Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ: «Κόβει» το οικογενειακό επίδομα από τους χήρους υπαλλήλους του δημοσίου


Δεν δικαιούνται το οικογενειακό επίδομα οι χήροι υπάλληλοι του δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) οι οποίοι έχουν ενήλικα τέκνα, σύμφωνα με απόφαση της πενταμελούς σύνθεση του ΣΤ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όμως λόγω μείζονος σπουδαιότητας του θέματος, η υπόθεση παραπέμφθηκε προς οριστική κρίση στην επταμελή σύνθεση του ίδιου Τμήματος του ΣτΕ.

Ειδικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι «δεν αντίκειται στο άρθρο 21 του Συντάγματος η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 12 του ν. 2470/1997, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση θανάτου ενός των συζύγων διακόπτεται η χορήγηση της οικογενειακής παροχής προς τον επιζώντα σύζυγο, ο οποίος είναι υπάλληλος».

Αναλυτικότερα, εργαζόμενη σε νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης αξίωσε δικαστικά να της καταβληθεί, με το νόμιμο τόκο, το ποσό των 1.267,7 ευρώ ως οικογενειακό επίδομα (άρθρο 12 Ν. 2470/1997) για το χρονικό διάστημα δύο ετών (2000-2002), όπως επίσης ζήτησε να της καταβάλλεται και στο μέλλον το οικογενειακό επίδομα.

Η εργαζόμενη υποστηρίζει ότι το οικογενειακό επίδομα αποτελεί προσαύξηση μισθού και ότι η μη καταβολή του αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος και 20 παρ. 2 του ν. 1849/1989.

Το Διοικητικό Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης απέρριψε την αγωγή της και η εργαζόμενη άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε και αυτή από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης.

Το δικαστήριο του Έβρου απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της εργαζομένης «σύμφωνα με τον οποίο οι χήροι και οι διαζευγμένοι μόνιμοι υπάλληλοι του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ τελούν υπό τις ίδιες βιοτικές συνθήκες με τους συναδέλφους τους που δικαιούνται την οικογενειακή παροχή και, ως εκ τούτου, η εξαίρεση των πρώτων από τη λήψη της παροχής αυτής αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος».

Ως αβάσιμος όμως απορρίφθηκε από το ΣτΕ και ο ισχυρισμός της εργαζομένης ότι «η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 6 του ν. 2470/1997, κατά το μέρος που εξαιρεί τους χήρους υπαλλήλους με ενήλικα τέκνα από την λήψη της οικογενειακής παροχής της παραγράφου 1 του ανωτέρω άρθρου αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος». Και αυτό γιατί «οι βιοτικές συνθήκες των υπαλλήλων αυτών δεν διαφοροποιούνται έναντι των υπαλλήλων που δικαιούνται την παροχή, αντιθέτως μάλιστα οι υπάλληλοι που τελούν σε κατάσταση χηρείας, επιβαρύνονται με το αυξημένο κόστος συντήρησης της συζυγικής κατοικίας».

Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός απορρίφθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, καθώς κρίθηκε ότι ο χήρος υπάλληλος με ενήλικα τέκνα δεν τελεί υπό τις αυτές οικογενειακές συνθήκες με αυτούς που κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2470/1997 δικαιούνται την οικογενειακή παροχή.

«Παράθυρο» για παροχή του οικογενειακού επιδόματος στους χήρους ή διαζευγμένους δημοσίους υπαλλήλους και μετά την ενηλικίωση των παιδιών τους αφήνει δικαστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μολονότι τριμελής σύνθεση του στ' τμήματος του δικαστηρίου έκρινε καταρχήν συνταγματική και νόμιμη την περικοπή του επιδόματος σε χήρους και διαζευγμένους δημοσίους υπαλλήλους υπό τις προϋποθέσεις του νόμου 2470/97 (ενηλικίωση παιδιών ή το αργότερο στο 24ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον σπουδάζουν), εντούτοις το ΣτΕ αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση σε μείζονα σύνθεση, κρίνοντας ότι έχουν τεθεί για επίλυση ζητήματα μεγάλης σπουδαιότητας.