Ο πριαπισμός είναι μία διαταραχή της στυτικής λειτουργίας,
κατά την οποία ο άνδρας παρουσιάζει παρατεταμένη (επί περισσότερες από 4 ώρες),
συχνά επώδυνη στύση, χωρίς ταυτόχρονη ύπαρξη ερωτικής διέγερσης.
Η διαταραχή οφείλεται σε δυσλειτουργία των μηχανισμών της
πεϊκής διόγκωσης, σκληρότητας και χαλάρωσης, η οποία δεν επιτρέπει στο πέος να
χαλαρώσει μετά τη στύση.
Αν και ο πριαπισμός είναι γενικώς μια σχετικά σπάνια
κατάσταση, είναι αρκετά συχνός σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, όπως στους
πάσχοντες από ορισμένα νοσήματα του αίματος (π.χ. δρεπανοκυτταρική νόσο) ή
ορισμένες μεταβολικές ή νευρολογικές διαταραχές. Συνήθως παρατηρείται στις
ηλικίες άνω των 30 ετών, αλλά μπορεί να πρωτοεμφανιστεί στην παιδική ηλικία
στους πάσχοντες από ορισμένα νοσήματα υψηλού κινδύνου.
Σε κάθε περίπτωση, η σωστή διάγνωση και θεραπεία είναι
απαραίτητη για να αποφευχθούν οι ιστικές βλάβες που μπορεί να οδηγήσουν σε μόνιμη
στυτική δυσλειτουργία.
«Ο πριαπισμός μπορεί να έχει διάφορους τύπους, οι κύριοι εκ των οποίων είναι ο ισχαιμικός και ο μη-ισχαιμικός. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας (EAU), ισχαιμικός πριαπισμός είναι η επίμονη στύση που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα των σηραγγωδών σωμάτων του πέους και από μικρή έως καμία αρτηριακή ροή μέσα σε αυτά», εξηγεί ο Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος και Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών δρ Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης.
«Τα σηραγγώδη σώματα είναι δύο "κύλινδροι" που περιέχουν στυτικό ιστό και διατρέχουν κατά μήκος το πέος. Φυσιολογικά, το αίμα διοχετεύεται μέσω των αρτηριών στον στυτικό ιστό, προκαλώντας την πλήρωση των σηραγγωδών σωμάτων και έτσι τη στύση. Για να χαλαρώσει το πέος, αυξάνεται η φλεβική απαγωγή του αίματος και έτσι "αδειάζουν" τα σηραγγώδη σώματα. Στον ισχαιμικό πριαπισμό, όμως, το αίμα "παγιδεύεται" στα σηραγγώδη σώματα και οι πάσχοντες νιώθουν έντονο πόνο στο πέος, το οποίο έχει για ώρες σκληρή στύση».Στον μη-ισχαιμικό πριαπισμό ανήκουν ο αρτηριακός
πριαπισμός και ο υποτροπιάζων (ή διαλείπων) πριαπισμός. «Στον αρτηριακό
πριαπισμό η επίμονη στύση προκαλείται από την ανεξέλεγκτη ροή αίματος στα
σηραγγώδη σώματα. Αυτός συνήθως δεν είναι επώδυνος, εκτός κι αν υπάρξει
σεξουαλική διέγερση», διευκρινίζει ο Χειρουργός
Ουρολόγος – Ανδρολόγος δρ Χρήστος Φλιάτουρας, Επιστημονικός Διευθυντής
του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών.
Όσον αφορά τον υποτροπιάζοντα πριαπισμό, «αυτός
χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες, επώδυνες, παρατεταμένες στύσεις, οι
οποίες όμως διακόπτονται από διαστήματα αυτόματης χαλάρωσης. Ουσιαστικά είναι
μία υποκατηγορία ήπιου ισχαιμικού πριαπισμού, που όμως μπορεί να εξελιχθεί σε
σοβαρό ισχαιμικό πριαπισμό», προσθέτει ο κ. Φλιάτουρας.
Ο ισχαιμικός πριαπισμός έχει συνήθως άγνωστη αιτία,
επομένως είναι ιδιοπαθής. Ο αρτηριακός πριαπισμός, όμως, συνήθως εκδηλώνεται
μετά από τραυματισμό στο περίνεο.
Η λήψη προσεκτικού ιατρικού ιστορικού είναι απαραίτητη για
να γίνει σωστή διάγνωση και να καθοριστεί η αιτιοπαθογένεια του προβλήματος. Ο
ασθενής πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναφέρει τη διάρκεια της στύσης, την ύπαρξη
και την ένταση τυχόν πόνου που νιώθει, αν έχει ιστορικό προγενέστερων κρίσεων
και πως αντιμετωπίσθηκαν, αν προηγήθηκε τραυματισμός στην πύελο, στο πέος ή στο
περίνεο, αν πάσχει από αιμοσφαιρινοπάθειες κ.λπ. Τα κλινικά ευρήματα θα
υποστηριχθούν στη συνέχεια από ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις.
