Στη διαδρομή των διακοσίων ετών
από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, δυστυχώς, δεν διαθέτουμε αρκετές μελέτες
γι’ αυτή.
Το 1859 δημοσιεύεται το έργο του
Ιωάννη Φιλήμονα Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, ένα έργο που μας
δίδει σποραδικές ειδήσεις περί της σύστασης της εταιρίας αυτής. Ένα πιο
συγκροτημένο έργο είναι αυτό του Τάκη Κανδηλώρου, Η Φιλική Εταιρεία 1814 -
1821, το οποίο δημοσιεύεται το 1926. Καίριο όμως έργο παραμένει αυτό του
Βαλέριου Μέξα Οι Φιλικοί, στο οποίο παρουσιάζεται ο «Κατάλογος των Μελών της
Φιλικής Εταιρείας εκ του Αρχείου Σέκερη». Έστω κι αν είναι μερικώς ελλιπής ο
παραπάνω κατάλογος, ωστόσο εμπεριέχει σημαντικότατα στοιχεία για την κατήχηση
των Φιλικών από το έτος 1814 έως και το 1821. Πιο συγκεκριμένα, περιλαμβάνει
επώνυμο και όνομα εταίρου στη Φιλική Εταιρεία, συνοδευόμενα από τον τόπο της
καταγωγής τους, το επάγγελμα, την εποχή κατήχησης, τον τόπο κατήχησης, το όνομα
του κατηχητή, την οικονομική συνεισφορά και τις παρατηρήσεις. Τέλος σημειώνουμε
τα Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρίας υπό Εμμανουήλ Ξάνθου, το 1845 και
το λεύκωμα του Εμμανουήλ Πρωτοψάλτη με τίτλο Η Φιλική Εταιρεία, το 1964. Στα
παραπάνω βιβλία, και στον κατάλογο των «Φιλικών…» του Βαλέριου Μέξα, θα
βασιστούμε κύρια για τα όσα θα εκθέσουμε στη συνέχεια.
Αλλά, ας δούμε τα προλεγόμενα:
Στη Μόσχα είχε ιδρυθεί μετά το
έτος 1787, η συνωμοτική εταιρία «Φοίνιξ». Ως ιδρυτής αυτής φέρεται ο Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος (ο Φιραρής, φυγάς, κατά τα τουρκικά), ο οποίος κατά τον Δεκέμβριο
του 1786, καταδιωκόμενος από την οθωμανική Πύλη, κατέφυγε στη Ρωσία. Ο
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος συνέγραψε κείμενα πατριωτικής έμπνευσης, όπως το
«Όνειρον» και το «Περί χρησμών της οθωμανική Πύλη, κατέφυγε στη Ρωσία. Ο
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος συνέγραψε κείμενα πατριωτικής έμπνευσης, όπως το
«Όνειρον» και το «Περί χρησμών της
Αποκαλύψεως», τα οποία
δημοσιεύθηκαν στη Μόσχα κατά το έτος 1810, στο έργο του Βόσπορος εν Βορυσθένει.
Βασικά μέλη αυτής της εταιρίας
υπήρξαν οι γιαννιώτες Ζώης Ζωσιμάς, μεγαλέμπορος, κάτοικος Μόσχας, και ο Μιχαήλ
Χρησταρής, ιατρός και διανοούμενος, κάτοικος Βουκουρεστίου.
Σημαντική μαρτυρία παραμένει η
αναφορά του Τάκη Κανδηλώρου, σχετικά με την εταιρία «Φοίνιξ», πως «…εις Μόσχαν
ο Ζωσιμάς έμαθε παρά του Καλευρά τα της εταιρίας η «Αθηνά», αλλά την
απεδοκίμασεν, ανεκοίνωσε δε τότε αυτώ, ότι υπήρχεν ιδρυμένη εν Μόσχα και άλλη
μεγάλη εταιρία, ο «Φοίνιξ», χωρίς σημεία, είχε δε και αυτή σκοπόν την ελευθερίαν
της Ελλάδος από μεγάλους ανθρώπους, και ότι, εντός ολίγου, θα εφαίνοντο και τα
αποτελέσματα. Των μεγάλων αυτών προσώπων ήτο προδήλως είς και ο Αλέξανδρος
Μαυροκοδράτος ο Φιραρής». Αυτά ως προς τα προλεγόμενα.
