Συχνοί είναι οι τραυματισμοί που προκαλεί το κολύμπι στα
άνω άκρα, κυρίως στους επαγγελματίες κολυμβητές. Αν και περισσότερο γνωστοί
είναι εκείνοι που εμφανίζονται στους ώμους από το συγκεκριμένο άθλημα, ένα
σημαντικό ποσοστό αφορά στον αγκώνα. Φυσικά, αυτοί οι τραυματισμοί μπορεί να
προκύψουν και σε όλους όσοι αγαπούν την κολύμβηση ή να γίνουν αντιληπτοί κατά
τη διάρκειά της ενώ προϋπάρχουν.
Η ανάλυση και εκμάθηση της σωστής τεχνικής κίνησης του
χεριού μέσα στο νερό, ή η τροποποίηση της εφαρμοζόμενης, απομακρύνει το
ενδεχόμενο τραυματισμού και εμφάνισης πόνου στην άρθρωση. Όταν προκύπτει, όμως,
η αποτελεσματική διαχείρισή του απαιτεί έγκυρη και ταχύτατη διάγνωση και
θεραπεία.
«Ο πόνος στον αγκώνα στα αθλήματα που απαιτούν την
ανύψωση του χεριού πάνω από το κεφάλι -και η κολύμβηση είναι ένα από αυτά-
είναι συχνό φαινόμενο. Οφείλεται στην υπερβολική και επαναλαμβανόμενη χρήση των
τενόντων που συνδέουν τον αγκώνα με το αντιβράχιο (την κερκίδα και την ωλένη -
τα δύο οστά που ενώνουν τον αγκώνα στον καρπό), από δραστηριότητες που
περιλαμβάνουν πρηνισμό (υπερεξάρθρημα) του αντιβραχίου ή υπερέκταση του αγκώνα.
Τις περισσότερες φορές ο πόνος εντοπίζεται στην εσωτερική πλευρά του αγκώνα και η πάθηση ονομάζεται έσω επικονδυλίτιδα ή τενοντίτιδα ή αγκώνας του κολυμβητή», εξηγεί ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός δρ Παναγιώτης Πάντος, Διευθυντής της Ορθοπαιδικής Κλινικής Άνω Άκρου στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών και υπεύθυνος των τμημάτων Άνω Άκρου και Αθλητικών Κακώσεων της Osteon Orthopedic & Spine Clinic.
«Παρά το όνομα, η πάθηση δεν εμφανίζεται μόνο στους
κολυμβητές, αλλά και σε άτομα που εκτελούν διάφορες επαναλαμβανόμενες κινήσεις
των χεριών. Στην κολύμβηση η δυναμική και συνεχής χρήση των μυών του
αντιβραχίου, μπορεί να οδηγήσει σε μικρορήξεις και φλεγμονή στους τένοντες, με
αποτέλεσμα τον χαρακτηριστικό πόνο στην εσωτερική πλευρά του αγκώνα.
Ο πόνος συνοδεύεται από οίδημα, ερυθρότητα και δυσκαμψία,
μυρμήγκιασμα ή μούδιασμα του χεριού. Οι πάσχοντες πονούν περισσότερο κατά την
πλήρη έκταση ή κάμψη του καρπού, όταν πιάνουν αντικείμενα, κάνουν γροθιά, ή
σηκώνουν βάρη.
Από επικονδυλίτιδα υποφέρουν συχνά και
άλλοι αθλητές, όπως οι ακοντιστές, οι παίκτες του γκολφ, οι παίκτες του τένις,
οι σφαιριστές, οι ορειβάτες, οι τοξότες και οι αρσιβαρίστες, αλλά και άνθρωποι
που δεν ασχολούνται με τον αθλητισμό, όπως δακτυλογράφοι, ξυλουργοί ή
σερβιτόροι.
Περισσότερο κινδυνεύουν οι καπνιστές, οι παχύσαρκοι και
οι διαβητικοί, καθώς και όσοι έχουν αδύναμους μυς στο άνω άκρο. Από τον πόνο οι
περισσότεροι ασθενείς σταματούν να εκτελούν κάθε κίνηση που τους πονά. Περίπου
το 80% αναρρώνει μέσα σε 1 έως 3 χρόνια», εξηγεί.
