Η αναπνοή αποκλειστικά από τη μύτη προστατεύει από
τις επιπτώσεις της εισπνοής των επικίνδυνων μικροσωματιδίων που περιέχονται
στον μολυσμένο ατμοσφαιρικό αέρα.
Είναι ο πιο απλός και φυσικός τρόπος άμυνας
του οργανισμού από την αιθαλομίχλη που υπό συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες
εμφανίζεται στον ουρανό των πόλεων τον χειμώνα, λόγω της καύσης ξύλων στα
τζάκια και τις σόμπες.
«Τα αναμμένα τζάκια είναι για πολλούς
συνυφασμένα με τη γιορτινή ατμόσφαιρα
των Χριστουγέννων. Προδιαθέτουν σε μια οικογενειακή ατμόσφαιρα ζεστή και
φιλόξενη.
Όμως, ο καπνός που παράγουν συμβάλλει σημαντικά στη μείωση της
ποσότητας του οξυγόνου στον αέρα και έχει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία,
ιδιαίτερα όσων πάσχουν από αναπνευστικές νόσους και καρδιαγγειακές παθήσεις»,
επισημαίνει ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.
Βέβαια, τα τζάκια δεν είναι η μοναδική πηγή
μόλυνσης του αέρα.
Η αιθαλομίχλη προκαλείται και από τις εξατμίσεις των
αυτοκινήτων, τη βιομηχανική δραστηριότητα και τις πυρκαγιές.
Ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι
περισσότεροι από 7 εκατομμύρια πρόωροι θάνατοι ετησίως έχουν τα αίτιά
τους στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Ο λόγος είναι ότι η εισπνοή μικροσκοπικών
σωματιδίων μπορεί να ενεργοποιήσει τη φλεγμονή στους πνεύμονες και στο
κυκλοφορικό σύστημα.
Μια μελέτη φοιτητών στη Σαγκάη έδειξε ότι οι βιοδείκτες
φλεγμονής τους σημείωσαν αισθητή επιδείνωση μετά από μόλις δύο ημέρες έκθεσης
σε αερομεταφερόμενα σωματίδια.
Οι ρύποι που προκαλούν μεγαλύτερη ανησυχία για τη
δημόσια υγεία περιλαμβάνουν αιωρούμενα σωματίδια όπως, το όζον, το διοξείδιο
του αζώτου και το διοξείδιο του θείου.
Τα σωματίδια διεισδύουν στους πνεύμονες
και εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος επιφέροντας καρδιαγγειακές,
εγκεφαλικές και αναπνευστικές επιπτώσεις.
Τουλάχιστον το 70% των πρόωρων
θανάτων οφείλονται σε καρδιακές προσβολές και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια.
Το
2013, τα αιωρούμενα σωματίδια θεωρήθηκαν ως αιτία καρκίνου του πνεύμονα από τον
Διεθνή Οργανισμό για την Έρευνα στον Καρκίνο (IARC) του Παγκόσμιου Οργανισμού
Υγείας.
Στις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες τόσο η
μακροπρόθεσμη όσο και η βραχυπρόθεσμη έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί
να οδηγήσει σε δυσχέρεια αναπνευστικής λειτουργίας, αναπνευστικές λοιμώξεις και
επιδεινούμενο άσθμα.
Οι έγκυες έχει
διαπιστωθεί ότι όταν εισπνέουν μολυσμένο αέρα διακινδυνεύουν το σωματικό βάρος
του παιδιού τους να είναι χαμηλό και να γεννήσουν πρόωρα. Υπάρχουν δε ολοένα
αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι ατμοσφαιρικοί ρύποι μπορεί να επηρεάσουν τη
νευρολογική ανάπτυξη των παιδιών.
«Η απουσία ορατού νέφους δεν αποτελεί ένδειξη ότι η
ατμόσφαιρα είναι καθαρή. Κάθε χρόνο γίνονται μετρήσεις στην Αθήνα και σε άλλες
πόλεις και διαπιστώνεται ότι οι τοξικοί ρύποι στον αέρα υπερβαίνουν τις μέσες
τιμές που συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Και δυστυχώς, παρά τις
προειδοποιήσεις των αρχών, ελάχιστα γίνονται για την πρόληψη σχηματισμού της
αιθαλομίχλης. Αφού, λοιπόν, δεν μπορούμε να φροντίσουμε για την ποιότητα του
αέρα που αναπνέουμε, η μοναδική επιλογή μας είναι να ελέγξουμε τον τρόπο που
αναπνέουμε», τονίζει ο Δρ. Μοιρέας. «Δηλαδή, να μην αναπνέουμε από το στόμα,
αλλά μόνο από τη μύτη, όπως θα έπρεπε φυσιολογικά». Και αυτό διότι η μύτη στην
είσοδό της διαθέτει τριχίδια που σκοπό έχουν την παγίδευση αιωρούμενων
σωματιδίων με τον αναπνεόμενο αέρα. Είναι
επενδυμένη με προβολές από βλεννογόνο που εμποδίζουν ξένα σώματα να
εισέλθουν στον οργανισμό και όσα περνούν από αυτές προσκολλώνται στη ρινική
βλέννα. Η μύτη, δηλαδή, λειτουργεί σαν μια ασπίδα κατά την είσοδο του αέρα προς
το αναπνευστικό σύστημα».
