Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Καρπιαίος σωλήνας: Πώς επιτυγχάνεται γρήγορη ανάρρωση;

 


Καλύτερα βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα έχουν οι ασθενείς που υποβάλλονται σε επέμβαση καρπιαίου σωλήνα με ενδοσκοπική διάνοιξη. Οι μελέτες που υποστηρίζουν την άποψη αυτή ολοένα και πληθαίνουν, γεγονός που καθιστά την αποκατάσταση της πάθησης πιο απλή, γρήγορη και ασφαλή.

Μια από τις τελευταίες μελέτες που δημοσιεύθηκε στο BMC Musculoskeletal Disorders επιβεβαιώνει ότι όσοι επιλέγουν τη συγκεκριμένη τεχνική απολαμβάνουν γρηγορότερη ανάρρωση, αποφεύγοντας τις επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν από άλλους τρόπους διάνοιξης και απελευθέρωσης του μέσου νεύρου.

Η ανάγκη για χειρουργική επέμβαση προκύπτει όταν αναπτύσσεται σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα όπως μας εξηγεί ο Ορθοπαιδικός-Χειρουργός Dr Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος. Αυτό το σύνδρομο οφείλεται στην αυξημένη πίεση που δέχεται ένα νεύρο του καρπού, το μέσο νεύρο, που παρέχει αίσθηση στον αντίχειρα, στον δείκτη και στον μέσο, καθώς και στο μισό του παράμεσου δακτύλου. Το νεύρο βρίσκεται μέσα στον καρπιαίο σωλήνα, ένα στενό κανάλι που αποτελείται από οστά και συνδέσμους.

Όταν το κανάλι στενεύει και πιέζει το μέσο νεύρο και τους τένοντες (που βρίσκονται μέσα στο καρπιαίο κανάλι), τους κάνει να πρήζονται, γεγονός που διακόπτει την αίσθηση στα δάχτυλα. Επιρρεπείς είναι οι άνθρωποι που κάνουν υπερχρήση των χεριών τους και ειδικά εκείνοι που η φύση του επαγγέλματός τους απαιτεί να βάζουν μεγάλη δύναμη για την εκτέλεση μιας εργασίας, κάνουν ακραίες κινήσεις ή χειρίζονται βαριά κρουστικά μηχανήματα (κομπρεσέρ). Πέραν αυτών, η ηλικία, η κληρονομικότητα, τα κατάγματα, τα εξαρθρήματα και οι αρθροπάθειες είναι οι συχνότεροι παράγοντες που συμβάλουν στην ανάπτυξη του συνδρόμου.

Όταν οι συντηρητικές μέθοδοι αντιμετώπισης του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα (στις οποίες περιλαμβάνονται η ανάπαυση, η χρήση νάρθηκα, η φυσικοθεραπεία και οι ενέσεις κορτικοστεροειδών), δεν ανακουφίζουν επαρκώς τα συμπτώματα, ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται με τη χειρουργική απελευθέρωση του μέσου νεύρου. Σε ολόκληρο τον κόσμο πραγματοποιούνται κάθε χρόνιο εκατομμύρια τέτοιες επεμβάσεις για τη θεραπεία ασθενών με σοβαρά συμπτώματα. Ο πρωταρχικός στόχος τους είναι η διατομή του εγκάρσιου καρπιαίου συνδέσμου για τη μείωση της συμπίεσης των νεύρων και, ως εκ τούτου, την ανακούφιση από τον πόνο, το μούδιασμα και το μυρμήγκιασμα και για τη βελτίωση της λειτουργικότητας του χεριού.

«Επί πολλά χρόνια οι εν λόγω επεμβάσεις γίνονταν με την κλασική, ανοιχτή μέθοδο. Όμως, παρά τα καλά αποτελέσματα, έχει συσχετιστεί με επιπλοκές, όπως επίμονη αδυναμία, πόνο, σχηματισμό υπερτροφικών ουλών που διασχίζουν τον καρπό, ευαισθησία στην ουλή, αργή ανάρρωση και υψηλότερη συχνότητα επίμονου πόνου. Ο ασθενής αποκτούσε μια μεγάλη ουλή, της τάξεως των 60-80 mm, η περίοδος ανάρρωσης ήταν μεγάλη (25 ημέρες) και το ποσοστό επιπλοκών ήταν περίπου 1%.

Για την αποφυγή αυτών, αναπτύχθηκε η ενδοσκοπική τεχνική, η οποία επέτρεψε μικρότερες τομές και καλύτερα αισθητικά αποτελέσματα συγκριτικά με την ανοιχτή. Στα πλεονεκτήματα της ενδοσκοπικής τεχνικής περιλαμβάνεται και η ταχύτερη επάνοδος του χειρουργημένου ασθενή στις καθημερινές δραστηριότητές του κατά σχεδόν 50%! Ωστόσο, είναι ένας τεχνικά δύσκολος τρόπος απελευθέρωσης του μέσου νεύρου, που απαιτεί την εμπειρία του χειρουργού», τονίζει ο Dr Τριανταφυλλόπουλος.

Προκειμένου να διερευνηθούν η αποτελεσματικότητα, η ασφάλεια και εν γένει τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των δύο μεθόδων, κινέζοι ερευνητές (China-Japan Union Hospital / Jilin University), συνέκριναν πρόσφατα είκοσι οκτώ μελέτες που είχαν δημοσιευθεί έως τον Αύγουστο του 2019. Από τα αποτελέσματα διαπιστώθηκε ότι η ενδοσκοπική προσέγγιση προσφέρει σημαντικά υψηλότερα ποσοστά ικανοποίησης, ταχύτερη επιστροφή στην εργασία και χαμηλότερη συχνότητα επιπλοκών που σχετίζονται με την ουλή.

 «Παλαιότερα η ενδοσκοπική επέμβαση για τη θεραπεία του συνδρόμου γινόταν με δύο τομές. Σήμερα πραγματοποιείται μέσω μιας μικρής τομής λίγων εκατοστών (2-3), από την οποία εισάγονται τα μικροεργαλεία, κατόπιν αναισθησίας. Πρόκειται για μια απολύτως ασφαλή μέθοδο, που τα ποσοστά αποτυχία της είναι εξαιρετικά χαμηλά. Σε σύγκριση με την ανοιχτή μέθοδο, με την ενδοσκοπική ο χειρουργός βλέπει καλύτερα την περιοχή που χειρουργεί και έχει έτσι τη δυνατότητα να κόψει τον σύνδεσμο χωρίς να δημιουργηθεί κάποιος τραυματισμός στις γύρω δομές.

Ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι του ακόμα και την ίδια ημέρα, στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις. Σημαντική προϋπόθεση είναι βέβαια η ενδοσκοπική επέμβαση να γίνεται με σύγχρονα εργαλεία, καθώς δεν είναι όλα το ίδιο ασφαλή και αποτελεσματικά, ούτε είναι σχεδιασμένα για να μειώνουν τον μετεγχειρητικό πόνο. Εκτός από τη χρήση εργαλείων τελευταίας τεχνολογίας, οι ασθενείς θα πρέπει να εμπιστεύονται χειρουργούς που έχουν εμπειρία στις συγκεκριμένες επεμβάσεις, προκειμένου να αποφύγουν κάθε πιθανή ταλαιπωρία», επισημαίνει ο Dr Τριανταφυλλόπουλος.