Παρότι είναι ασυνήθιστο στους κολυμβητές λόγω του τρόπου
με τον οποίο τα περισσότερα στυλ κολύμβησης ασκούν πίεση στο εσωτερικό της
άρθρωσης του αγκώνα, ο πόνος μπορεί να οφείλεται και σε έξω επικονδυλίτιδα, η
οποία είναι 7-10 φορές συχνότερη από την έσω στον γενικό πληθυσμό. Σε όσους πάσχουν
από αυτήν την πάθηση, ο πόνος εντοπίζεται στην έξω πλευρά του αγκώνα.
«Η έσω επικονδυλίτιδα
είναι ουσιαστικά μια χρόνια τενοντίτιδα
που διαγιγνώσκεται μετά από λεπτομερή λήψη ιστορικού, κλινική εξέταση
και απεικονιστικές εξετάσεις (μαγνητική και αξονική τομογραφία), αν και τις
περισσότερες φορές οι τελευταίες χρειάζονται για τον εντοπισμό ή αποκλεισμό
άλλων παθολογιών στην περιοχή.
Η θεραπεία είναι κυρίως συντηρητική και περιλαμβάνει
αρχικά τη διακοπή των εργασιών που οδήγησαν στην πάθηση και την εφαρμογή
πρακτικών που στοχεύουν στην ανακούφιση του πόνου και την υποχώρηση της
φλεγμονής.
Αναλγητικά φάρμακα και μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, από
του στόματος και τοπικά σκευάσματα μειώνουν τον πόνο και καθιστούν πιο
λειτουργικούς τους ασθενείς. Επιβοηθητικά μπορεί να λειτουργήσει η τοποθέτηση
νάρθηκα (ιδίως κατά την κατάκλιση), όπως και οι ταινίες κινησιολογίας.
Μεγάλη κινητοποίηση του αγκώνα και υποχώρηση των
συμπτωμάτων προσφέρει και η φυσικοθεραπεία, η οποία αρχικά εστιάζει στην
επίτευξη πλήρους εύρους κίνησης χωρίς πόνο. Οι ασκήσεις αυτές ακολουθούνται από
διατάσεις και αργότερα από ασκήσεις
αντίστασης για την ενδυνάμωση των μυών. Μετά δε την αποκατάσταση, ο ασθενής
πρέπει να ακολουθεί ένα πρόγραμμα συντήρησης για την αποτροπή της υποτροπής.
Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις πασχόντων που δεν
ωφελούνται όσο θα έπρεπε από τις φυσικοθεραπείες. Γι’ αυτούς υπάρχει η επιλογή
των ενέσιμων φαρμακευτικών αγωγών. Οι εγχύσεις κορτικοστεροειδών είναι χρήσιμες
για βραχυπρόθεσμη ανακούφιση των συμπτωμάτων. Τα τελευταία χρόνια γίνονται
θεραπείες με πλάσμα πλούσιο σε αιμοπετάλια και με βοτουλινική τοξίνη.
Οι περισσότεροι αναρρώνουν με αυτές τις συντηρητικές
μεθόδους θεραπείας. Αλλά σε ένα ποσοστό τα συμπτώματα δεν υποχωρούν και η
καθημερινότητά τους γίνεται δύσκολη. Όχι μόνο δεν μπορούν να κολυμπήσουν αλλά
συχνά δυσκολεύονται να βάλουν ένα καρφί στον τοίχο ή να σηκώσουν τη σακούλα του
σούπερ μάρκετ ή να στύψουν ένα πλυμένο ρούχο.
Εάν παρά τις προσπάθειες επί 6 έως 12 μήνες δεν υπάρξει
βελτίωση, τότε εξετάζεται το ενδεχόμενο χειρουργικής αποκατάστασης, η οποία
περιλαμβάνει την απελευθέρωση του κοινού καμπτήρα τένοντα στον επικόνδυλο και
τον καθαρισμό του παθολογικού ιστού. Ακολουθείται δε από μια περίοδο ανάπαυσης,
χρήσης νάρθηκα και κατόπιν φυσικοθεραπείας. Ωστόσο μόνο το 3% περίπου των
ασθενών χρειάζεται χειρουργείο.
Τέλος, όσον αφορά στην κολύμβηση που είναι ένα θέμα που
απασχολεί αυτήν την εποχή τους ασθενείς, η απόφαση είναι εξατομικευμένη και
εξαρτάται από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Καλό είναι να ακολουθούνται οι συστάσεις
των γιατρών, τόσο όσον αφορά στη διαχείριση της πάθησης, όσο και στην πρόληψη
περαιτέρω τραυματισμού, η οποία εξαρτάται από τη σωστή τεχνική της εκτέλεσης
της κίνησης αναλόγως του στυλ κολύμβησης», καταλήγει ο δρ Πάντος.