Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Παγκόσμια Ημέρα Ακοής: Καθημερινές συνήθειες που μας … κουφαίνουν


Η ηχορύπανση στους δρόμους της πόλης με τις κόρνες, τα μαρσαρίσματα, τα κομπρεσέρ, τα ακουστικά, που ειδικά τα παιδιά φοράνε αδιαλείπτως, η ένταση της μουσικής, όλα αυτά συνθέτουν το παζλ μιας «βίαιης», ακουστικά, καθημερινότητας, που βλάπτει σοβαρά την υγεία των αυτιών μας.
Με αφορμή τη χθεσινή Παγκόσμια Ημέρα Ακοής  3 Μαρτίου, οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι, για τους ανθρώπους των πόλεων, η αντιμετώπιση πολύ δυνατών θορύβων είναι μια καθημερινότητα, που βλάπτει την ακοή μας αργά, αλλά σταθερά.
«Σύμφωνα με έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), η ηχορύπανση έρχεται δεύτερη στην κατάταξη (μετά την ατμοσφαιρική ρύπανση) των μεγαλύτερων περιβαλλοντικών κινδύνων για την υγεία. Πρόκειται για τον υπερβολικό και ενοχλητικό θόρυβο, που προκαλείται από τον άνθρωπο, τα ζώα ή τις μηχανές και διαταράσσει τη δραστηριότητα ή την ισορροπία του ανθρώπου και τη ζωή των ζώων», μας εξηγεί η Δρ. Ανατολή Παταρίδου, MD, χειρουργός ωτορινολαρυγγολόγος κεφαλής & τραχήλου, παιδο-ΩΡΛ, επιστημονική συνεργάτης του Νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ-ΜΗΤΕΡΑ (www.pataridou.gr).
«Η έκθεση σε θόρυβο έχει και άμεσες και μακροχρόνιες συνέπειες, που όμως δεν είναι ούτε ορατές, ούτε αναγνωρίσιμες, αλλά υποσκάπτουν συστηματικά την υγεία. Να σας πω εδώ ότι ειδικά για τα παιδιά και για τους νέους η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Αξιωματούχοι του ΠΟΥ εκτιμούν ότι πάνω από ένα δισεκατομμύριο νέοι στον κόσμο κινδυνεύουν να χάσουν την ακοή τους εξαιτίας των φορητών συσκευών παραγωγής ήχου, των smartphones συμπεριλαμβανομένων».


Ειδικά για τα ακουστικά, δε, οι ειδικοί τονίζουν ότι πρέπει να φοριούνται το πολύ 90 λεπτά την ημέρα, ρυθμισμένα στο 80% της έντασης.
Πέρα από την έκθεση σε υψηλά επίπεδα θορύβου, άλλοι βασικοί λόγοι, που μπορεί να προκαλέσουν μείωση της ακουστικής ικανότητας, είναι μολύνσεις των αυτιών, η χρήση ωτοτοξικών φαρμάκων, ακουστικά τραύματα προκαλούμενα από εξωτερικά αίτια, γενετικοί παράγοντες και, φυσικά, η γήρανση.
Το ταξίδι του ήχου
Σύμφωνα με την κυρία Παταρίδου, η μετάδοση του ήχου πραγματοποιείται αρχικά με την συλλογή των ηχητικών κυμάτων από το εξωτερικό αυτί. Στη συνέχεια τα κύματα φτάνουν στο τύμπανο, που βρίσκεται στο μέσο αυτί - το τύμπανο βρίσκεται σε επαφή με τα ακουστικά οστάρια.
«Λόγω των δονήσεων, που προκαλούνται στο τύμπανο από τα ηχητικά κύματα, τα οστάρια κινούνται και μεταφέρουν την ενέργεια τους στον κοχλία, ο οποίος αποτελείται από 20-30 αυλοειδείς ίνες, οι οποίες συνδέονται με την σειρά τους με τριχωτά κύτταρα. Ανάλογα με την συχνότητα του ήχου που ακούμε, ενεργοποιούνται οι αντίστοιχες αυλοειδείς ίνες και τα τριχωτά κύτταρά τους, με αποτέλεσμα να αποστέλλονται ηλεκτρικοί παλμοί στο κοχλιακό νεύρο και κατ’ επέκταση στον εγκέφαλο. Όσο πιο δυνατός είναι ο ήχος, τόσο πιο πολλά τριχωτά κύτταρα θα κινούνται», λέει η χειρουργός ωτορινολαρυγγολόγος κεφαλής & τραχήλου, παιδο-ΩΡΛ.
