Η κηδεία θα πραγματοποιηθεί στις 17:00 το απόγευμα της Τετάρτης στο Α' Νεκροταφείο. Παράκληση της οικογένειας είναι να μην αποσταλούν στεφάνια αλλά να ενισχυθούν η Διεθνής Αμνηστία και το Χαμόγελο του Παιδιού.
Το 1943, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στις γραμμές της σπουδάζουσας της ΕΠΟΝ και έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος.
Το 1961, έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στο Ηράκλειο, με το συνδυασμό του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Μετώπου (ΠΑΜΕ).
Κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974), συνελήφθη και κρατήθηκε σε διάφορες φυλακές της χώρας. Το 1968 έπειτα από τη διάσπαση του ΚΚΕ τάχθηκε στις γραμμές του ΚΚΕ Εσωτερικού και από το 1ο συνέδριο του κόμματος έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και του Εκτελεστικού Γραφείου.
Το 1974, στις πρώτες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας εκλογές, εξελέγη βουλευτής Αθηνών, ως ηγετικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος Εσωτερικού, με το συνδυασμό «Ενωμένη Αριστερά».
Το 1981, εξελέγη για πρώτη φορά ευρωβουλευτής του ΚΚΕ-εσ. και επανεξελέγη το 1984, αλλά στις 18 Ιανουαρίου 1985, παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Κωνσταντίνο Φιλίνη. Διετέλεσε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ-εσ.
Τον Ιούνιο του 1986, έγινε γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ-εσ., ενώ ένα χρόνο μετά, τον Απρίλιο του 1987, εξελέγη γενικός γραμματέας της «Ελληνικής Αριστεράς» (ΕΑΡ), η οποία δημιουργήθηκε από το ΚΚΕ-εσ. και άλλες δυνάμεις της Αριστεράς και νέων κινημάτων.
Στις 7 Μαΐου 1987, παραιτήθηκε από βουλευτής και αντικαταστάθηκε από τον υποψήφιο της ΕΑΡ, Αντώνιο Μπριλλάκη.
Στις 4 Ιουλίου 1989, ορίστηκε πρώτος κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου διατηρώντας τη θέση αυτή και στην επόμενη Βουλή που προήλθε από τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου του ιδίου χρόνου.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1989 υπήρξε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Συνασπισμού, ενώ στις 4 Σεπτεμβρίου ορίστηκε μέλος της διευρυμένης (128 μέλη) Πολιτικής Επιτροπής του.
Στις 23 Νοεμβρίου 1989, ορίστηκε μέλος της γραμματείας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Συνασπισμού.
Στις 25 Ιουνίου 1990, εξελέγη πρόεδρος της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ) με 91 ψήφους υπέρ, 2 λευκά και 9 αποχές. Στις 7 Ιουλίου εξελέγη μέλος του νέου 17μελούς Εκτελεστικού Γραφείου της ΕΑΡ.
Το 1989 το πολιτικό σκηνικό είχε οδηγηθεί προσωρινά σε αδιέξοδο. Με μία πρωτοφανή ωριμότητα που επέδειξαν οι ηγέτες της Αριστεράς τα πολιτικά κόμματα έρχονται σε μία συμφωνία και σχηματίζουν Οικουμενική Κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τζανή Τζανετάκη και προσυμφωνημένη διάρκεια τριών μηνών. Ο Συνασπισμός, μια εκλογική συμμαχία του ΚΚΕ με ηγέτη τον Χαρίλαο Φλωράκη και της ΕΑΡ με ηγέτη τον Λεωνίδα Κύρκο γίνεται έτσι ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων σε μία εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο, υπό την σκιά του σκανδάλου Κοσκωτά.
Η τελική απόφαση των ηγετών της Αριστεράς θα ληφθεί με κριτήριο την γενική απαίτηση για κάθαρση, αλλά και έναν πολιτικό υπολογισμό που τελικά δεν απεδείχθη σωστός:
ότι το ΠΑΣΟΚ, που τότε περνούσε πολύ σοβαρή εσωτερική κρίση, θα κλονιστεί, με αποτέλεσμα την ενδυνάμωση του Συνασπισμού. Με αυτό το σκεπτικό ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Χαρίλαος Φλωράκης θα αποδεχθούν τη δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας με τη ΝΔ του «αποστάτη» Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η συμμαχία αυτή προκάλεσε αίσθηση όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας αλλά και διεθνώς.
Στελέχη του ΣΥΝ, όπως ο Φώτης Κουβέλης και ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, αναλαμβάνουν υπουργεία στην κυβέρνηση Τζανή Τζανετάκη η οποία έχει μόνο δύο αρμοδιότητες: τη δρομολόγηση ποινικής διαλεύκανσης των σκανδάλων και την προετοιμασία αδιάβλητων εκλογών βάσει του ισχύοντος εκλογικού νόμου.
Όμως, η σημαντικότερη απόφαση που κλήθηκε να λάβει η ιδιότυπη αυτή κυβέρνηση ήταν η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο: ο πρώην πρωθυπουργός τελικά βρίσκεται κατηγορούμενος, προκαλώντας όμως τη συσπείρωση των μελών του ΠΑΣΟΚ που αισθάνονται ότι βρίσκεται υπό διωγμό από τη «βρώμικη συμμαχία», όπως την χαρακτήρισαν, ΝΔ και Αριστεράς.
Στις 18 Μαρτίου 1991 ο Λεωνίδας Κύρκος, αποχώρησε από την ηγεσία του Συνασπισμού ταυτόχρονα με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Στις 30 Ιουνίου 1991, στην Α' Πανελλαδική Συνέλευση του Συνασπισμού, εξελέγη μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1991, η πρότασή του για πολιτική λύση του σκανδάλου Κοσκωτά απορρίφθηκε από την Κεντρική Επιτροπή της ΕΑΡ.
Τον Οκτώβριο του 1995, τιμήθηκε με το ειδικό βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας ''Ιπεκτσί''.
Τον Φεβρουάριο του 2000, ήταν υποψήφιος για την προεδρία της Δημοκρατίας, μετά από πρόταση του Συνασπισμού, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, ανέλαβε πρόεδρος της «Κίνησης Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία».
Είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα. Διετέλεσε μέλος του προεδρείου του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης, από το οποίο του απονεμήθηκε το «Χρυσό Μετάλλιο Κιουρί».
Τον Ιανουάριο του 2003, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος του απένειμε το παράσημο «Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Φοίνικος».