερμοκρασία κατά τη διάρκεια των 90 ημερών πριν από τη εξέταση συσχετίστηκε με -1,6% χαμηλότερο αριθμό ωοθυλακίων σε φάση άντρου. Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι η σταθερή αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας, λόγω της κλιματικής αλλαγής μπορεί να οδηγήσει σε επιτάχυνση της αναπαραγωγικής γήρανσης των γυναικών, φωτογραφίζοντας εμμέσως τις σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει στο μελλοντικό μέγεθος και στη δομή του πληθυσμού. 

«Το θερμικό στρες μπορεί να αλλάξει την ορμονική ισορροπία και τον εμμηνορροϊκό κύκλο- να προκαλέσει ακόμα και αμηνόρροια. Έχει επιπτώσεις όμως και μετά από τη σύλληψη στο έμβρυο. Η απελευθέρωση προσταγλανδίνης ή ωκυτοκίνης που προκαλείται από αφυδάτωση, μπορεί να γίνει αιτία συσπάσεων και πρόωρου τοκετού. Είναι επίσης πιθανό να οδηγήσει σε ανώμαλη ροή αίματος και στη συνέχεια σε ανεπάρκεια πλακούντα και ανώμαλη ανάπτυξη του εμβρύου, αυξημένο κίνδυνο αποκόλλησης ή χαμηλό αμνιακό υγρό, που είναι λόγοι θνησιγένειας», εξηγεί ο Δρ Παπακωνσταντίνου και προσθέτει:

«Η θερμοκρασία είναι, βέβαια, μόνο ένας από τους πολλούς παράγοντες που επηρεάζουν τη γονιμότητα. Οι συνηθέστερες αιτίες αδυναμίας σύλληψης μετά από εντατική προσπάθεια είναι η ύπαρξη συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, δυσλειτουργίας του υποθαλάμου, ωοθηκικής ανεπάρκειας, βλάβης στις σάλπιγγες, ενδομητρίωσης, ανατομικών ανωμαλιών, ινομυωμάτων και πολυπόδων.

Δυσκολία τεκνοποίησης φέρνουν και κάποιες προσωπικές επιλογές, όπως το κάπνισμα, το οποίο προκαλεί βλάβες στη μήτρα και στις σάλπιγγες, το αλκοόλ, το σεξ χωρίς προφυλάξεις με διαφορετικούς συντρόφους που πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες λοίμωξης από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και η κακή διατροφή που αυξάνει το σωματικό βάρος, επίσης σημαντικό παράγοντα υπογονιμότητας.

Φαινόμενο της εποχής μας ωστόσο είναι η υπογονιμότητα που οφείλεται σε καθυστερημένη (συχνά δικαιολογημένη) απόφαση των γυναικών να αποκτήσουν παιδιά σε μεγάλη ηλικία. Αλλά, μετά τα 35 τόσο ο αριθμός όσο και η ποιότητα των ωαρίων μειώνεται. Η πιθανότητα εγκυμοσύνης με φυσικό τρόπο πέφτει στο μισό σχεδόν, οπότε η μοναδική επιλογή είναι η  σύλληψη με τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Ο τομέας αυτός έχει κάνει τεράστια πρόοδο τις τελευταίες τρεις δεκαετίες καθώς έχουν αναπτυχθεί νέες εξετάσεις, τεχνικές και φάρμακα, δίνοντας την ευκαιρία σε πολλά ζευγάρια που δεν είχαν παλαιότερα επιλογές, να συλλάβουν και να γεννήσουν δικά τους υγιή παιδιά.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η πιο αποτελεσματική τεχνική, κατά την οποία χρησιμοποιούνται είτε ωάρια και σπέρμα του ζευγαριού, είτε δότη. Ως διαδικασία διαρκεί περίπου 2 έως 3 εβδομάδες και απαιτεί τη συλλογή ώριμων ωαρίων, τη γονιμοποίησή τους σε εργαστήριο και τη τοποθέτηση των εμβρύων στη μήτρα.

Το ποσοστό επιτυχίας εξαρτάται από την αιτία της υπογονιμότητας, την ηλικία της γυναίκας (όσο νεότερη είναι τόσο περισσότερες οι πιθανότητες) καθώς και από τους κύκλους διέγερσης.

Γι’ αυτό οι γυναίκες που επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά πρέπει από νωρίς να ακολουθούν έναν υγιεινό τρόπο ζωής, να μην καπνίζουν, να μην καταναλώνουν αλκοόλ, να ασκούνται, να κάνουν καλή διατροφή, να έχουν φυσιολογικό βάρος και να αποφεύγουν την έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες.

Όσες γνωρίζουν δε την ύπαρξη παθήσεων που εμποδίζουν μια εγκυμοσύνη δεν πρέπει να καθυστερούν, αλλά να παίρνουν την απόφαση όσο είναι ακόμα νέες για να αυξήσουν τις πιθανότητες απόκτησης παιδιών», καταλήγει ο Δρ Παπακωνσταντίνου.