Ο ισχαιμικός πριαπισμός, που είναι η πιο συχνή μορφή της
διαταραχής, αποτελεί επείγον ιατρικό περιστατικό. Η αντιμετώπιση πρέπει να
αρχίζει το ταχύτερο δυνατόν (ιδανικά μέσα στις πρώτες 4-6 ώρες), διότι η ισχαιμία
μπορεί να οδηγήσει σε νέκρωση των λείων μυϊκών ινών του πέους, ίνωση
(δημιουργία ουλώδους ιστού) και στυτική δυσλειτουργία. Στην πραγματικότητα, η
διάρκεια της στύσης επηρεάζει τη σοβαρότητα της στυτικής δυσλειτουργίας που
μπορεί να εμφανίσει ο ασθενής.
Στόχος της θεραπείας στον ισχαιμικό πριαπισμό είναι να
κατασταλεί η στύση και να διαφυλαχθεί η φυσιολογική λειτουργία του πέους. Σύμφωνα
με τις κατευθυντήριες οδηγίες της EAU, ο ισχαιμικός πριαπισμός πρέπει να αντιμετωπίζεται με
μία σταδιακή προσέγγιση. Πρώτα γίνεται αναρρόφηση του αίματος από τα σηραγγώδη
σώματα, με τοπική αναισθησία στο πέος, και ύστερα γίνονται πλύσεις στα
σηραγγώδη σώματα με διάλυμα φυσιολογικού ορού ή και ειδικό φάρμακο (π.χ.
αδρενεργικός διεγέρτης), εάν χρειασθεί.
Τα βήματα αυτά μπορούν να επαναληφθούν αρκετές φορές,
αλλά αν αποδειχθούν ανεπαρκή ή ο πριαπισμός επιμένει, τότε πρέπει να γίνει
χειρουργική θεραπεία. Αυτή μπορεί να είναι πεϊκή παράκαμψη ή τοποθέτηση πεϊκής
πρόθεσης.
«Υπάρχουν, πάντως, περιστατικά που ωφελούνται από
κατευθείαν χειρουργική παρέμβαση, διότι η αναρρόφηση του αίματος και οι
εγχύσεις φαρμάκων μπορεί να καθυστερήσουν την υποχώρηση της στύσης και να
προκαλέσουν σημαντική δυσφορία στον ασθενή», επισημαίνει ο κ. Κωνσταντινίδης.
«Η διάρκεια του πριαπισμού είναι ανεξάρτητος παράγοντας
κινδύνου για την έκβαση ενός περιστατικού», εξηγεί. «Το όριο φαίνεται πως είναι
οι 24 ώρες. Σύμφωνα με τις ιστολογικές ενδείξεις, μετά τις 24 ώρες ισχαιμίας,
παρουσιάζεται μη αναστρέψιμη βλάβη στους ιστούς όπως νέκρωση των λείων μυών, πολλαπλασιασμός
ουλώδους ιστού και καταστροφή της ενδοθηλιακής στοιβάδας. Συνεπώς για τους
άνδρες των οποίων ο πριαπισμός έχει ήδη υπερβεί τις 24 ώρες, οι άμεσοι
χειρουργικοί χειρισμοί θα μπορούσαν να είναι ευεργετικοί.
Το ίδιο ισχύει και για τους ασθενείς με πρότερο ιστορικό
πριαπισμού. Οι ασθενείς αυτοί μπορεί ήδη να έχουν αναπτύξει σε κάποιο βαθμό
ίνωση των σηραγγωδών σωμάτων, που μπορεί να ελαττώνει τη ροή του αίματος. Έχουν
επίσης αυξημένες πιθανότητες να μην ανταποκρίνονται καλά στην αναρρόφηση του
αίματος από τα σηραγγώδη και στην έγχυση φαρμάκων», τονίζει ο πρόεδρος του
Ανδρολογικού Ινστιτούτου.
«Οι περισσότεροι ασθενείς που παθαίνουν ισχαιμικό πριαπισμό,
θα αναρρώσουν εξαιρετικά αν αντιμετωπιστούν άμεσα. Αν όμως οι ασθενείς δεν
απευθυνθούν στον ιατρό από τις πρώτες κιόλας ώρες της επίμονης στύσης, υπάρχει
κίνδυνος μόνιμης στυτικής δυσλειτουργίας», καταλήγει ο κ. Κωνσταντινίδης.