Ο ήχος μετριέται σε decibel (db). Οι ήχοι σε ένα ήσυχο σπίτι φτάνουν τα 40 db, ενώ σε έναν δρόμο μεγάλης κυκλοφορίας κυμαίνονται από 75-100 db. Ο έντονος θόρυβος επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το ακουστικό όργανο, καθώς μπορεί να προκαλέσει φθορά στα τριχωτά κύτταρα του κοχλία, ρήξη τυμπάνου και καταστροφή του οργάνου του Corti. Η βλαπτική λειτουργία του για το αυτί (χωρίς να είναι ορατή ή αναγνωρίσιμη) ξεκινάει περίπου από τα 80 db και ο πόνος του αυτιού ξεκινάει από τα 120 db και πάνω. Ήχοι έντασης 140 db μπορεί να οδηγήσουν στην απώλεια της ακοής με μία, μόνο, έκθεση. Η απώλεια μπορεί να προκληθεί από σύντομη έκθεση σε πολύ δυνατό θόρυβο ή από συνεχή έκθεση σε μέτριας έντασης θόρυβο.
Μηχανισμοί προστασίας
Τα αυτιά μας έχουν τους δικούς τους μηχανισμούς προστασίας, για να προφυλάσσονται από τους δυνατούς ήχους.
Ο πρώτος μηχανισμός, επισημαίνει η κυρία Παταρίδου, αφορά στις περιπτώσεις που το ηχητικό ερέθισμα ξεπερνά τα 140db. Όταν δυνατοί ήχοι προκαλούν μεγάλους κραδασμούς του ακουστικού τυμπάνου, οι μύες περιστρέφουν ελαφρά τα ακουστικά οστάρια, τα οποία κινούνται από άκρη σε άκρη, αντί μπρος-πίσω. Με αυτόν τον τρόπο μεταδίδεται λιγότερη δύναμη προς το εσωτερικό του αυτιού, έχοντας ως αποτέλεσμα το καταλάγιασμα του ξαφνικού ήχου.
Ο δεύτερος μηχανισμός είναι η αντανακλαστική κίνηση του αυτιού να τεντώνει το τύμπανο. Με αυτόν το τρόπο δεν επιτρέπεται στα οστάρια να μεταφέρουν ενέργεια στον κοχλία και ελαττώνεται αυτόματα η ευαισθησία του αυτιού.
«Και οι δύο αμυντικοί μηχανισμοί ταλαιπωρούνται, όταν ενεργοποιούνται συχνά, με αποτέλεσμα να μην είναι αποτελεσματικοί, όταν τα αυτιά μας εκτίθενται σε συχνούς και σε δυνατούς θορύβους», καθιστά σαφές η ειδικός.
Η ηχορύπανση είναι η μάστιγα των μεγαλουπόλεων, καθώς οι κάτοικοί τους έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με θορύβους έως και 100 db. Βάσει ερευνών, ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους υποφέρει από πιθανώς επιβλαβή επίπεδα θορύβου. Η απώλεια ύπνου, η αδυναμία συγκέντρωσης και τα υψηλά επίπεδα στρες είναι από τις πιο βασικές επιπτώσεις και μπορεί να οδηγήσουν σε ακόμη πιο σημαντικές, όπως διαβήτη, εγκεφαλικό, ακόμη και σε καρδιακή προσβολή. Οι νέοι είναι εκείνοι που υποφέρουν περισσότερο, καθώς εκτίθενται διαρκώς σε δυνατούς ήχους στο εργασιακό τους περιβάλλον, στη διασκέδασή τους, αλλά και στη χρήση της κινητής τηλεφωνίας και των ακουστικών μουσικής. Ακόμα και τα μικρά παιδιά, που κάνουν χρήση ακουστικών αρκετές ώρες κάθε μέρα, οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στη βαρηκοΐα, ίσως και στην κώφωση.
Οδηγός για… καλή ακρόαση
Είναι στο χέρι μας να πάρουμε μέτρα προφύλαξης, ώστε να μειώσουμε τη βλαπτική επίδραση του ήχου.
Η χρήση ωτοασπίδων (π.χ. ειδικές ωτοασπίδες εργασίας), η μείωση της έντασης της τηλεόρασης και της μουσικής που ακούμε, η χρήση ακουστικών παλαιού τύπου, αντί για τις «ψείρες» και η παραμονή σε χώρους με δυνατή μουσική για μικρό χρονικό διάστημα θα μας βοηθήσουν να προστατέψουμε τα αυτιά μας, λέει η κυρία Ανατολή Παταρίδου.
Επιπλέον στο σπίτι μας μπορούμε να βάλουμε διπλά τζάμια, να χρησιμοποιούμε πιο αθόρυβες ηλεκτρικές συσκευές και να δημιουργήσουμε ένα φυσικό «φράγμα» ήχου στο μπαλκόνι μας, με πολλές γλάστρες και πυκνές φυλλωσιές.
«Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, είναι ο καθένας μας ξεχωριστά να σέβεται τα άτομα του περιβάλλοντός του, με το να αντιλαμβάνεται αν ο ήχος, που παράγει, μπορεί να γίνεται ενοχλητικός για τους γύρω του», καταλήγει η ειδικός.