Οι συνθήκες που επικρατούν εν ώρα εργασίας και η φύση
της επαγγελματικής δραστηριότητας επηρεάζουν το ανθρώπινο αναπαραγωγικό
σύστημα. Ενώ κάποιες το θέτουν σε κίνδυνο, άλλες το προάγουν. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε
στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Human
Reproduction, υποδεικνύει ότι
οι άνδρες που η δουλειά τους απαιτεί να σηκώνουν ή μετακινούν βαριά αντικείμενα
βελτιώνουν σημαντικά το αναπαραγωγικό δυναμικό τους.
Συγκεκριμένα, από τη μελέτη, που αποτελεί μέρος μιας
μεγαλύτερης, της EARTH, που πραγματοποιείται από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας
του Harvard και του Mass General Brigham για την αξιολόγηση της επίδρασης των
παραγόντων του περιβάλλοντος και του τρόπου ζωής στη γονιμότητα, βρέθηκε ότι οι
σωματικές απαιτήσεις και τα ωράρια εργασίας, επηρεάζουν τις συγκεντρώσεις
σπέρματος και των επιπέδων τεστοστερόνης στον οργανισμό.
«Η επίδραση της άσκησης είναι γνωστό ότι επιφέρει
πολλά οφέλη στον ανθρώπινο οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που
παρατηρούνται στην αναπαραγωγική υγεία. Η τακτική, μέτριας έντασης άσκηση
ρυθμίζει τη διαδικασία παραγωγής του σπέρματος και όσοι την εντάσσουν στο
πρόγραμμά τους έχουν βελτιωμένα επίπεδα ορμονών και παραγωγή σπέρματος
συγκριτικά με άλλους που δεν γυμνάζονται. Συγκεκριμένα, έχουν καλύτερη
μορφολογία, αριθμό και ποσοστά κινητικότητας. Η άσκηση μπορεί επίσης να
αναστρέψει καταστάσεις που προκαλούν υπογονιμότητα και συνδέονται με τον τρόπο
ζωής, όπως η παχυσαρκία και ο διαβήτης.
εν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη ότι η σωματική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της εργασίας επηρεάζει θετικά την γονιμότητα», μας εξηγεί ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.
Η τελευταία αυτή μελέτη περιέλαβε 377 άνδρες που μαζί
με τις συντρόφους τους αναζητούσαν θεραπεία υπογονιμότητας, οι οποίοι είχαν
εγγραφεί στη μελέτη Environment and Reproductive Health (EARTH) μεταξύ 2005 και
2019. Ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν τα 36 έτη και το 87% αυτών ανήκαν στην
καυκάσια φυλή. Οι ερευνητές συνέλεξαν τις πληροφορίες σχετικά με το αν στην
εργασία τους σήκωναν ή μετακινούσαν βαριά αντικείμενα, εργάζονταν τυπικό πρωινό
8ωρο ή σε κυλιόμενο ωράριο και το επίπεδο σωματικής άσκησης στην εργασία μέσω
ενός ερωτηματολογίου. Επίσης, εξέτασαν τα δείγματα σπέρματος που έλαβαν σύμφωνα
με τις κατευθυντήριες γραμμές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Το 12% των συμμετεχόντων ανέφερε ότι σήκωνε ή
μετακινούσε συχνά βαριά αντικείμενα στη δουλειά του, το 6% έκανε βαριά σωματική
άσκηση και το 9% ανέφερε βραδινές ή εναλλασσόμενες βάρδιες. Οι άνδρες που
ανέφεραν ότι συχνά σήκωναν ή μετακινούσαν βαριά αντικείμενα είχαν 46%
υψηλότερες συγκεντρώσεις σπέρματος και 44% υψηλότερους συνολικούς αριθμούς σε
σύγκριση με εκείνους που η φύση της εργασίας τους δεν απαιτούσε να σηκώνουν ή
μετακινούν βαριά αντικείμενα. Παρόμοια αποτελέσματα βρέθηκαν για τους άνδρες
που εργάζονταν σε εκ περιτροπής βάρδιες σε σύγκριση με εκείνους που εργάζονταν
μόνο σε πρωινές βάρδιες, καθώς και για τους άνδρες που συμμετείχαν σε βαριά
επίπεδα σωματικής άσκησης στην εργασία, σε σύγκριση με εκείνους με ελαφριά
επίπεδα.
Ανάλογη της έντασης της σωματικής άσκησης στην εργασία
ήταν και η συγκέντρωση τεστοστερόνης. Επίσης, οι άνδρες που
μετακινούσαν/σήκωναν συχνά βαριά αντικείμενα είχαν υψηλότερες συγκεντρώσεις
οιστραδιόλης, σε σύγκριση με εκείνους που δεν το έκαναν ποτέ. Εκείνοι που
εργάζονταν σε απογευματινές/κυλιόμενες βάρδιες είχαν 24% υψηλότερες
συγκεντρώσεις τεστοστερόνης και 45% υψηλότερες συγκεντρώσεις οιστραδιόλης, σε
σύγκριση με τους άνδρες που εργάζονταν σε ημερήσιες βάρδιες.
