Η ρήξη τενόντων του ώμου είναι μια πάθηση ιδιαιτέρως επίπονη, που μπορεί να
συμβεί στον καθένα, καθώς δεν κάνει διακρίσεις σε φύλο και ηλικία. Πρόκειται
για την πιο συχνή πάθηση του ώμου και αποτελεί μάλιστα μία από τις κυριότερες
αιτίες που πολλοί χειρώνακτες αδυνατούν να συνεχίσουν να δουλεύουν και πολλοί
άνθρωποι σταματούν την άθληση.
Συμπτώματα ρήξης τενόντων
Απλές, καθημερινές συνήθειες, όπως το να ανοίξει κανείς ένα ντουλάπι και να
νιώσει πόνο, να τραβήξει τη ζώνη του αυτοκινήτου και να αισθανθεί ενόχληση στο
χέρι του, να ξαπλώσει στην πλευρά του ώμου και να ξυπνήσει από πόνο, αποτελούν
ορισμένα συμπτώματα που θα πρέπει να βάλουν τον καθένα σε υποψίες ότι μπορεί να
συμβαίνει κάτι πιο σοβαρό από αυτό που πιστεύει.
Σύγχρονες τεχνικές αποκατάστασης
«Αυτή τη στιγμή, η πιο σύγχρονη τεχνική που έχουμε στα χέρια μας είναι η
διαδερμική μέθοδος. Μέσω της διαδερμικής μεθόδου, τοποθετώντας το ορθοσκόπιο
εντός της άρθρωσης, μπορούμε δια του δέρματος, δηλαδή χωρίς να το ανοίξουμε και
να δημιουργήσουμε τομές, να καθηλώσουμε τον τένοντα ακριβώς στο σημείο της
ανατομικής βλάβης, στη σωστή του θέση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι δεν
διαταράσσουμε καθόλου την άρθρωση», εξηγεί ο κ. Ιωάννης Τσώλος Διευθυντής
Ορθοπαιδικός στο Metropolitan
Hospital.
Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου
«Όπως αναφέρθηκε, το πιο σημαντικό πλεονέκτημα είναι πως δεν ανοίγουμε τον
τένοντα και κάνουμε διαδερμική καθήλωση στο σημείο της ανατομίας του,
κερδίζοντας έτσι πάρα πολύ χρόνο στην αποκατάσταση. Με την παλιά μέθοδο,
χρειάζονταν περίπου 6 με 9 μήνες για την πλήρη ανάρρωση, ενώ τώρα, μέσα σε ένα
τρίμηνο, ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει σε πλήρη δραστηριότητα. Επιπλέον, δεν αφήνει
περιθώριο για χειρουργικά λάθη, σχετικά µε το ποιες ρήξεις πρέπει να
αποκατασταθούν και ποιες όχι. Και εάν σε όλα αυτά συνυπολογιστεί ότι είναι μία
αναίμακτη και με ημερήσια νοσηλεία μέθοδος, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο
σημαντικά πλεονεκτήματα έχει για τον ασθενή.
Οι προϋποθέσεις για την επιτυχή έκβαση της αποκατάστασης της ρήξης των τενόντων είναι η σωστή διάγνωση, η
ταξινόμηση και επιλογή του ασθενούς και φυσικά η εμπειρία του γιατρού στη νέα
τεχνική», καταλήγει ο κ. Τσώλος.