Η απόφαση της ΡΑΕ έχει μεταβατικό χαρακτήρα, έως ότου προσδιοριστεί μετά από διαγωνισμό το κόστος παροχής της υπηρεσίας «Προμηθευτή Καθολικής Υπηρεσίας», δηλαδή της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε οικιακούς καταναλωτές και μικρές επιχειρήσεις που είτε έχουν αδρανήσει είτε δεν βρίσκουν προμηθευτή.
Το σκεπτικό της ΡΑΕ για την έγκριση της προσαύξησης του 7 % είναι ότι η ΔΕΗ δεν εισπράττει προκαταβολή ή εγγύηση από τους καταναλωτές που προμηθεύει με το καθεστώς της καθολικής υπηρεσίας, ενώ ταυτόχρονα είναι υποχρεωμένη να προμηθεύει τους πελάτες αυτούς, εφαρμόζοντας τις ίδιες χρεώσεις με αυτές που εφαρμόζει στους υπόλοιπους πελάτες της, οι οποίοι όμως έχουν καταβάλει προκαταβολή. Έτσι, κατά την ΡΑΕ δημιουργείται ζήτημα άνισης μεταχείρισης των καταναλωτών.
«Περαιτέρω», προστίθεται στην απόφαση, «η ΔΕΗ έχει αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης των πελατών της ως Προμηθευτή Καθολικής Υπηρεσίας, συγκριτικά με τους υπόλοιπους πελάτες της, λόγω της μη καταβολής εγγύησης, ως προκαταβολής έναντι λογαριασμών κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω του ότι προκύπτει σημαντικός ετεροχρονισμός μεταξύ της πραγματοποιούμενης δαπάνης κάλυψης της κατανάλωσης των εν λόγω πελατών και των εσόδων από την είσπραξη των σχετικών λογαριασμών».
Συνεπώς, υποστηρίζει η απόφαση, «προκύπτει πρόσθετο χρηματοοικονομικό κόστος για την εξασφάλιση κεφαλαίου κίνησης, καθώς και αυξημένος κίνδυνος από τις επισφάλειες των πελατών αυτών (ληξιπρόθεσμες οφειλές). Το κόστος, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, δεν έχει ληφθεί υπόψη στην κατάρτιση των δημοσιευμένων τιμολογίων της ΔΕΗ, αφού καλύπτεται από την καταβολή εγγύησης από τους πελάτες της».
Η προσαύξηση στα τιμολόγια αντισταθμίζει με άλλα λόγια την μη καταβολή εγγύησης από τους συγκεκριμένους καταναλωτές. Η απόφαση της ΡΑΕ προβλέπει ότι «η ΔΕΗ δύναται να επιβάλει προσαύξηση του τιμοκαταλόγου των ανταγωνιστικών χρεώσεων, ενιαία για όλους τους πελάτες που εντάσσονται σε καθεστώς Καθολικής Υπηρεσίας, ύψους έως και 7%, ως αντάλλαγμα για την κάλυψη του κόστους παροχής της υπηρεσίας αυτής. Η προσαύξηση αυτή ισχύει μέχρις ότου οι πελάτες ΠΚΥ υπογράψουν συμβόλαιο με προμηθευτή της επιλογής τους».