Επομένως, οι σωματικά απαιτητικές εργασίες και τα
επαγγέλματα με εκ περιτροπής ή βραδινές βάρδιες σχετίζονται με υψηλότερη
λειτουργία των όρχεων, δηλαδή υψηλότερες συγκεντρώσεις και αριθμούς
σπερματοζωαρίων, καθώς και υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης και οιστραδιόλης
στον ορό.
«Η επιβεβαίωση αυτών των ευρημάτων από μεγαλύτερες
μελέτες στο μέλλον, θα ενισχύσει τα στοιχεία που έχουμε για την επίδραση της
άσκησης στην γονιμότητα. Σήμερα παροτρύνουμε τους άνδρες να ασκούνται χωρίς
όμως υπερβολές, αφού η υπερβολική άσκηση μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα,
λόγω της μειωμένης λειτουργίας του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-γονάδες, του
αυξημένου οξειδωτικού στρες και της χρόνιας φλεγμονής», επισημαίνει ο δρ
Λιβάνιος.
Στις μέρες μας η
υπογονιμότητα, δηλαδή η αδυναμία σύλληψης μετά από τουλάχιστον ένα έτος
τακτικής, χωρίς προφυλάξεις σεξουαλικής επαφής, είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα.
Μια παλαιότερη ανάλυση διαπίστωσε ότι ο αριθμός και η ποιότητα του σπέρματος
μειώθηκαν έως και 42% μεταξύ 2000 και 2017. Οι άνδρες εκτιμάται ότι ευθύνονται
για το περίπου στο 50% των περιπτώσεων, αποκλειστικά για το 30% αυτών. Ο
αριθμός των σπερματοζωαρίων, η ποιότητα του σπέρματος και η σεξουαλική λειτουργία
είναι τα συνηθέστερα προβλήματα.
Η έρευνα έχει συνδέσει την ανδρική υπογονιμότητα με
χρόνιες ασθένειες, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις και αυτοάνοσα νοσήματα, γεγονός
που υπογραμμίζει την ανάγκη εύρεσης τρόπων βελτίωσης της ανδρικής
αναπαραγωγικής υγείας.
Είναι, επίσης, ένα
σημαντικό πρόβλημα για τα νεαρά ζευγάρια, που μπορεί να οδηγήσει σε ένα ευρύ
φάσμα άλλων προβλημάτων, όπως άγχος, ανησυχία, κατάθλιψη, οικογενειακή κρίση
και διαζύγιο. Γι’ αυτό όταν οι προσπάθειες ενός ζευγαριού να γίνουν γονείς
αποτυγχάνουν είναι απαραίτητη η διαγνωστική αξιολόγηση.
«Η ανδρική
υπογονιμότητα μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων είναι
ατομικές ή γενετικές ανωμαλίες, διάφορες παθήσεις, λοιμώξεις, τραυματισμοί,
κ.ά. Σε ένα 30-40% των ανδρών με προβλήματα υπογονιμότητας δεν εντοπίζεται
καμία αιτία.
Για την εύρεση του λόγου και τη θεραπεία χρειάζεται
λεπτομερή γνώση του ιατρικού, αναπαραγωγικού και σεξουαλικού ιστορικού, αλλά
και του τρόπου ζωής των υποψήφιων πατέρων, μεταξύ αυτών και του επαγγέλματός τους,
αφού η έρευνα έχει δείξει ότι κάποιες δουλειές επηρεάζουν αρνητικά τη
γονιμότητα, όπως όσα συνεπάγονται έκθεση σε θερμότητα, ιονίζουσα ακτινοβολία,
δονήσεις, φυτοφάρμακα και χημικά.
Γνωρίζοντας αυτές τις παραμέτρους, και διενεργώντας
μια σειρά εξετάσεων, που μπορεί να περιλαμβάνουν ορμονολογικές εξετάσεις,
ανάλυση σπέρματος, γενετικά τεστ, βιοψία όρχεων και απεικονιστικές εξετάσεις ή
ενδεχομένως ακόμα πιο εξειδικευμένες, εντοπίζουμε την αιτία και καθορίζουμε το
θεραπευτικό πλάνο. Ένα ποσοστό ανδρών χρειάζεται φαρμακευτική αγωγή και
σπανιότερα χειρουργική επέμβαση, π.χ. για την αντιμετώπιση της αποφρακτικής
αζωοσπερμίας, προκειμένου να ιαθεί απολύτως η ανδρική υπογονιμότητα.
Στη μεγάλη πλειονότητα όμως το μόνο που χρειάζεται
είναι να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους. Να περιορίσουν το κάπνισμα και το
αλκοόλ, να τρώνε ποιοτικά και να διατηρούν το βάρος τους σε φυσιολογικά
επίπεδα, να αποφεύγουν επιβλαβείς ουσίες και συνθήκες στην εργασία τους, να
βελτιώσουν τη συχνότητα και τον χρόνο σεξουαλικών επαφών, να περιορίσουν την
καθιστική ζωή και να ασκούνται συστηματικά», καταλήγει ο δρ Λιβάνιος.