Ολοένα
και πιο δημοφιλείς, παγκοσμίως, γίνονται οι επεμβάσεις πλαστικής χειρουργικής
τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τη Διεθνή Εταιρεία Αισθητικής Πλαστικής
Χειρουργικής, από το 2015 μέχρι το 2019 αυξήθηκαν κατά 20%, δίνοντας τη
δυνατότητα σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο να βελτιώσουν την εικόνα
τους.
«Στην
εποχή μας η τάση είναι αυτό που λέγεται “ποιοτική γήρανση”. Γυναίκες και άνδρες
επιθυμούν να διατηρούν μία αξιοπρεπή, υγιή εμφάνιση καθώς μεγαλώνουν και δεν
παραδίδουν τα όπλα στη μάχη με το χρόνο. Έτσι, προκειμένου να πετύχουν το στόχο
τους, μαζί με την υγιεινή διατροφή και την άσκηση, στρέφονται και προς τις
επεμβάσεις αισθητικής πλαστικής χειρουργικής, χωρίς τους ενδοιασμούς του παρελθόντος.
Ολοένα
και περισσότερο, όμως, καταφεύγουν σε αυτές και νεαρότερα άτομα, επιθυμώντας να
παρέμβουν σε κάποιο σημείο του προσώπου ή του σώματός τους που εμφανίζει
αισθητικό πρόβλημα και τούς προκαλεί αρνητικά συναισθήματα. Στη συντριπτική
πλειονότητα των περιπτώσεων, η διόρθωση των σημείων που “ενοχλούν” το άτομο
αφήνει το αποτύπωμά της -εκτός από την εικόνα του- και στην ψυχική του ευεξία»,
αναφέρει η δρ Αναστασία Σεφέρη–Δανιήλ,
MD, PhD, Πλαστική Χειρουργός στο Νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ, μέλος της Ελληνικής
Εταιρείας Πλαστικής Επανορθωτικής και Αισθητικής Χειρουργικής (HESPRAS).
Την εμπειρία έρχονται να επιβεβαιώσουν και επιστημονικά δεδομένα. Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύτηκε το 2013 στο Clinical Psychological Science, oι επεμβάσεις αισθητικής πλαστικής χειρουργικής έχουν θετική επίδραση στην ψυχική ευεξία των ανθρώπων.
Οι
ερευνητές, αφού συνέκριναν αυτούς που είχαν υποβληθεί σε επέμβαση με εκείνους
που ενδιαφέρθηκαν αλλά δεν είχαν προχωρήσει ακόμη στη διαδικασία, βρήκαν θετικά
αποτελέσματα στην ομάδα που έκανε τελικά τις επεμβάσεις, έως και ένα χρόνο
αργότερα. Αυτά περιλάμβαναν μειωμένο άγχος, κατάθλιψη και κοινωνική φοβία καθώς
και βελτίωση στην ψυχική και σωματική υγεία, την αυτοεκτίμηση και την
ικανοποίηση από τη ζωή.
Οι
περισσότεροι από τους συμμετέχοντες και από τις δύο ομάδες είχαν ρεαλιστικές
προσδοκίες από το χειρουργείο, με το πιο κοινό κίνητρο να είναι το να
αισθάνονται καλύτερα με ή μέσα στο σώμα τους.
Ωστόσο,
οι προσδοκίες δεν είναι πάντα ρεαλιστικές και αυτό αποτελεί μία μεγάλη πρόκληση
για τους πλαστικούς χειρουργούς.
«Σε
κάποιες περιπτώσεις τα άτομα επιθυμούν να υποβληθούν σε αυτές τις διαδικασίες
προκειμένου να επιλύσουν άλλα ζητήματα, όπως για παράδειγμα να σώσουν μια
αποτυχημένη ερωτική σχέση ή επειδή είναι απογοητευμένοι με την επαγγελματική
τους εξέλιξη.
Παρότι
ζούμε στην εποχή της εικόνας και η βελτίωσή της μπορεί να έχει θετική επίδραση,
η προσδοκία να αλλάξει τα πάντα δεν είναι ρεαλιστική, καθώς στις καταστάσεις
αυτές είθισται να είναι άλλοι οι παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο. Ο
σωστός λόγος για να υποβληθεί κανείς σε μία τέτοια επέμβαση είναι για να νιώθει
ο ίδιος καλύτερα, χωρίς να προσδοκά ότι το αποτέλεσμα θα ανατρέψει καταστάσεις
ή θα αλλάξει δραστικά την αντιμετώπιση των άλλων απέναντί του», αναφέρει η δρ
Σεφέρη-Δανιήλ.
Το
μη επιθυμητό αποτέλεσμα
Παρότι
η επίδραση μίας επέμβασης πλαστικής χειρουργικής στην ψυχική κατάσταση των
ατόμων είναι κατά βάση θετική, υπάρχουν και ορισμένες εξαιρέσεις, καθιστώντας
την εκ των προτέρων ενδελεχή συζήτηση με το χειρουργό, κρίσιμης σημασίας.