Αλλά, ας παρεμβληθεί εδώ η
υποσημείωση ότι είχε ήδη διαμορφωθεί στις ελληνικές παροικίες της δυτικής και
ανατολικής Ευρώπης, μια ανθηρή νεοελληνική εμπορική τάξη. Η τάξη αυτή θα έρθει
σε ρήξη με τα πολιτικά και οικονομικά πρότυπα της απολυταρχικής Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας και η οποία τελευταία, κατά το οικονομικό σκέλος, βασίζεται
αποκλειστικά στην εκμετάλλευση φόρων από τη γη, τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Σε
αυτή ακριβώς τη ρήξη, μεταξύ ελλήνων εμπόρων των παροικιών και της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, πρέπει να αποδοθεί η άνθηση πολυπληθών ελληνικών μυστικών και
συνωμοτικών εταιριών, όπως για παράδειγμα ο «Φοίνιξ» και η «Φιλική Εταιρεία».
Γνωρίζουμε όλοι μας ότι τρεις
ήταν οι γνωστοί πρωτεργάτες της σύστασης της Φιλικής Εταιρείας:
Ο Αθανάσιος Τζακάλωφ, γεννηθείς
στα Ιωάννινα, υπήρξε γιος εμπόρου, καταγόμενου από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας,
και γιος γιαννιώτισσας εγκρίτου οικογενείας. Πηγαίνει στη Μόσχα, όπου τότε
εμπορεύεται ο πατέρας του, και από εκεί στο Παρίσι, για να σπουδάσει ιατρός,
όπου και γίνεται μέλος της συνωμοτικής
εταιρίας «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον», με ψυχή τον διανοούμενο
λεξικογράφο, Μακεδόνα, Γεώργιο Ζαλύκη.
Ο Αθανάσιος Τζακάλωφ επανέρχεται
στη Μόσχα το 1814, και εκεί γνωρίζεται με τον Νικόλαο Σκουφά, καταγόμενο από το
Κομπότι της Άρτας, έμπορο, ο οποίος και βρίσκεται με αυτή του την ιδιότητα στη
Μόσχα.
Ο Νικόλαος Σκουφάς φέρεται ως
μέλος της εταιρίας «Φοίνιξ», όπως τούτο διαπιστώνεται από διάφορα έγγραφα της
εποχής. Και πράγματι, φέρεται κατά το Αρχείο του Παναγιώτη Σέκερη, ως από τους
πρώτους κατηχητές της Φιλικής Εταιρείας στη Μόσχα κατά το έτος 1814. Ο Σκουφάς
υπήρξε γραμματέας στην εμπορική επιχείρηση του γιαννιώτη Λάμπρου Πάλλη, που
είχε ως έδρα της τη Μόσχα.
Ο Νικόλαος Σκουφάς, διαπιστωμένα
ως από τα παλαιότερα μέλη της εταιρίας «Φοίνιξ», υπήρξε, και λόγω της
συνωμοτικής του παράδοσης, ένας από τους ιδρυτές της «Φιλικής Εταιρείας».
Φαίνεται ότι η συνωμοτική εταιρία «Φοίνιξ», κατά το έτος 1814, έτος ίδρυσης της
Φιλικής Εταιρείας, είχε χάσει την πρότερη ακμή της. Και όχι τυχαία, εμφανίζεται
κατά το παραπάνω έτος και στη συνέχεια ως κατηχητής της Φιλικής Εταιρείας ο
Νικόλαος Σκουφάς, και μετέπειτα «κατηχούμενοι» οι Μιχαήλ Χρησταρής και
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο Φιραρής, πρώην μέλη της συνωμοτικής εταιρίας
«Φοίνιξ».
