Παρά τη δημοτικότητά τους, τα τατουάζ μπορεί να
αποβούν επικίνδυνα για την υγεία, με τις αλλεργικές αντιδράσεις να φιγουράρουν
στις πιο συχνές παρενέργειές τους. Ορισμένες χρωστικές ουσίες που
χρησιμοποιούνται, ειδικά οι κόκκινες, οι πράσινες, οι κίτρινες και οι μπλε,
έχουν ενοχοποιηθεί εδώ και πολύ καιρό για ερεθισμό του δέρματος ενώ άλλες, που
περιέχουν τοξικές ουσίες έχουν θεωρηθεί καρκινογόνες.
Μάλιστα, ο χρόνος
εκδήλωσης ορισμένων παρενεργειών δεν περιορίζεται σε μερικές μέρες ή εβδομάδες
μετά τη δημιουργία τους, αλλά μπορεί να εμφανιστούν ακόμη και χρόνια μετά.
Τελευταία αποδείχθηκε, για πρώτη φορά, ότι και τα μικροσωματίδια από τη φθορά
της βελόνας που περιέχουν τα αλλεργιογόνα νικέλιο και χρώμιο θα μπορούσαν να
προκαλέσουν αλλεργίες.
«Τα τατουάζ είναι μια μόνιμη μορφή τέχνης που
φιλοτεχνείται πάνω στο ανθρώπινο δέρμα. Δημιουργούνται με χρωστικές ουσίες οι
οποίες εισάγονται στο χόριο, μέσω μιας μηχανής που φέρει μία ή περισσότερες
βελόνες.
Αυτές διαπερνούν επανειλημμένα το δέρμα, αφήνοντας πολύ μικρές
ποσότητες μελανιού.
Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των ατόμων που κοσμούν το
σώμα τους με τατουάζ έχει αυξηθεί σημαντικά.
Σε ορισμένες χώρες έχει βρεθεί ότι
το ποσοστό είναι ιδιαίτερα αυξημένο, αφού το 8-24% του πληθυσμού έχει έστω ένα
σχέδιο στο σώμα του», μας εξηγεί ο δερματολόγος-αφροδισιολόγος Δρ. Χρήστος
Στάμου.
«Ωστόσο, κανείς δεν θα πρέπει να λαμβάνει αυτή την απόφαση επιπόλαια,
αλλά κατόπιν ώριμης σκέψης, τόσο για τις παρενέργειες και τα προβλήματα που
μπορεί να δημιουργήσουν τα τατουάζ, αλλά και για την εικόνα τους με την
οποιαδήποτε αλλαγή του σώματος ή του δέρματος», προειδοποιεί.
Σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
Particle and Fiber Toxicology, αναφέρεται ότι σωματίδια χρωμίου και νικελίου
που προέρχονται από τη φθορά της βελόνας διανέμονται στους λεμφαδένες. Και οι
δύο ουσίες είναι γνωστό ότι προκαλούν υψηλό ποσοστό αλλεργιών στο γενικό πληθυσμό,
οπότε είναι πολύ πιθανό να έχουν τις ίδιες επιπτώσεις και όταν εισέλθουν στον
οργανισμό μέσω των βελονών που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των τατουάζ.
Το μέγεθος των σωματιδίων που βρέθηκαν στους λεμφαδένες κυμαινόταν από 50
νανόμετρα έως 2 μικρόμετρα. Τα νανοσωματίδια είναι πιο επικίνδυνα από τα
μικροσωματίδια καθώς μπορούν να εισέλθουν απευθείας στα κύτταρα και να
διανεμηθούν ευκολότερα στο σώμα. Ενδεχομένως, όμως, να απεκκρίνονται το ίδιο
εύκολα από αυτό. Ακόμα οι επιπτώσεις από την είσοδο στους λεμφαδένες των
υπολειμμάτων νικελίου και χρωμίου δεν είναι γνωστές στους ειδικούς. Πριν από δύο χρόνια, η ίδια ομάδα ερευνητών
διαπίστωσε ότι οι χρωστικές και τα μεταλλικά υπολείμματα μεταφέρονται στους
λεμφαδένες σε νανομορφή, όπου μπορούν να βρεθούν χρόνια μετά από τη δημιουργία
των τατουάζ.
