Μία παραδοσιακή ασχολία που έδωσε ζωή στις τοπικές οικονομίες σε διάφορες περιοχές της Ηπείρου, τις προηγούμενες δεκαετίες, αργοσβήνει, αφού η βιομηχανοποίηση των πάντων έχει φτάσει μέχρι και τον τρόπο παραγωγής ξυλοκάρβουνων.
Για την ακρίβεια βέβαια, ξυλοκάρβουνα σπάνια συναντά κανείς στο λιανικό εμπόριο, που έχει κατακλυστεί από ένα νέο είδος κάρβουνου, την γνωστή μπρικέτα, για την οποία όμως ακούγονται διάφορες επιστημονικές απόψεις περί επικινδυνότητας για τη δημόσια υγεία, λόγω των συστατικών της.
Μέχρι πριν μερικά χρόνια καμίνια στο νομό Ιωαννίνων συναντούσε κανείς στην περιοχή του Πωγωνίου, στη Βήσσανη, στα Γραμμενοχώρια και σε άλλες περιοχές όπου περιστασιακοί καρβουνιάρηδες προσπαθούσαν να καλύψουν περισσότερο δικές τους ανάγκες και όχι ανάγκες του εμπορίου.
Σήμερα, ίσως το μοναδικό καμίνι που καίει και παράγει φυσικό ξυλοκάρβουνο είναι αυτό του Γ. Ντασταμάνη λίγο έξω από το Κεφαλόβρυσο. Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, μέχρι και το τέλος Νοεμβρίου, εφόσον οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν τα καμίνια εξακολουθούν να καίνε, δημιουργώντας για εκείνους που πρώτη φορά τα αντικρίζουν, μία μοναδική εικόνα.
Η εμπορική κίνηση, σύμφωνα με τον Γ. Ντασταμάνη, κινείται σε σχετικά καλά επίπεδα το βιομηχανοποιημένο κάρβουνο έχει κυριαρχήσει. Από την άλλη πάντως, δεκάδες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν κάρβουνο, κυρίως ψησταριές, σε ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα αναζητούν το φυσικό ξυλοκάρβουνο, με τις παραγγελίες να ξεκινούν από τη δυτική Μακεδονία και να φτάνουν μέχρι τη Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά.
Για κάθε κιλό ξυλοκάρβουνου απαιτούνται πέντε κιλά ξύλα, ενώ εάν κατά τη διάρκεια που το καμίνι καίει, αρχίσει να βρέχει, το καμίνι απαιτεί το λεγόμενο «τάϊσμα» κάτι που σημαίνει ότι η αναλογία μπορεί να φτάσει μέχρι και τα οκτώ κιλά ξύλα για ένα κιλό κάρβουνο.
«Είναι μία επίπονη εργασία, με τους καρβουνιάρηδες πλέον να είναι ελάχιστοι. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν άνθρωποι να συνεχίσουν το επάγγελμα, που χάνεται από την περιοχή και γενικότερα. Το θετικό είναι ότι ακόμη και σήμερα συναντούμε παραδοσιακές ψησταριές, με ψήστες που γνωρίζουν την αξία του ξυλοκάρβουνου, που το αναζητούν και το παραγγέλνουν, παρότι το κόστος είναι μεγαλύτερο.
Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά στην ποιότητα και το αποτέλεσμα», σημείωσε ο κ. Ντασταμάνης.
Έντεκα χρόνια στην Ελλάδα, ο Ρασίμ από τη γειτονική Αλβανία είναι από τους ελάχιστους γνώστες του επαγγέλματος του καρβουνιάρη.
«Είναι πολύ δύσκολη η δουλειά και γι’ αυτό ελάχιστοι την κάνουν. Πρέπει 24 ώρες το 24ωρο να βρίσκεσαι εδώ και να προσέχεις το καμίνι. Από την ημέρα που θα ξεκινήσουμε να το στήνουμε μέχρι να σβήσει η φωτιά και να αρχίσουμε να βγάζουμε τα κάρβουνα χρειάζονται περίπου 40 ημέρες. Είναι δύσκολη δουλειά, αλλά μάθαμε να την κάνουμε, την αγαπάμε και ελπίζουμε να συνεχίσουμε», σημείωσε.
Η διαδικασία βέβαια μέχρι την παραγωγή του ξυλοκάρβουνου ξεκινά από την υλοτόμηση των ξύλων στα δάση της περιοχής. Μέχρι πριν μερικά χρόνια, τα καμίνια στήνονταν μέσα στα δάση, όμως πλέον σπανίως συναντά κανείς μια τέτοια εικόνα σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Η ιστορία των καμινιών χάνεται στους προηγούμενους αιώνες, ενώ ξακουστά για την τεχνική τους είναι τα καμίνια της Ικαρίας, της Δράμας και της Χαλκιδικής.
ΠΗΓΗ: http://epirusonline.gr