«Οι παρβοϊοί
είναι μια οικογένεια μικρών DNA ιών που ανακαλύφθηκαν το 1960, και που μολύνουν
κυρίως τα ζώα, όπως γάτες και σκύλους, προκαλώντας σοβαρή νόσο, ενώ ένας από
αυτούς, ο «ανθρώπινος παρβοϊός Β19», που
πρωτοαναφέρθηκε το 1974, μπορεί να μολύνει τον άνθρωπο, προκαλώντας μια
ποικιλία κλινικών συνδρόμων, ποικίλης βαρύτητας.
Πήραν το όνομά
τους από τη λατινική λέξη parvum που σημαίνει πολύ μικρός, λόγω του πολύ μικρού
μεγέθους των ιϊκών σωματιδίων», αναφέρει ο κ. Χαράλαμπος Γώγος Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος
Διευθυντής της Παθολογικής-Λοιμωξιολογικής Κλινικής του Metropolitan
General, ο οποίος στη
συνέχεια εξηγεί όλα όσα θα θέλαμε να γνωρίζουμε για τον παρβοϊό Β19:
Πώς
μεταδίδεται;
«Ο ιός»,
προσθέτει, «μεταδίδεται κυρίως μέσω των σταγονιδίων που εκπέμπονται όταν ένα
μολυσμένο άτομο βήχει ή φταρνίζεται, αλλά και μέσω της άμεσης επαφής με
μολυσμένα αντικείμενα, η δε περίοδος επώασης διαρκεί περίπου 7-14 μέρες μετά
την έκθεση και η μετάδοση σταματά μετά την εμφάνιση του εξανθήματος».
Ποια είναι τα
συμπτώματα;
«Η λοίμωξη από
τον παρβοϊό Β19 μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορα κλινικά σύνδρομα, ανάλογα με την
ηλικία, την κατάσταση υγείας και τα υποκείμενα νοσήματα του ασθενούς.
Στα παιδιά, ο ιός μπορεί να προκαλέσει τη χαρακτηριστική “πέμπτη νόσο” ή
“εξάνθημα των χαστουκισμένων μάγουλων”, μια ήπια εμπύρετη νόσο, η οποία
χαρακτηρίζεται από έντονο κοκκίνισμα στα μάγουλα και εξάνθημα στον κορμό και τα
άκρα, και μπορεί να συνοδεύεται από κακουχία, ρινίτιδα, πονοκεφάλους και
διάρροιες. Η νόσος έχει καλοήθη πορεία και συνήθως αποδράμει μέσα σε λίγες
εβδομάδες.
Άλλα προβλήματα
που προκαλούνται από τον ιό αυτό είναι:
- Αρθραλγίες ή αρθρίτιδες
- Μυοκαρδίτιδα
- Προσβολή του κεντρικού και
περιφερικού νευρικού συστήματος.
Ενώ τα
περισσότερα άτομα αναρρώνουν πλήρως χωρίς σοβαρές επιπλοκές, ο παρβοϊός Β19
μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε άτομα με υποκείμενα νοσήματα. Για
παράδειγμα, σε άτομα με αναιμία ή προβλήματα στο αιματολογικό ή ανοσοποιητικό
σύστημα, η μόλυνση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές αιματολογικές διαταραχές, όπως
η απλαστική κρίση, με σημαντική ελάττωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, λόγω
καταστολής του μυελού των οστών.
Επίσης, σε
εγκύους, η λοίμωξη με τον παρβοϊό Β19 μπορεί να οδηγήσει σε προσβολή του
εμβρύου με εκδηλώσεις όπως, οι αποβολές, ο ενδομήτριος θάνατος, και ο μη
ανοσολογικού τύπου εμβρυικός ύδρωπας, μια κατάσταση όπου συσσωρεύεται υγρό σε
διάφορους ιστούς του εμβρύου και μπορεί να αποβεί μοιραία», τονίζει ο κ. Γώγος.
Ποιος ο ρόλος
του ανοσοποιητικού συστήματος;
«Το
ανοσοποιητικό σύστημα παίζει σημαντικό ρόλο στην έκβαση της λοίμωξης από τον
παρβοϊό Β19. Στους περισσότερους υγιείς ανθρώπους, το ανοσοποιητικό σύστημα
καταφέρνει να καταπολεμήσει τον ιό χωρίς προβλήματα. Ωστόσο, σε άτομα με
εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως εκείνα που έχουν αιματολογικά
νοσήματα, υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία ή λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα,
η λοίμωξη μπορεί να έχει πιο σοβαρή και πιο χρόνια πορεία», εξηγεί.
Διάγνωση και Θεραπεία
«Η διάγνωση της
μόλυνσης με τον παρβοϊό Β19 γίνεται συνήθως με βάση την κλινική εικόνα του
ασθενούς μέσω ορολογικών εξετάσεων που ανιχνεύουν την παρουσία του Β19 - ειδικών
IgG και κυρίως IgM αντισωμάτων κατά του ιού στο αίμα του ασθενούς, τα οποία
ανιχνεύονται με την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Υπάρχουν επίσης πολύ ειδικές και
ευαίσθητες μοριακές μέθοδοι διάγνωσης με τη χρήση της ποσοτικής PCR.
Όσο για την αντιμετώπισή του, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν απαιτείται
ειδική θεραπεία, και τα συμπτώματα υποχωρούν από μόνα τους μέσα σε μία έως δύο
εβδομάδες.
Ωστόσο, σε
περιπτώσεις σοβαρών επιπλοκών, όπως η απλαστική κρίση ή οι επιπλοκές στην
εγκυμοσύνη, η θεραπεία πρέπει να είναι υποστηρικτική και περιλαμβάνει
μεταγγίσεις αίματος, ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη και φροντίδα για τη διαχείριση
των συμπτωμάτων», επισημαίνει ο ειδικός.
Προληπτικά
μέτρα
«Η πρόληψη της
μόλυνσης από τον παρβοϊό Β19 περιλαμβάνει κυρίως τη σωστή υγιεινή, όπως το
συχνό πλύσιμο των χεριών και τη χρήση μάσκας /αποφυγή στενής επαφής με
μολυσμένα άτομα. Επίσης, είναι σημαντικό να εφαρμόζεται η απομόνωση του
πάσχοντος και να αποφεύγεται η κοινή χρήση αντικειμένων που μπορεί να είναι
μολυσμένα, όπως ποτήρια και μαχαιροπίρουνα», καταλήγει ο κ. Γώγος.