Η ακράτεια ούρων και η στυτική δυσλειτουργία είναι συνηθισμένα προβλήματα μετά την εγχείρηση για τον καρκίνο του προστάτη, αλλά χάρη στην πρόοδο της Ιατρικής συνήθως είναι παροδικές. Ακόμα, όμως, κι αν είναι μακροχρόνιες, υπάρχουν τεχνικές με τις οποίες μπορεί να αντιμετωπιστούν ριζικά.
Ο καρκίνος του προστάτη είναι ένας από τους πιο συχνούς
καρκίνους των ανδρών. Συνήθως αναπτύσσεται αργά και αρχικά είναι περιορισμένος
στον προστάτη αδένα, οπότε μπορεί να χρειαστεί ελάχιστη ή και καθόλου
θεραπευτική παρέμβαση. Μερικές φορές ωστόσο είναι επιθετικός και μπορεί να
εξαπλωθεί γρήγορα.
«Ο καρκίνος του προστάτη που εντοπίζεται εγκαίρως (όταν είναι ακόμα περιορισμένος στον προστάτη αδένα), έχει καλύτερες πιθανότητες επιτυχούς αντιμετώπισης. Αυτή εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως την ταχύτητα ανάπτυξής του, τον βαθμό επέκτασής του, την συνολική υγεία του ασθενούς, καθώς και την προσεκτική αξιολόγηση του οφέλους και των πιθανών κινδύνων από τη θεραπεία», αναφέρει ο Χειρουργός Ουρολόγος-Ανδρολόγος δρ Χρήστος Φλιάτουρας, Διευθυντής του Ανδρολογικού Τμήματος στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών.
Ακρογωνιαίος λίθος της θεραπευτικής αντιμετώπισης είναι η
προστατεκτομή, κατά την οποία αφαιρείται ο προσβληθείς από καρκίνο προστάτης
του ασθενή και οι περιβάλλουσες δομές (π.χ. οι σπερματοδόχοι κύστεις). Η
επέμβαση συνήθως γίνεται μέσω μικρών
τομών, είτε λαπαροσκοπικά είτε με τη βοήθεια ρομποτικού εξοπλισμού
(λαπαροσκοπική και ρομποτική ριζική προστατεκτομή, αντίστοιχα).
«Και οι δύο μέθοδοι διαφέρουν από την παραδοσιακή ανοιχτή
προστατεκτομή, καθώς διενεργούνται μέσω μικρών τομών και όχι από μία μεγάλη και
εκτεταμένη. Γι' αυτό τον λόγο το κοιλιακό τραύμα είναι πολύ μικρότερο, ο χρόνος
αποθεραπείας βραχύτερος και τα αισθητικά αποτελέσματα σαφώς καλύτερα»,
προσθέτει ο δρ Φλιάτουρας. «Επιπρόσθετα, η καλύτερη εικόνα του χειρουργικού
πεδίου με τις δύο μεθόδους επιτρέπουν σε μεγαλύτερο βαθμό τη διαφύλαξη των
νεύρων και των αγγείων της περιοχής, με αποτέλεσμα πολύ καλύτερα λειτουργικά
αποτελέσματα, όσον αφορά στην εγκράτεια ούρων και τη στύση».
Παρόλα αυτά, σχεδόν όλοι οι άνδρες παρουσιάζουν ακράτεια
ούρων και στυτική δυσλειτουργία τους πρώτους μήνες μετά την ριζική
προστατεκτομή.
Η ακράτεια ούρων μπορεί να είναι από ήπια έως σοβαρή,
αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου. Υπολογίζεται
ότι το 10-15% των ανδρών εξακολουθούν να χρειάζονται επιθέματα ακράτειας έξι
μήνες μετά την επέμβαση, ενώ το 6-8% αντιμετωπίζουν μακροχρόνια δυσκολία στο να
ελέγξουν την ούρησή τους.
«Η ακράτεια ούρων εκδηλώνεται διότι κατά τη ριζική
προστατεκτομή αφαιρείται, εκτός από τον προστάτη αδένα, και μία "βαλβίδα"
(ο ουρηθρικός σφιγκτήρας) που ελέγχει τη ροή των ούρων. Δίχως τον σφιγκτήρα, η δυνατότητα συγκράτησης των ούρων μειώνεται
σημαντικά», εξηγεί ο δρ Φλιάτουρας. «Επιπλέον,
ενδέχεται να επηρεαστούν τα νεύρα και οι μύες που ελέγχουν την ούρηση».
