Στο Υπουργικό Συμβούλιο, που
κατά πληροφορίες θα συνεδριάσει στις 27 του μήνα, θα ανακοινωθεί η φετινή
αύξηση του κατώτατου μισθού και από την 1η Απριλίου θα ενεργοποιηθεί.
Η διαβούλευση-εξπρές, που υιοθετήθηκε και φέτος έτσι ώστε ο αυξημένος κατώτατος να συμπέσει με την επίσημη έναρξη της τουριστικής σεζόν, ανέδειξε μεγάλες διαφορές στο πώς προσεγγίζουν την ενδεδειγμένη αύξηση οι παραγωγικοί και κοινωνικοί φορείς.
Αυτό
που θα «μετρήσει», τελικά, είναι η απόφαση της κυβέρνησης, με τις πληροφορίες
να αναφέρουν ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί η έκπληξη σε σχέση με τα σενάρια που
βρίσκονται ως αυτή τη στιγμή στο τραπέζι.
Το ότι ο νέος κατώτατος θα έχει μπροστά το «8» ήταν μάλλον αυτονόητο, με δεδομένο ότι σήμερα βρίσκεται στα 780 ευρώ και πρέπει να φτάσει στα 950 ευρώ ως το τέλος της κυβερνητικής θητείας.
Το πόσο πάνω από τα 800 ευρώ
ήταν εξαρχής το ζητούμενο και η απάντηση θα είναι συνάρτηση δύο βασικών
παραγόντων: 1) της ανάγκης κάλυψης των εισοδηματικών απωλειών από τον
πληθωρισμό, 2) των αντοχών των μικρότερων επιχειρήσεων.
Το πρώτο σενάριο προβλέπει
αύξηση του κατώτατου κατά 5%, κάτι που σημαίνει πρακτικά ότι θα ανέβει στα 819
ευρώ, δηλαδή 39 ευρώ πάνω από τα σημερινά επίπεδα.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει
αύξηση κατά 5,5%, οδηγώντας τον κατώτατο στα 823 ευρώ, δηλαδή 43 ευρώ παραπάνω
από σήμερα.
Το τρίτο σενάριο προβλέπει
αύξηση κατά 6%, δηλαδή κατά 47 ευρώ, κι αυτό σημαίνει ότι ο κατώτατος από την
1η Απριλίου θα πρέπει να ανέβει στα 827 ευρώ.
Το τέταρτο σενάριο βάζει τον
πήχη της αύξησης στο 6,5%. Σε αυτή την περίπτωση ο κατώτατος θα ανέβει στα 831
ευρώ, δηλαδή 51 ευρώ παραπάνω από σήμερα.
Με τα έως τώρα δεδομένα, επικρατέστερα
σενάρια θα πρέπει να θεωρούνται αυτά που προβλέπουν αύξηση 6%-6,5%, κάτι που
σημαίνει ότι ο νέος κατώτατος μπορεί να αγγίξει ή να ξεπεράσει τα 830 ευρώ.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το σενάριο-έκπληξη, δηλαδή μιας ακόμα
μεγαλύτερης αύξησης προς τα επίπεδα των 840 ευρώ, ως αντιστάθμισμα του
«παγώματος» ενός έκτακτου επιδόματος το Πάσχα σε οικονομικά ασθενέστερους.
Οι τριετίες και τα επιδόματα
Η αύξηση του κατώτατου μισθού
συμπαρασύρει τις τριετίες, δηλαδή όσους δικαιούνται προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας.
Σε αντίθεση, μάλιστα, με τα προηγούμενα χρόνια, όπου αυτή η προσαύξηση αφορούσε
μόνο όσους είχαν «κλειδωμένη» προϋπηρεσία το 2012, από φέτος που «ξεπάγωσαν» οι
τριετίες, χιλιάδες θα δουν ακόμα μεγαλύτερη αύξηση αποδοχών.
Για παράδειγμα, αν ο νέος
κατώτατος ανέβει στα 823 ευρώ, με μία 3ετία διαμορφώνεται στα 905 ευρώ, με δύο
3ετίες ανεβαίνει στα 988 ευρώ και με τρεις 3ετίες στα 1.070 ευρώ. Αν ο νέος
κατώτατος διαμορφωθεί στα 831 ευρώ, με την προσαύξηση για μία 3ετία
προϋπηρεσίας θα φτάσει στα 914 ευρώ, για δύο 3ετίες στα 848 ευρώ και για τρεις
3ετίες στα 1.080 ευρώ.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα
συμπαρασύρει και μια σειρά από επιδόματα, μεταξύ των οποίων το επίδομα ανεργίας
και το νέο επίδομα μητρότητας. Ειδικά όσον αφορά στο επίδομα ανεργίας, από τα
479 ευρώ σήμερα, μπορεί να φτάσει τα 510 ευρώ, ενώ είναι υπό διαμόρφωση το νέο
πλαίσιο που προβλέπει ανακατανομή του στη διάρκεια της 12μηνης επιδότησης.
Η ΕΚΤ και οι μισθοί
Οι τελικές αποφάσεις για το ύψος
του νέου κατώτατου μισθού θα ληφθούν με φόντο τις έντονες συζητήσεις που
γίνονται στη Φρανκφούρτη για τις μισθολογικές αυξήσεις στην Ευρώπη και πώς
επηρεάζεται η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στα επιθυμητά επίπεδα.
Είναι ενδεικτικό ότι, αν και ο
Γ. Στουρνάρας εκτίμησε πως θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να έχει
μειώσει τα επιτόκιά της κατά μία μονάδα ως το τέλος του έτους, ο επικεφαλής
οικονομολόγος της ΕΚΤ Φ. Λέιν έβαλε «φρένο» στις σχετικές συζητήσεις,
επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να εξεταστούν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία ως τον
Ιούνιο, των μισθολογικών εξελίξεων συμπεριλαμβανομένων.
Σύμφωνα με το νέο δελτίο της ΤτΕ
για τον πληθωρισμό, οι ονομαστικές μισθολογικές πιέσεις χαλαρώνουν σταδιακά σε
παγκόσμιο επίπεδο, εν μέσω ασθενέστερης οικονομικής δραστηριότητας και
μειωμένων ποσοστών κενών θέσεων εργασίας, αλλά παραμένουν ισχυρότερες απ’ ό,τι
πριν την πανδημία στη ζώνη του ευρώ και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα καλά νέα είναι
ότι τα μοναδιαία κέρδη αναμένεται να μειωθούν στη ζώνη του ευρώ το 2024,
παρέχοντας ένα «μαξιλάρι» έναντι της μετακύλισης του κόστους εργασίας στον
πληθωρισμό.