Τρίτος συνιδρυτής της Φιλικής
Εταιρείας υπήρξε ο Εμμανουήλ Ξάνθος, πάτμιος έμπορος, που δοκίμασε την εμπορική
διαδρομή του στη Σμύρνη, Τεργέστη και Οδησσό. Κατά τον Τάκη Κανδηλώρο, ο
Ξάνθος, «…τω 1813 μετέβη εις Κων/λιν ένθα, ως διηγείται ο ίδιος, συνεβλήθη μετά
τριών εκ των εκεί μεγαλεμπόρων Ηπειρωτών προς αγοράν ελαίων εν Ηπείρω. Εκ
τούτων ο Ασημάκης Κροκκίδας ήτο αντιπρόσωπος του Αλή Πασσά, ο Χριστόδουλος
Οικονόμου ήτο αδερφός του πανίσχυρου γραμματέως του Αλή Πασσά Μάνθου Οικονόμου
και τρίτος ο Κυριάκος Μπιτσακτσής». Και συνοπτικά, ο Ξάνθος «…περατώσας εν
Κων/πόλει τα της επιχειρήσεως του ελαίου, επέστρεψε τον Νοέμβριον 1813 εις
Οδησσόν, ένθα, ως λέγει, εγνωρίσθη το πρώτον μετά του Σκουφά, εις ον είχε να
διηγήται και Ηπειρωτικά νέα».
Από τον κατάλογο των μυήσεων της
Φιλικής Εταιρείας, όπως αυτός παρουσιάζεται από τον Βαλέριο Μέξα, που
δημοσιεύει το Αρχείο του Παναγιώτη Σέκερη, κατά τα έτη 1814, 1815, έγιναν μόνο
δύο μυήσεις, και αυτές διά του Νικολάου Σκουφά. Αλλά, κατά το έτος 1816,
γίνονται, πάντα κατά τον προαναφερθέντα κατάλογο, εννέα σπουδαιότατες μυήσεις, είτε
διά του Νικολάου Σκουφά, είτε διά άλλων κατηχητών, όπου και αποδεικνύεται η
διείσδυση της Φιλικής Εταιρείας στον εμπορικό κλάδο της Μόσχας και της Οδησσού.
Η απόπειρα να κατηχηθούν έμποροι της Μόσχας οδήγησε τη Φιλική Εταιρεία να
στραφεί προς την Οδησσό, όπου και κατευθύνεται για τον σκοπό αυτό ο Νικόλαος
Σκουφάς.
Κατηχούνται στην Οδησσό και
ταυτόχρονα στη Μόσχα, κυρίως διά του Νικολάου Σκουφά, αλλά και δια του άλλου
κατηχητή, Νικολάου Γαλάτη, επτανήσιου, σπουδαία πρόσωπα όπως ο προαναφερθείς
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο Φιραρής και ο Μάνθος Ριζάρης, ζαγορίσιος, έμπορος
Μόσχας. Μεταξύ αυτών και ο Θεοδόσιος Χριστοδούλου, ζαγορίσιος, που έπαιξε
μετέπειτα ρόλο στον «Ιερό Λόχο», καθώς και ο Νικόλαος Πατζιμάδης, Ιωαννίτης,
μεγαλέμπορος Μόσχας. Στο σύνολο των δέκα πρώτων κατηχούμενων, οι πέντε ήταν
Ηπειρώτες. Αλλά, ας προστεθεί εδώ και ένας σπουδαιότατος κατηχούμενος στη
Μόσχα, ο Κωνσταντίνος Πεντεδέκας, μικρέμπορος Ιωαννίτης, ο οποίος θα παίξει
μεγάλο ρόλο τα επόμενα έτη ως κατηχητής της Φιλικής Εταιρείας, αλλά και στα του
«Ιερού Λόχου».
