Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Μύθοι και αλήθειες για τα μάτια και την όραση


Όταν το θέμα είναι τα μάτια και η όραση, έχει ζωτική σημασία να ξεχωρίζουμε τους μύθους από τις αλήθειες, διότι η γνώση αυτή είναι το πρώτο βήμα για να διατηρήσουμε την όρασή μας γερή για μια ζωή.
Ο χειρουργός-οφθαλμίατρος Δρ. Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, καθηγητής Οφθαλμολογίας Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης, NYU Medical School, ξεδιαλύνει 10 από τους πιο συνηθισμένους μύθους.
Μύθος 1: Όλα τα μωρά γεννιούνται με μπλε μάτια.
Η αλήθεια: Όταν γεννιούνται τα μωρά, τα μάτια τους μοιάζουν μερικές φορές να έχουν μπλε χρώμα, επειδή η χρωστική ουσία που είναι υπεύθυνη για το χρώμα τους (η μελανίνη) δεν είναι ακόμα πλήρως ανεπτυγμένη. Μέσα στους πρώτους 12 μήνες της ζωής, τα οφθαλμικά κύτταρα αρχίζουν να παράγουν μελανίνη και τα μάτια παίρνουν το τελικό χρώμα τους.
Μύθος 2: Τα καρότα βελτιώνουν την όραση.
Η αλήθεια: Τα καρότα είναι πλούσια σε βήτα-καροτίνη (καροτένιο), ένα θρεπτικό συστατικό που μετατρέπεται στο σώμα σε βιταμίνη Α η οποία είναι σημαντική για καλή όραση. Ωστόσο ο οργανισμός χρειάζεται μια σχετικά μικρή ποσότητα βιταμίνης Α για την όραση και μπορεί να την λάβει από πολλές πηγές, όπως τα σκουροπράσινα φυλλώδη λαχανικά, τα γαλακτοκομικά και τα ψάρια. Επιπλέον, η βιταμίνη Α ναι μεν συμβάλλει στη διατήρηση καλής όρασης, αλλά δεν την βελτιώνει ούτε προλαμβάνει τις διαθλαστικές ανωμαλίες (π.χ. μυωπία, αστιγματισμό κ.λπ.). Τέλος, η απορρόφηση της βήτα-καροτίνης και της βιταμίνης Α είναι καλύτερη όταν τα τρόφιμα που τις περιέχουν καταναλώνονται μαζί με λίγο λίπος (π.χ. τα καρότα με λίγο ελαιόλαδο).


Μύθος 3: Μην αλληθωρίζετε, γιατί μπορεί τα μάτια σας να μείνουν για πάντα αλλήθωρα.
Η αλήθεια: Οι οφθαλμικοί μύες επιτρέπουν την κίνηση των ματιών προς όλες τις κατευθύνσεις. Όπως ακριβώς δεν θα απομείνουν να κοιτάζουν δεξιά ή αριστερά, πάνω ή κάτω όταν κοιτάζετε κάτι, έτσι δεν θα μείνουν αλλήθωρα όταν θα αλληθωρίσετε. Ο στραβισμός, όπως είναι ο επιστημονικός όρος της κατάστασης, μπορεί να είναι συνέπεια νόσου, αδιόρθωτου οφθαλμικού προβλήματος ή βλάβης στους μυς ή στα νεύρα των ματιών και χρειάζεται ιατρική αντιμετώπιση.
Μύθος 4: Δεν παθαίνει κανείς τίποτα, αν κοιτάξει για λίγο τον ήλιο.
Η αλήθεια: Ακόμα και για λίγα λεπτά να κοιτάξει κανείς τον ήλιο δίχως να φορά τα κατάλληλα προστατευτικά των ματιών, υπάρχει κίνδυνος η (αόρατη) ακτινοβολία του να προκαλέσει μόνιμες βλάβες στον αμφιβληστροειδή χιτώνα που βρίσκεται στο πίσω μέρος του ματιού. Ούτε καν η έμμεση έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία του ηλίου (π.χ. όταν αντανακλάται από λείες επιφάνειες όπως η άσφαλτος ή η άμμος) δεν είναι ασφαλής. Αντιθέτως, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες, όπως εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, ηλιακή αμφιβληστροειδίτιδα, καταρράκτη, πτερύγιο, δυστροφίες του κερατοειδούς κ.λπ.
Μύθος 5: Μην κάθεσαι πολύ κοντά στην οθόνη, καταστρέφεις τα μάτια σου.
Η αλήθεια: Η συνήθεια αυτή μπορεί να κουράσει τα μάτια ή/και να προκαλέσει πονοκέφαλο, αλλά δεν βλάπτει την όραση ούτε των παιδιών, ούτε των ενηλίκων. Ενδέχεται όμως να υποδηλώνει πως το άτομο έχει μυωπία και χρειάζεται γυαλιά. Επιπλέον, τα παιδιά έχουν οξυμένη ικανότητα εστίασης της όρασης στα αντικείμενα που βρίσκονται κοντά τους και γι' αυτό τους είναι πιο άνετο να κάθονται κοντά στις οθόνες.