Υπάρχουν ωστόσο πολλοί άνθρωποι που αδυνατούν να
αναπνεύσουν από τη μύτη, λόγω ανατομικών προβλημάτων, ρινικού προβλήματος ή
υπερβολικά μεγάλου μεγέθους γλώσσας, συχνά ακόμη και λόγω καταστάσεων άγχους,
ενστικτωδώς επιλέγουν τη στοματική αναπνοή. Ο αέρας, όμως, εισέρχεται στους
πνεύμονες αφιλτράριστος, με μικροσωματίδια και αυτό είναι αρκετά επιβλαβές για
τον οργανισμό. Εκτός αυτού, η εισπνοή από το στόμα οδηγεί σε μεγαλύτερη
ποσότητα αναπνεόμενου αέρα από το επιθυμητό, δύο έως τρεις φορές περισσότερο
απ’ ότι χρειάζεται ο οργανισμός, με αποτέλεσμα φαινόμενα αναπνευστικής κόπωσης
και λαχάνιασμα. H καθιστική ζωή επιτείνει το πρόβλημα. Ο υπεραερισμός
μολυσμένου αέρα επιτρέπει την εισαγωγή περισσότερων ρύπων στους πνεύμονες και
στην κυκλοφορία του αίματος, οπότε οι επιπτώσεις είναι δυσμενέστερες.
Η εισροή μεγαλύτερου όγκου αέρα αποτελεί, εξάλλου,
σημαντικό πρόβλημα υγείας από μόνο του, διότι προκαλεί διαταραχή των αερίων του
αίματος και του pH, αποσταθεροποιώντας το αίμα, τη χημεία του εγκεφάλου και την
καλή αναπνευστική και καρδιακή λειτουργία, παρεμβαίνοντας στην υγιή λειτουργία
του σώματος.
«Τις τελευταίες δεκαετίες οι αλλαγές που έχουν
συντελεστεί στο ατμοσφαιρικό περιβάλλον επηρέασαν τόσο τον τρόπο, όσο και την
ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε. Όσοι δεν αντιμετωπίζουν ρινικά προβλήματα
έχουν τη δυνατότητα να αποφύγουν προβλήματα υγείας που απορρέουν από την
εισπνοή των μικροσωματιδίων. Για εκείνους, όμως, που η ρινική αναπνοή δεν είναι
δυνατή, λόγω ανατομικών προβλημάτων και άλλων παθήσεων, συστήνεται η χειρουργική
θεραπεία που τις περισσότερες φορές είναι μονόδρομος», σημειώνει ο Δρ. Μοιρέας.
Υπάρχουν πολλές αιτίες που κάποιος δεν μπορεί να
αναπνεύσει από τη μύτη. Η σκολίωση ρινικού διαφράγματος, η υπερτροφία ρινικών
κογχών και η σύμπτωση ρινικής βαλβίδας είναι κάποιες από τις πιο συχνές.
Η παραμόρφωση του ρινικού διαφράγματος (του
τοιχώματος που διαιρεί το εσωτερικό της μύτης), είτε είναι συγγενής, είτε έχει
προκύψει από τραυματισμό, μπορεί να εμποδίσει την ελεύθερη διέλευση του αέρα,
πρόβλημα που διορθώνεται με τον χειρουργικό ευθειασμό του διαφράγματος. Όπως
επισημαίνει ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας, οι σύγχρονες χειρουργικές τεχνικές
επιτρέπουν την ανώδυνη και μόνιμη διόρθωσή του, με την αφαίρεση ή/και τη
μετακίνηση στην προβλεπόμενη θέση, του χόνδρινου και του οστέινου τμήματος του
διαφράγματος και την καυτηρίαση των κάτω ρινικών κογχών, παρεμβάσεις που
αλλάζουν την αρχιτεκτονική του εσωτερικού της μύτης και επιτρέπουν τη δραστική
αύξηση της ποσότητας του αέρα που εισπνέεται.
«Το ίδιο αποτελεσματική είναι και η χειρουργική
θεραπεία της δυσλειτουργίας των ρινικών βαλβίδων, που συχνά υποεκτιμάται. Ο
ρόλος αυτών είναι η ρύθμιση της ροής του εισπνεόμενου αέρα. Με τη χειρουργική
διόρθωση της σύμπτωσης των πλάγιων τοιχωμάτων της μύτης (του κλεισίματος δηλαδή
των ρουθουνιών κατά τη βαθιά εισπνοή) αντιμετωπίζεται η δυσκολία της διόδου του
αέρα και επομένως η αδυναμία ρινικής αναπνοής. Η επέμβαση αυτή, εφόσον αλλάζει
τη μορφή της μύτης εξωτερικά, ανήκει χειρουργικά στη Λειτουργική Ρινοπλαστική
και όχι στην απλή αποκατάσταση ενός στραβού ρινικού διαφράγματος. Ωστόσο, ο
έμπειρος και εξειδικευμένος χειρουργός είναι εκείνος που θα βελτιώσει όχι μόνο
την εικόνα της μύτης, παρεμβαίνοντας στη ρινική βαλβίδα, αλλά θα χαρίσει στον
ασθενή και μια καλή ρινική αναπνοή χωρίς μετεγχειρητικά προβλήματα και
αισθητικές υπερβολές», καταλήγει ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.