Το 1817 παραμένει έτος επιτυχιών
της Φιλικής Εταιρείας, όπου σύμφωνα και πάλι με το Αρχείο Παναγιώτη Σέκερη
μυούνται δεκαπέντε μέλη, κυρίως δια του Νικολάου Σκουφά, ο οποίος, όπως ήδη
αναφέραμε, δρούσε τότε στην Οδησσό. Ταυτόχρονα, κατηχούνται και άλλα μέλη, όπως
τούτο συμβαίνει παράλληλα και στη Μόσχα. Μέσα σε αυτούς τους «μυημένους»
ξεχωρίζει ο «γνωστός οπλαρχηγός», με το αξίωμα του υποχιλιάρχου, Χριστόφορος
Περραιβός, Θεσσαλός, που είχε δράσει προηγούμενα στο Σούλι. Ξεχωρίζουν εδώ
επίσης και ο Γεώργιος Κώνστα Γάντζος, Ιωαννίτης, κατηχούμενος στη Μόσχα, και ο
Χριστόδουλος Λουριώτης, Αρτινός. Ο Γεώργιος Γάντζος υπήρξε μετέπειτα σπουδαίος
κατηχητής κατά το έτος 1818, ενώ ο Χριστόδουλος Λουριώτης, μεγάλο στέλεχος της
Ελληνικής Επανάστασης.
Και για να μην επεκταθούμε, κατά
το έτος 1818, η Φιλική Εταιρεία προβαίνει σε πολυπληθείς κατηχήσεις μελών των
ελληνικών παροικιών της Μόσχας, της Οδησσού, άλλων πόλεων της Ρωσίας και πόλεων
της Μολδοβλαχίας. Τοπογραφικά όμως οι κατηχήσεις επεκτείνονται και αλλού, όπως
στην Κωνσταντινούπολη, αλλά στη συνέχεια και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο.
Το 1818 είναι ένα σπουδαίο έτος
και αυτό για τη Φιλική Εταιρεία, με κατηχούμενα σημαντικά πρόσωπα, που δεν
είναι μόνο έμποροι αλλά και στρατιωτικοί, διπλωμάτες, ναυτικοί, κληρικοί και
άλλοι. Στο Αρχείο Παναγιώτη Σέκερη σημειώνονται, κατά το ίδιο έτος, εκατόν επτά
κατηχήσεις. Θα αναφέρουμε εδώ κάποια ξεχωριστά ονόματα Ηπειρωτών και μη, που
έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο στην εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας και στα μετέπειτα
γεγονότα της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία, αλλά και στον ελλαδικό χώρο. Είναι οι
Κωνσταντίνος Λασσάνης, Κοζανίτης, κατηχηθείς μάλλον στη Μόσχα. Παναγιώτης
Σέκερης, Πελοποννήσιος, σπουδαίος έμπορος της Κωνσταντινούπολης, κατηχηθείς
στην ίδια πόλη από τον συντοπίτη του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Ο Σέκερης έμελε
να υπάρξει ένα από τα εγκριτότερα πρόσωπα της λεγόμενης Αρχής της Φιλικής
Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη. Και ακόμη είναι, ο Θεόδωρος Νέγρης,
Κωνσταντινουπολίτης, αξιωματούχος σε Αυλή του Ιασίου, κατηχηθείς στην
Κωνσταντινούπολη από τον Γεώργιο Γάντζο.
Αναφέρουμε εδώ και ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα μύησης στον ελλαδικό χώρο, αυτό του έξοχου ιατρού και
λόγιου Γεωργίου Καλαρά, ο οποίος συνομιλούσε με τον γιαννιώτη, επίσης ιατρό και
λόγιο, Ιωάννη Βηλαρά. Ο Γεώργιος Καλαράς κατηχείται στην Κόρινθο από τον
προεστό της πόλης Θεοχάρη Ρέντη. Τέλος, ας προστεθεί και η κατήχηση του αδελφού
του Ιωάννη Καποδίστρια, Βιάρου, νομικού στην Κέρκυρα, από τον Θεσσαλό διδάσκαλο
Αριστείδη Παπά, σπουδαίο πρόσωπο και ο τελευταίος της Φιλικής Εταιρείας.