Παλαιότερη ανάλυση 37 μελετών που δημοσιεύτηκε στο Plastic and Reconstructive
Surgery κατέδειξε ότι οι περιπτώσεις κακής έκβασης των επεμβάσεων αφορούσαν
κυρίως άτομα με μη ρεαλιστικές προσδοκίες ή με ιστορικό κατάθλιψης και άγχους.
«Ορισμένα
άτομα έχουν στο μυαλό τους το αποτέλεσμα διαφορετικό, ενδεχομένως πιο ιδεατό
και σε κάποιες περιπτώσεις επιδιώκουν να αλλάξουν εντελώς τα φυσικά
χαρακτηριστικά τους, προκειμένου να μοιάσουν σε ένα διάσημο πρόσωπο. Επιπλέον,
άτομα με ιστορικό άγχους, κατάθλιψης, οικογενειακών προβλημάτων κ.ά.,
υποκινούμενα από αυτό το ψυχολογικό υπόβαθρο, είναι πιθανό να μην ικανοποιηθούν
από το αποτέλεσμα, όσο καλό κι αν είναι.
Σε κάθε περίπτωση, πριν από κάθε επέμβαση γίνεται μία ενημέρωση από τον
πλαστικό χειρουργό και μία ενδελεχής συζήτηση με τον ενδιαφερόμενο σχετικά με
τις ανάγκες του, τις δυνατότητες και το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Το ζητούμενο
είναι να κατανοήσει ο πλαστικός χειρουργός τι ακριβώς ζητάει ο ενδιαφερόμενος,
να του εξηγήσει τι είναι εφικτό, ανάλογα με την ανατομία του, τη συμμετρία του
και την προσωπικότητά του, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι ικανοποιητικό και
για τον χειρουργό και για τον ενδιαφερόμενο», εξηγεί η δρ Σεφέρη-Δανιήλ.
Εθισμός
στην πλαστική χειρουργική
Ο
εθισμός στην πλαστική χειρουργική είναι μια διαταραχή συμπεριφοράς κατά την
οποία ένα άτομο θέλει να αλλάζει συνεχώς την εμφάνισή του με διαδοχικές
επεμβάσεις. Τα άτομα αυτά μπορεί να ξοδέψουν μεγάλα ποσά σε πολλαπλές
επεμβάσεις, κυνηγώντας την ευτυχία.
Η επιθυμία αυτή συχνά προκύπτει από την ανασφάλεια που νιώθουν για την εμφάνισή
τους. Αυτό είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα που όλοι βιώνουν περιστασιακά. Αλλά
όταν η ανασφάλεια γίνεται εμμονική και η πλαστική χειρουργική γίνεται το κέντρο
της ζωής ενός ατόμου, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Όπως
με κάθε εθισμό, έτσι και ο εθισμός στην πλαστική χειρουργική ξεκινά με μια
αρχική θετική εμπειρία. Όταν κάποιος που ζει με υπέρμετρη ανασφάλεια αισθάνεται
καλύτερα με την εμφάνισή του μετά την πρώτη επέμβαση, μπορεί να αποφασίσει να
κάνει και άλλη για να διορθώσει άλλο ένα «ελάττωμα».
Μόλις
η πλαστική χειρουργική γίνει η λύση στην αρνητική αυτοαντίληψη, μερικοί
άνθρωποι προχωρούν σε όσες επεμβάσεις μπορούν να αντέξουν οικονομικά. Ορισμένοι
προσπαθούν ακόμη και να αλλάξουν τον εαυτό τους έτσι ώστε να μοιάζουν με
κάποιον άλλον, όπως για παράδειγμα ένα διάσημο πρόσωπο που θαυμάζουν.
Ωστόσο,
η πλειονότητα όσων σκέφτονται ή υποβάλλονται σε αυτές τις επεμβάσεις είναι
ψυχικά εξίσου υγιείς με οποιονδήποτε άλλον, σύμφωνα με μια μελέτη του 2015 που
δημοσιεύτηκε στο Clinical Psychological Science.
«Οι
περισσότεροι ενδιαφερόμενοι προσδοκούν ένα εφικτό αποτέλεσμα, που
ανταποκρίνεται στις πραγματικές τους ανάγκες. Υπάρχουν, ωστόσο, και ορισμένοι
που επιμένουν στις μη ρεαλιστικές προσδοκίες τους και επισκέπτονται πολλούς
ειδικούς μέχρι να ακούσουν αυτά που θέλουν.
Ο
χειρουργός θα πρέπει καταρχάς να διαπιστώσει εάν όντως υπάρχει πρόβλημα στο
σημείο που επιθυμεί ο ενδιαφερόμενος να γίνει η παρέμβαση ή αν η επιθυμία αυτή
πηγάζει από άλλες αιτίες. Σε περίπτωση που διαφαίνεται κάποιο ψυχολογικό
υπόβαθρο ή διαπιστώνονται μη ρεαλιστικές προσδοκίες, στη συζήτηση πρέπει να
εμπλέκεται και ο ειδικός ψυχικής υγείας της ομάδας, έτσι ώστε να αποφεύγονται
οι δυσάρεστες εκβάσεις», καταλήγει η δρ Σεφέρη-Δανιήλ.