Γράφει ο λαογράφος Χρήστος Τούμπουρος
«Όσα πιο πολλά σερκά»
Μπορεί σήμερα να το θεωρούμε απίστευτο, παράλογο και ίσως ψεύτικο. Είναι όμως αλήθεια. Στα αντρόγυνα «εκείνης της εποχής», τα τέκνα δεν είχαν την ίδια αξία! «Τα σερκά είναι πλούτος, τα θηλ’κά είναι γραμμάτιο». Κι ας μην κατσουφιάζ’ κάποιος. «Έχω τρία παιδιά και μια κουπέλα!» Κάτι τέτοιο θα άκουγε όποιος θα ρωτούσε τον πολύτεκνο πατέρα.
Και καλά να ήταν έτσι. Να ήταν και τα τέσσερα θηλ’κά; «Φωτιά στον κόρφο τ’ καθενός με τέτοια φαμπλιά!» «Κοπελόσπορος έπεσε στο σπίτ’». «Μας μάτιασε εκείν’ η παλιοβρώμα η γειτόν’σα, που να τ’ν φάει κακό σιρσεγγ’». Κι άλλα πολλά.
Το βάρος έπεφτε στη γυναίκα. «Πού μας έτ’χε το τυχερό μας». «Το σόι μας όλο γαλάρια έβγαζε. Μας ξακάμπ’σι αυτή η τσιουράπουκαι μας τόκλεισε το σπίτ’».
Ήταν μεγάλο το πρόβλημα γι’ αυτό λάμβαναν μέτρα και πριν από τον γάμο. Στα προζύμια: έβαζαν σερκά να ζυμώσουν. Τα προσκέφαλα στο γάμο τα κουβάλαγαν αγόρια. Κατά το γάμο η έγκυος δεν έτρωγε φακές. Δεν κάθονταν στη σκούπα, ούτε στη βαρέλα, γιατί, όσα στεφάνια έχει η βαρέλα, τόσες τσούπρες θα κάμει…
Τα γιατροσόφια πλείστα: Το σερκόχορτο. Ήταν το βοτάνι που έκανε θαύματα. Το έπινε η νύφ’ και γίνονταν το θαύμα. Αγόρι. Το μάζευαν στα βουνά και στα λαγκάδια και κυκλοφορούσε, βέβαια, κρυφά και εμπιστευτικά. Υπήρχαν και οι επιτήδειοι που το εμπορεύονταν κανονικά και, μάλιστα «το πουλούσαν ακριβά».
Ενίοτε προκειμένου «να πετύχουν το παιδί», δηλαδή τον κληρονόμο, ο «άντρας γκάστρωνε συνεχώς τη γυναίκα». Και το πείραμα επαναλαμβάνονταν. Όπου πετύχαιναν το σερκό. Στο τρίτο, τέταρτο κ.ο.κ. Από αρχαιοτάτων χρόνων ίσχυε ότι «κληρονομούσε μόνο ο άντρας». Η γυναίκα «κληρονομούνταν».
Μεγάλο πρόβλημα ήταν τα πολλά παιδιά. Γι’ αυτό κυκλοφορούσε -μυστικά πάντοτε- και το στερφόχορτο. Το έτρωγαν τα γίδια και δεν ξαναγένναγαν. Ο καθένας, όπως νόμιζε το «παρήγαγε». Το στούμπαγε, το αλάτιζε, το διάβαζε στην εκκλησία, το έτρωγε η γ’ναίκα και «γιοκ κούτσ’κο». Υπήρχε κανονική συνταγή. Πότε θα το φάει, σε πόσες δόσεις, προ ή μετά φαγητού κ.λπ.
Εκεί που γίνονταν τα δράματα ήταν άμα «η νύφ’ ήταν στέρφα». Στέρφα είναι τα στείρα ζώα , αυτά που δεν γέννησαν, «τα στέριφα» όπως τα λέει ο Θεόκριτος στα Βουκολικά του.«Στερφοπάτησε δεν έπιασε ο μάρκαλος». Κατ’ επέκταση στέρφος σημαίνει άγονος και ακαλλιέργητος.«Eίκοσι μερόνυχτα πάνω στη στέρφα γης και μόνο αγκάθια» (Οδυσ. Ελύτης). Δεν βρίσκεις αμαλαϊά στα στέρφα χωράφια. Παραπέρα. Στέρφος είναι ο άδειος, ο κενός, ο χωρίς περιεχόμενο. «Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές/τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια». Καββαδίας «Πούσι».
Στέρφος καιρός. Κακοκαιρία. «Στεγνόςκαι στέρφος ο καιρός και αδυσώπητος…».
Κι άρχιζαν τα όργανα. «Τη βάρισιανεμογκάστρ’». Ο λαός λέει ανεμογκάστρι την ψεύτικη - μαϊμού γκαστριά. Αυτό που η ιατρική επιστήμη ονομάζει ψευδοκύηση και οπωσδήποτε το ερμηνεύει επιστημονικά. Η γυναίκα είχε όλα τα συμπτώματα της γκαστριάς αλλά γιοκ κούτσ’κο. Το πήρε ο σιαϊτάν’ς.
Άρχιζε το τετραβάγγελο, συνήθως η πεθερα. «Την είχα δει ιγώ. Μούργκα πούναι, τι περιμέν’ς;». Και δόστου παρακάτω. «Τέτοια τραβαζίκα είναι. Πού να πιάσ’ πιδί. Στραβώθ’κα κι γω και ο μακαρίτ’ς ο άντρας μ’ και τ’ν δεχτήκαμαν νύφ’. Έπρεπε να πάρω μια τζιουμανίκα… Γκαβωθήκαμαν ντιπ κατά ντιπ. » «Δεν πιάν’ ο μαρκάλος σ’ αυτήν. Κάθιτι και μουτζουκλαίει. Πάει χαμένο εκείνο το μουλαϊνκο το δ’κό μ’». Μερικά από όσα άκουγε. Κι ακόμα η «άκληρη» γυναίκα, η γυναίκα που είχε την ατυχία να μην τεκνοποιήσει, ήταν η άτεκνη, η στέρφα, η στείρα, η μαρμάρω, η αχαΐρευτη, η ανεπρόκοπη και πάει λέγοντας…
Θεραπεία για την «ατυχία» της, δεν υπήρχε. Πίστευε, όμως, πως κάτι μπορεί να γίνει με το πρόβλημά της. Και κατέφευγε στα όποια ερασιτεχνικά θεραπευτικά μέσα…
Και δόστου ματζούνια, να χαϊμαλιά. Είχαν καλή δουλειά οι ριχτολόγοι, οι κομπογιανίτες και οι κάθε λογής τσαρλατάνοι… Mάτιασμα-ξεμάτιασμα, διώξιμο και αποδιώξιμο των δαιμονικών. Έρχεται το σερκό.
Τελικό βήμα, τελευταία προσπάθεια το διάβασμα στην εκκλησία. Ευχές , λειτουργίες, ευχέλαια και τάματα.
Κάπως έτσι σαν το δημοτικό τραγούδι. "Τάξε μανούλα 'μ τάματα, σ' όλα τα μοναστήρια../τάξε κερί στον ΄Αιλιά, φλουριά στην άγια Λαύρα…»