Αλλά, και από τους Ηπειρώτες ας
αναφέρουμε τους Γεώργιο Μόστρα, Αρτινό, διπλωμάτη της Ρωσικής Πρεσβείας στην
Κωνσταντινούπολη, που κατηχείται από τον ομόπατρή του Χριστόδουλο Λουριώτη. Ο
Γεώργιος Μόστρας έμελε να παίξει διπλωματικό ρόλο και μετέπειτα, όσον αφορά τα
ευρωπαϊκά τεκταινόμενα σε σχέση με την Ελληνική Επανάσταση. Ας αναφέρουμε εδώ
και το παράδειγμα του προαναφερθέντα Μιχαήλ Χρησταρή, ιατρού και μεγάλου
λόγιου, ο οποίος κατηχήθηκε στο Βουκουρέστι από τον Κωνσταντίνο Πεντεδέκα. Ο
Μιχαήλ Χρησταρής, προκειμένου να ενθουσιάσει την ελληνική νεολαία στο
Βουκουρέστι, οργάνωσε πατριωτικές θεατρικές παραστάσεις. Υπήρξε μέλος του
πολεμικού «Βουλευτηρίου» του Υψηλάντη, μαζί με τον Αθανάσιο Τζακάλωφ, στο οποίο
ταμίας είναι και ο γιαννιώτης διδάσκαλος Νικόλαος Πολυένης. Ο Πολυένης αναγράφεται
ως αγρονόμος, κατηχηθείς υπό του Θεόδωρου Νέγρη, Κωνσταντινουπολίτη, ο οποίος
χαρακτηρίζει τον Πολυένη ως «…σπουδαίον, εμβριθή φιλέλληνα και ενάρετον
ομογενή».
Τέλος, μια άλλη από τις πλέον
σημαντικές κατηχήσεις στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε αυτή του Ασημάκη Κροκίδα,
Αρτινού μεγαλεμπόρου, που, όπως σημειώσαμε, ασχολείται και με εισαγωγή ελαίων
από τα παράλια της Ηπείρου, και ο οποίος είχε αποστείλει προηγουμένως τον
Εμμανουήλ Ξάνθο στα παράλια της Ηπείρου, προς διεκπεραίωση των σχετικών εμπορικών
συναλλαγών.
Από τον κατάλογο των Φιλικών
βέβαια δεν λείπουμε και μυήσεις κληρικών, και ας σημειώσουμε εδώ σχετικά τις
περιπτώσεις: του Βασίλειου Συναγωγίου, Ιωαννίτη, αρχιμανδρίτη, δια του
Κωνσταντίνου Πεντεδέκα στο Βουκουρέστι, και το 1819 του επίσης γιαννιώτη
Άνθιμου ιερομόναχου Αργυρόπουλου.
Και βέβαια, εδώ δεν θα
αναφέρουμε τις αναρίθμητες μυήσεις λαϊκών και κληρικών που έγιναν στην
Πελοπόννησο κατά το ίδιο έτος, και των οποίων τα ονόματα είναι λίγο ως πολύ
γνωστά.
Σε μια πρώτη κατάφαση, θα συμφωνήσουμε
με τον Ιωάννη Φιλήμωνα ότι «Έμποροι εν Μόσχα εκυοφόρησαν την προς επανάστασιν
εθνικήν ενότητα· έμποροι εν Οδησσῴ
εμαιεύσαντο
και
έμποροι
εν
Κωνσταντινουπόλει
εθήλασαν
ταύτην».