Μύθος 6: Το διάβασμα στο ημίφως, βλάπτει τα μάτια.
Η αλήθεια: Δεν παθαίνουν κάτι τα μάτια από το ημίφως. Απλώς, όταν ο φωτισμός είναι επαρκής, διευκολύνεται το διάβασμα και τα μάτια δεν κουράζονται γρήγορα.
Μύθος 7: Όποιος φοράει λάθος γυαλιά, βλάπτει τα μάτια του.
Η αλήθεια: Η χρήση παλαιών διορθωτικών γυαλιών ή γυαλιών που έχουν δημιουργηθεί για άλλα άτομα μπορεί να κουράζει τα μάτια και να τους προκαλεί πόνο ή θόλωση της όρασης, αλλά δεν βλάπτει τα μάτια. Γι' αυτό και τα προαναφερθέντα συμπτώματα εξαφανίζονται, όταν ο πάσχων πάψει να φορά τα λάθος γυαλιά. Εξαίρεση σε αυτό αποτελεί μικρός αριθμός παιδιών με προβλήματα οράσεως (π.χ. αμβλυωπία) τα οποία αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως και σωστά, γίνονται μόνιμα.
Μύθος 8: Τα κομπιούτερ βλάπτουν τα μάτια. 
Η αλήθεια: Η συνεχής εργασία μπροστά σε μία οθόνη δεν βλάπτει τα μάτια, αλλά όταν είναι αδιάκοπη συμβάλλει στην κόπωση των ματιών και στην ξηροφθαλμία. Γι' αυτό τον λόγο είναι απαραίτητο όσοι εργάζονται με ηλεκτρονικούς υπολογιστές να τηρούν τον «κανόνα 20-20-20»: Κάθε 20 λεπτά να κάνουν διάλειμμα για 20 δευτερόλεπτα κοιτάζοντας αντικείμενα που απέχουν 20 πόδια (6 μέτρα). Είναι επίσης απαραίτητο να βλεφαρίζουν όσο πιο συχνά μπορούν για να διατηρούν τα μάτια τους καλά ενυδατωμένα. Εάν νιώθουν τα μάτια τους ξηρά, καλό είναι να χρησιμοποιούν τεχνητά δάκρυα.
Μύθος 9: Ο καταρράκτης πρέπει να είναι «ώριμος» για να χειρουργηθεί.
Η αλήθεια: Ο καταρράκτης πρέπει να αφαιρείται αμέσως μόλις υπονομεύσει την όραση ενός ατόμου, επηρεάζοντας την καθημερινότητά του. Χάρη στην πρόοδο της Οφθαλμολογίας, ο θολωμένος φακός του ματιού μπορεί πλέον να αντικατασταθεί αμέσως μόλις καταστήσει δύσκολη την ανάγνωση των μικρών γραμμάτων ή μιας πινακίδας στον δρόμο. Όσο πιο νωρίς γίνεται η επέμβαση, τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος επιπλοκών και τόσο μεγαλύτερα οφέλη παρέχει.
Μύθος 10: Ο οφθαλμολογικός έλεγχος δεν είναι απαραίτητος εάν δεν αντιμετωπίζει κάποιος πρόβλημα όρασης.
Η αλήθεια: Αυτό είναι τεράστιο λάθος, διότι πολλές παθήσεις των ματιών (π.χ. γλαύκωμα, εκφύλιση ωχράς κηλίδας, διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, υπερτασική αμφιβληστροειδοπάθεια) είναι στα αρχικά τους στάδια «σιωπηρές», δηλαδή δεν προκαλούν συμπτώματα. Επομένως, αν δεν γίνεται τακτικός οφθαλμολογικός έλεγχος, οι παθήσεις αυτές δεν θα γίνουν αντιληπτές παρά μόνο όταν πλήξουν σοβαρά την όραση. Γι' αυτό τον λόγο, σε όσους δεν αντιμετωπίζουν χρόνια προβλήματα οράσεως ή υγείας, συνιστάται προληπτικός έλεγχος των ματιών κάθε 5-10 χρόνια στις ηλικίες 20 έως 39 ετών, κάθε 2-4 χρόνια στις ηλικίες 40-54 ετών, κάθε 1-3 χρόνια στις ηλικίες 55-64 ετών και κάθε 1-2 χρόνια μετά τα 65. Ωστόσο τα άτομα που φορούν γυαλιά ή φακούς επαφής, έχουν οικογενειακό ιστορικό οφθαλμοπαθειών ή πάσχουν από διαγνωσμένα προβλήματα υγείας (λ.χ. διαβήτη) που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των ματιών, πρέπει να εξετάζονται πιο συχνά (συνήθως μία φορά τον χρόνο, κυρίως μετά τα 40).