«Προτού ο ενδιαφερόμενος αποφασίσει να αποκτήσει
ένα μόνιμο τατουάζ, θα πρέπει να λάβει υπόψη του τις πιθανές λοιμώξεις του
δέρματος, τις λειχηνοειδείς και κοκκιωματώδεις βλάβες που μπορεί να
δημιουργηθούν, τις λοιμώδεις ασθένειες από μολυσμένες βελόνες όπως ο ανθεκτικός
στη μεθικιλλίνη Staphylococcus aureus (MRSA), η ηπατίτιδα Β και η ηπατίτιδα C.
Τέλος, θα πρέπει να γνωρίζει ότι το δέρμα με τατουάζ μπορεί να έχει, σπανίως
βέβαια, κάποιες αντιδράσεις μετά από μια μαγνητική τομογραφία, και ότι οι
χρωστικές είναι πιθανό να επηρεάσουν την ποιότητα της εξέτασης, σύμφωνα με
μερικές αναφορές. Γι’ αυτό και συστήνεται η γνωστοποίηση της ύπαρξής τους στον
ακτινολόγο», επισημαίνει ο Δρ. Στάμου.
Ένα άλλο πολύ συχνό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν
όσοι έχουν ενδώσει στην επιθυμία τους να έχουν τατουάζ στο σώμα τους είναι η
δυσαρέσκειά τους γι’ αυτό, είτε αμέσως μετά την απόκτησή του είτε χρόνια
αργότερα. Αυτό μπορεί να συμβεί εξαιτίας των σωματικών αλλαγών με την πάροδο
του χρόνου, της αύξησης του βάρους και της εγκυμοσύνης. Ένα σχέδιο μπορεί να
μην είναι το ίδιο όμορφο όταν το δέρμα γεράσει και χάσει τη σφριγηλότητά του.
Υπόψη θα πρέπει να ληφθεί και η διαχρονικότητα του σχεδίου, καθώς τα στυλ
αλλάζουν. Τέλος, εάν η έγχυση των χρωστικών γίνει πολύ βαθιά, υπάρχει το
ενδεχόμενο να “απλώσουν”, να ξεφύγουν από τα σημεία που αρχικά τοποθετήθηκαν
και το σχέδιο να “θολώσει”.
«Δυστυχώς η απόφαση για να κάνει κάποιος τατουάζ
είναι πολύ πιο εύκολη απ’ ότι η αφαίρεσή του. Μέχρι πρότινος απαιτούνταν
αρκετές συνεδρίες (αναλόγως του μεγέθους του), για την ολοκλήρωση της. Πλέον
υπάρχουν νέες μέθοδοι και μηχανήματα, όπως το Q-switch Laser, με τα οποία η
διαδικασία έχει απλοποιηθεί, η θεραπεία είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, χωρίς
πόνο και με πολύ λιγότερες επισκέψεις. Ο δερματολόγος στοχεύει με ένα λέιζερ
στη χρωστική και τη διαλύει, προκειμένου να την απορροφήσει το σώμα. Ωστόσο
υπάρχουν ορισμένα τατουάζ που είναι πιο δύσκολο να αφαιρεθούν από κάποια άλλα,
όπως όσα έχουν νέα χρώματα, τα ερασιτεχνικά τατουάζ και όσα είναι πολύ
πρόσφατα. Το σημαντικό όμως είναι ότι με τη νέα αυτή τεχνολογία δεν
δημιουργούνται ουλές στο δέρμα και ότι το αισθητικό αποτέλεσμα είναι άριστο»,
καταλήγει ο Δρ. Χρήστος Στάμου.