Στην Κωνσταντινούπολη θα γίνουν
αναρίθμητες μυήσεις, και εδώ μάλιστα μεταφέρεται η κύρια δραστηριότητα της
Αρχής των Φιλικών. Χαρακτηριστικό παραμένει ότι από τις εκατόν εξήντα εφτά
μυήσεις που παρουσιάζονται στο Αρχείο Παναγιώτη Σέκερη, οι πενήντα τρεις
συμβαίνουν στην Κωνσταντινούπολη. Δεν παύουν βέβαια οι μυήσεις στη Ρωσία, στη
Μολδοβλαχία, στην Ιταλία, αλλά και στον ελλαδικό χώρο. Αλλά, το ότι το κέντρο
βάρους της Φιλικής Εταιρείας μετακινείται στην Κωνσταντινούπολη, αποδεικνύεται
και από ένα έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 1818, το οποίο συντάχθηκε στην ίδια
πόλη. Το παραπάνω έγγραφο απευθύνεται στην Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, δηλαδή
την ηγεσία της, και στο οποίο αναφέρονται ως αρχηγοί αυτής οι Άνθιμος Γαζής,
Εμμανουήλ Ξάνθος, Αθανάσιος Τζακάλωφ, Παναγιώτης Σέκερης, Νικόλαος Πατζιμάδης,
Γεώργιος Λεβέντης και Αντώνιος Κομιζόπουλος.
Ας μεταπηδήσουμε, λόγω
οικονομίας του λόγου μας, στα συμβάντα στην Κωνσταντινούπολη κατά το έτος 1821,
και ας δούμε τί συνέβη στη μεγάλη εμπορική επιχείρηση του γιαννιώτη Γεωργίου
Μελά. Γράφει ο Λέων Μελάς, ο συγγραφέας του Γερο-Στάθη:
«Ο πατήρ μου, …, εγένετο μέλος
της Φιλικής Εταιρείας… διακινδυνεύσας ούτω ουχί μόνον άπασαν την εν Κων/πόλει
χρηματικήν και κτηματικήν περιουσίαν του, αλλά και αυτήν την ζωήν του, …
Έσπευσεν δε ο φιλόπατρις πατήρ μου να κατηχήσει ως μέλη της Φιλικής Εταιρείας
και άπαντας του υπαλλήλους του εμπορικού του γραφείου, εξ ων οι μεν ήσαν
ηπειρώται, οι δε πελοποννήσιοι». Και στη συνέχεια ο Λέων Μελάς περιγράφει τις
συνέπειες ενός αποτυχημένου σχεδίου πυρπόλησης του τουρκικού στόλου στον
Βόσπορο:
«Αλλά το σχέδιο τούτο [της πυρπόλησης,
σ.σ.] απέτυχε προδοθείσης της Φιλικής Εταιρείας στην Οθωμανικήν Κυβέρνησιν,
ήτις μαινομένη ήρχισε τότε να συλλαμβάνη, να φυλακίζη, να εξορίζη στα βάθη της
Ασίας, να αποκεφαλίζη, να πνίγη και να απαγχονίζη ακρίτως και ανεξετάστως πάντα
Έλληνα καταγγελόμενον ή θεωρούμενον ως ύποπτον, …». Το ίδιο ίσχυσε και για τον
εμπορικό οίκο του αρτινού Ασημάκη Κροκίδα, και για άλλους εμπορικούς οίκους της
Κωνσταντινούπολης, των οποίων οι οικογένειες διέφευγαν σωρηδόν προς τη Ρωσία,
και προς άλλες φιλικές χώρες.
Ο Γεώργιος Μελάς, παρόλο που δεν
απογράφεται στον κατάλογο των Φιλικών του Παναγιώτη Σέκερη, αποδεικνύεται ως
μέλος της Φιλικής Εταιρείας από ένα έγγραφο που συντάχθηκε στην
Κωνσταντινούπολη, απευθυνόμενο προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στις 2 Ιανουαρίου 1821,
όπου και υπογράφουν οι εξής:
«Δημήτριος Περρούκας, Κυριάκος
Κουμπάρης, Σπυρίδων Μαύρος, Ιωάννης Μπάρμπης, Ευστάθιος Σουγδουρής
(γιαννιώτης), Παναγιώτης Σέκερης, Αναστάσιος Μπούμπας (γιαννιώτης),
Χριστόδουλος Οικονόμου (ζαγορίσιος), Γεώργιος Μελάς (ο προαναφερθείς), Μιχαήλ
Βασιλείου (αργυροκαστρίτης), Δημήτριος Σχινάς».