Αντίστοιχα, στους περισσότερους
χειρουργημένους άνδρες η στυτική λειτουργία παρουσιάζει αισθητή βελτίωση μέσα σε
έξι μήνες έως έναν χρόνο, όταν υποβάλλονται σε νευροπροστατευτική προστατεκτομή
(nerve-sparing prostatectomy), με την οποία διαφυλάσσονται τα νεύρα που διέρχονται
πιο κοντά από τον προστάτη. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις (ίσως και 30%) που
χρειάζονται δύο χρόνια ή περισσότερα για να
ανακτήσουν τη στύση που είχαν πριν την επέμβαση.
Δεν είναι γνωστό γιατί σε μερικούς άνδρες οι ανεπιθύμητες
επιδράσεις από την προστατεκτομή βελτιώνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα και
σε άλλους επιμένουν σε βάθος χρόνου.
Έχει όμως βρεθεί ότι η επίμονη ακράτεια ούρων μετά τη
ριζική προστατεκτομή είναι πιο συχνή στους μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς (άνω
των 60 ετών), σε όσους είχαν μεγάλου μεγέθους προστάτη, στους καπνιστές και
στους πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη ή νευρολογικές παθήσεις. Είναι επίσης πιο
συχνή σε όσους έχουν ιστορικό παλαιότερης επέμβασης για καλοήθη υπερπλασία του
προστάτη (είναι η μη-καρκινική διόγκωσή του), σε όσους χρειάζονται
ακτινοθεραπεία μετά τη ριζική προστατεκτομή, καθώς και όταν απαιτείται να γίνει
τομή στα νεύρα της περιοχής ώστε να αφαιρεθεί ο προστάτης.
Ο κίνδυνος, εξάλλου, για στυτική δυσλειτουργία μετά την
προστατεκτομή αυξάνεται κατ' αρχάς με την ηλικία. Οι άνδρες που έχουν ηλικία
κάτω των 50 ετών έχουν περισσότερες πιθανότητες να την αποφύγουν ή να την
ξεπεράσουν σύντομα. Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τη στύση μετά την
προστατεκτομή είναι η ποιότητα που είχε πριν την εγχείρηση και η συνύπαρξη
επιβαρυντικών παραγόντων στον ασθενή (όπως το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η
υπέρταση κ.λπ.).
Η αντιμετώπιση της ακράτειας ούρων μετά τη ριζική
προστατεκτομή συνήθως αρχίζει με μη επεμβατικές μεθόδους. Ο ιατρός μπορεί να
συστήσει φάρμακα ή ειδικές ασκήσεις για ενίσχυση των μυών του πυελικού εδάφους.
Οι μέθοδοι αυτές είναι αποτελεσματικές για τους άνδρες με ήπια έως μέτρια
ακράτεια. Όσοι όμως έχουν μακροχρόνια ή πιο σοβαρή ακράτεια μπορεί να
χρειασθούν εξειδικευμένες θεραπείες για να τη θέσουν υπό έλεγχο.
«Η έγχυση αυξητικών παραγόντων (π.χ. κολλαγόνου) στον
αυχένα της ουροδόχου κύστης, μπορεί να συμβάλλει στο να διατηρηθεί κλειστό το
στόμιο της ουρήθρας και της κύστης και ενδέχεται να αποτρέψει τις μικρές
διαρροές», εξηγεί ο δρ Φλιάτουρας.
Μία άλλη πιθανή θεραπεία είναι η τοποθέτηση ταινίας
διόρθωσης ακράτειας με τη χρήση μιας ελάχιστα επεμβατικής μεθόδου. Σε μερικές
περιπτώσεις, τέλος, τοποθετείται στον ασθενή ένας τεχνητός ουρηθρικός
σφιγκτήρας, δηλαδή ένα εμφύτευμα που μιμείται τη λειτουργία του υγιούς
ουρηθρικού σφιγκτήρα, αποκλείοντας την ουρήθρα ώστε να διακόπτει τη ροή των
ούρων.
Όσον αφορά στη στυτική δυσλειτουργία, «στους άνδρες που
υποβάλλονται σε επεμβάσεις προστάτη συνιστάται να αρχίζουν άμεσα πρωτόκολλα
αποκατάστασής της», επισημαίνει ο δρ Φλιάτουρας. «Υπάρχουν επιλογές που μπορούν
να τους βοηθήσουν να απολαμβάνουν χωρίς εμπόδια την σεξουαλική τους ζωή».
Στις διαθέσιμες επιλογές συμπεριλαμβάνονται χορήγηση
φαρμακευτικής αγωγής από το στόμα, ενδοπεϊκές εγχύσεις φαρμάκων, κρουστικά
κύματα και χειρουργική τοποθέτηση πεϊκής πρόθεσης.