Ας σημειώσουμε όμως και μία άλλη
στόχευση της Φιλικής Εταιρείας. Χρονικά βρισκόμαστε προ των γεγονότων του Ιερού
Λόχου, με τις μάχες του Σκουλενίου και του Δραγατσανίου, το καλοκαίρι του 1821,
και η Φιλική Εταιρεία επιχειρεί παράλληλα μια ουσιαστική διείσδυση στην Ήπειρο
προσεγγίζοντας τον Αλή Πασά, ως ενδυνάμει αντίπαλο του Σουλτάνου. Κυρίως τούτο
επιχειρείται διά του Ιωάννη Παππαρηγόπουλου, προξένου και εκπροσώπου Ρωσικών
συμφερόντων, ο οποίος είχε έδρα την Πάτρα, και μυήθηκε ως Φιλικός κατά το έτος
1818. Παράλληλα ένας δεύτερος δρόμος για την προσέγγιση προς τον Αλή Πασά
υπήρξε αυτός των Ηπειρωτών εμπόρων της Κωνσταντινούπολης.
Και όπως γράφει ο Τάκης
Κανδηλώρος, «οι αρχηγοί συνησθάνοντο, ότι μεγίστην θα ελάμβανεν επίδοσιν η
επιχείρησις αν ηδύναντο να προσελκύσουν την προσοχήν της Αυλής του Αλή πασά,
όστις εξουσίαζε τότε ολόκληρον την Αλβανίαν, την Ήπειρον, την Θεσσαλίαν και την
Στερεάν Ελλάδα από Αγράφων, Μεσολογγίου και Ναυπάκτου μέχρι Λειβαδείας. Ο
Μάνθος, ο Αλέξης Νούτσος, ο Κολοβός, ο Τουρτούτης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και
τόσα άλλα μεγάλα και σημαντικά πρόσωπα μετά της λατρευτής του τυράννου
Βασιλικής Κίτσου Κονταξή αν κατωρθούτο να μυηθώσι, θα ησφαλίζετο η κατήχησις
του μάλλον ενόπλου Ελληνικού διαμερίσματος. Εκρίθη δε κατάλληλος διά την
ενέργειαν ταύτην ο εν Κων/πόλει μεγαλέμπορος Ασημάκης Κροκίδας επίτροπος του
Αλή πασά παρά τη Πύλη».
Γεγονός παραμένει ότι το σχέδιο
για την Επανάσταση στην Ήπειρο, δεν λειτούργησε, λόγω του τέλους του Αλή Πασά.
Άνθρωποι της Ελληνικής Επανάστασης στην Ήπειρο δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν
λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν, και έτσι αποφασίστηκε ότι το κέντρο
της Επανάστασης θα παραμείνει η Πελοπόννησος. Παρ' όλα ταύτα στην Ήπειρο, κατά
το έτος 1822, επικρατεί αναβρασμός. Οι περιώνυμοι διανοούμενοι Ιωάννης Βηλαράς
και Αθανάσιος Ψαλίδας, μαζί με τον πρώην γραμματέα του Αλή Πασά, Νικόλαο Λασπά,
δημιουργούν τη λεγόμενη «κάσσα» της Ηπείρου, με έδρα το Τσεπέλοβο Ζαγορίου.
Δηλαδή, μια ταμειακή εφορία προς οικονομική υποστήριξη της Επανάστασης για
σύναξη μισθοδοτούμενων πολεμιστών της Ηπείρου.
Ηπειρώτες πολιτικοί και
στρατιωτικοί, πολέμησαν στον «Ιερό Λόχο» κατά τις μάχες του Σκουλενίου και του
Δρακατσανίου, το 1821, με αξιώματα όπως οπλαρχηγοί, ταξίαρχοι, χιλίαρχοι,
εκατόνταρχοι, κ.ο.κ., και εξ αυτών έπεσαν πολλοί. Στη μάχη του Σκουλενίου έπεσε
και ο δεκαπενταετής γιαννιώτης Νικόλαος Μπιτζακτσής, καταγόμενος από τη
μεγαλεμπορική οικογένεια του Κυριάκου Μπιτζακτσή της Κωνσταντινούπολης.
Η κατάληξη των πρωτοστατών της
Φιλικής Εταιρείας υπήρξε τραγική. Όπως γράφεται, σχεδόν «πένητες», δηλαδή
σχεδόν φτωχοί, πέθαναν όλοι οι πρωτεργάτες της.
Ο Αθανάσιος Τζακάλωφ γύρισε στη
Ρωσία το 1832, μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια και τη συμμετοχή του για
δεύτερη φορά ως Πληρεξούσιος Ηπείρου στην Ε΄ Εθνοσυνέλευση του Μαρτίου του ίδιο
έτους και ουδέποτε έγραψε τι περί της Φιλικής Εταιρείας. Ο Παναγιώτης Σέκερης,
μεγαλέμπορος της Κωνσταντινούπολης, διορίστηκε ως ταπεινός υπάλληλος του
ελληνικού κράτους, απεβίωσε σχεδόν πένης. Ο Αναγνωστόπουλος πέθανε από χολέρα
το 1854. Κατά τη γενομένη απογραφή της περιουσίας του, βρέθηκαν πολλά
χειρόγραφα και έγγραφα, τα οποία .παραδόξως απωλέσθηκαν. Ο Κωνσταντίνος
Πεντεδέκας, μια ηγετική μορφή της Επανάστασης, που κατέλαβε το Βουκουρέστι το
1821, και επέσυρε τη μήνη της τοπικής ηγετικής τάξης των Ρουμάνων και
Φαναριωτών Ηγεμόνων γι' αυτή του την πράξη, απεβίωσε πένης στο Ναύπλιο το 1833.
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος «.έμενε πενόμενος και πλήρους πικρίας δια την υπό της
πολιτείας εγκατάλειψην.». «Άγνωστο αν η Συνέλευσις του 1843 ψήφισε πίστωσιν
τινά των επιζώντων κορυφαίων Φιλικών».
Από τους συγγραφείς και
ερευνητές της Φιλικής Εταιρείας: «ο Φιλήμων θεωρηθείς ως υπερασπιζόμενος τα
ρωσικά συμφέροντα επί της αγγλογαλλικής κατοχής του Πειραιά, υπέστη δεινήν
δίωξην, εφυλακίσθη και τα τυπογραφεία του κατεστράφησαν υπό των αγγλογάλλων». Ο
Κανδυλώρος «εκπληρών την ευχήν του αοιδίμου Φιλήμονος, περί ενοποιήσεως της
ακατεργάστου ύλης, εξέδωσε το 1926 το έργο του Η Φιλική Εταιρεία 1814 - 1821, .
αδιαφορών αν υπό του Κράτους κατεδικάσθην ακρίτως εις οιονεί πολιτικόν
θάνατον.», όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο του παραπάνω έργου.
Η Φιλική Εταιρεία που ιδρύθηκε
το 1814, αναπτύχθηκε, ξεπέρασε άπειρα εμπόδια, ενσωμάτωσε στους κόλπους της
-σύμφωνα με τον Κανδηλώρο- 200.000 έλληνες, έφτασε στο τέλος της με την έναρξη
της Ελληνικής Επανάστασης.
Κυρίες και Κύριοι,
Σε επιστολή του προς συγγενικά
του πρόσωπα στα Γιάννενα από τη Μόσχα στις 17 Μαρτίου 1841, ο Αθανάσιος
Τζακάλωφ σημειώνει δύο φράσεις, οι οποίες δείχνουν την πικρία του πρωτεργάτη
της Φιλικής Εταιρείας: «Πλην ίσως είναι δια πάντα προσδιορισμένον όποιος
πρωτοφυτεύει την άμπελον να μη γευθή ποτέ τους καρπούς της, αλλά να την χαρούν
άλλοι.». «Πλην πρέπει να είναι και μία άλλη ανταμοιβή στον κόσμον, παρά τα
ανθρώπινα».
Σας ευχαριστώ
ΠΗΓΗ: www.romiazirou.blogspot.gr