Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νοσήματα: Ασπίδα ο θηλασμός

Μείωση της πιθανότητας ανάπτυξης νόσου του Crohn και ελκώδους κολίτιδας προσφέρει ο  θηλασμός των νεογνών και των βρεφών, σύμφωνα με νέα ανασκόπηση μελετών. Μάλιστα, ο χρόνος θηλασμού καθορίζει το βαθμό προστασίας τους.
 «Ο θηλασμός είναι ένας τρόπος να χτίσει μια μητέρα  το ανοσοποιητικό σύστημα του παιδιού της. Πλέον ενισχύεται και η πεποίθηση ότι ο θηλασμός θωρακίζει τα παιδιά ενάντια και στις  Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσους του Εντέρου, οι οποίες πιστεύεται ότι προκαλούνται από μια αδυναμία του ανοσοποιητικού συστήματος να φιλοξενήσει την εντερική μικροχλωρίδα, δηλαδή τους μικροοργανισμούς του εντέρου», επισημαίνει ο γενικός χειρουργός  Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος - Διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών - Ιατρικού Περιστερίου και Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής (www.axiarchos.gr).
Όπως μας εξηγεί, «οι δύο κύριοι τύποι των Ιδιοπαθών Φλεγμονωδών νόσων του εντέρου είναι η ελκώδης κολίτιδα, η οποία περιορίζεται στο κόλον και η νόσος του Crohn, η οποία μπορεί να επηρεάσει οποιοδήποτε τμήμα της γαστρεντερικής οδού από το στόμα έως τον πρωκτό. Για την ανάπτυξη των δύο αυτών χρόνιων και ανίατων νοσημάτων υπάρχει γενετική προδιάθεση και οι ασθενείς είναι πιο επιρρεπείς στην ανάπτυξη κακοήθειας».
Η σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου  και οι παράγοντες που το επηρεάζουν αποκτούν τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερη θέση μεταξύ των παραγόντων ανάπτυξης και εξέλιξης των Ιδιοπαθών Φλεγμονωδών Νόσων του Εντέρου (ΙΦΝΕ). Σύμφωνα με έρευνες, η μικροβιακή ισορροπία του εντέρου είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στις επιδράσεις στην πρώιμη βρεφική ηλικία.


Ο θηλασμός είναι ήδη γνωστό ότι λειτουργεί προστατευτικά ποικιλοτρόπως. Για παράδειγμα, τα αντισώματα που περνούν από τη μητέρα στο βρέφος το προστατεύουν από λοιμώξεις κατά την παιδική ηλικία. Επίσης, τα βρέφη που θηλάζουν διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, αλλεργιών και άσθματος.
Όσον αφορά στην προστασία από την εμφάνιση ΙΦΝΕ, παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι ο θηλασμός ρυθμίζει τη σύνθεση της μικροχλωρίδας του εντέρου και δύναται έτσι να μειώσει την πιθανότητα που έχει ένα άτομο να παρουσιάσει κάποιο φλεγμονώδες νόσημα του εντέρου.
Ερευνητές του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης και της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ σκόπευαν να διεξαγάγουν μια λεπτομερέστερη ανάλυση της σχέσης μεταξύ του θηλασμού και του κινδύνου για ανάπτυξη της νόσου του Crohn και ελκώδους κολίτιδας, καθώς διαπίστωσαν ότι οι παλαιότερες μελέτες είχαν ορισμένους περιορισμούς, όπως μη καταγραφή της διάρκειας του θηλασμού και μη αξιολόγηση του κινδύνου λόγω γεωγραφίας ή εθνικότητας. Οι ερευνητές ενέκυψαν σε 35  μελέτες, που είχαν διεξαχθεί από το 1961 έως το 2016 στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ασία. Σ’ αυτές συμμετείχαν τόσο παιδιά όσο και ενήλικες και τα στοιχεία για τη διάρκεια του θηλασμού προήλθαν από συμπληρωμένα ερωτηματολόγια. Ανέλυσαν στοιχεία από 7.536 ασθενείς με νόσο του Crohn και 7.353 με ελκώδη κολίτιδα, ενώ την ομάδα ελέγχου αποτέλεσαν 330.222 άτομα.
Παρότι υπήρχε ανομοιογένεια των συμπεριλαμβανόμενων στην ανασκόπηση μελετών, αλλά και ορισμένοι άλλοι περιορισμοί, όπως η αδυναμία αξιολόγησης της επίδρασης του χρόνου απογαλακτισμού στον κίνδυνο εμφάνισης ΙΦΝΕ, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που θήλασαν έστω και για μικρό χρονικό διάστημα έχουν χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ΙΦΝΕ αργότερα στη ζωή τους. Οι ερευνητές αφού συνέκριναν στοιχεία ασθενών που κατά τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας είχαν θηλάσει για τρεις ή έξι μήνες και ασθενών που είχαν τραφεί με άλλους τρόπους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, διαπίστωσαν ότι η σχέση είναι αναλογική: όσο περισσότερο θηλάζει το βρέφος  τόσο μεγαλύτερη είναι η μείωση του κινδύνου εμφάνισης ασθενειών. Επιπλέον, από τα αποτελέσματα της μελέτης φάνηκε ότι ο θηλασμός για 12 μήνες ή περισσότερο αύξησε περαιτέρω την πιθανότητα προστασίας από τη νόσο του Crohn απ’ ότι μια σκωληκοειδεκτομή.
«Ο  ρόλος της σκωληκοειδούς απόφυσης είναι εξαιρετικής σημασίας, καθώς χρησιμεύσει ως δεξαμενή ευεργετικών βακτηρίων του εντέρου. Γι΄ αυτό και οι άνθρωποι που υποβάλλονται σε σκωληκοειδεκτομή μπορεί να έχουν ελαφρώς υψηλότερα ποσοστά λοίμωξης από όσους δεν υποχρεώνονται να προχωρήσουν σε επέμβαση για την αφαίρεσή της. Αρχικά η επιστημονική κοινότητα δεν πίστευε ότι υπήρχε συσχέτιση μεταξύ σκωληκοειδούς απόφυσης και ΙΦΝΕ. Αργότερα, άρχισαν να δημοσιεύονται περιπτώσεις που έδειχναν ότι εμπλέκεται στις φλεγμονώδεις μεταβολές της νόσου. Σύμφωνα με τα ευρήματα ορισμένων, η αφαίρεσή της στη ρύθμιση της φλεγμονής φαίνεται ότι έχει ανοσορρυθμιστικές συνέπειες που μπορεί να είναι προστατευτικές έναντι της επακόλουθης ανάπτυξης ελκώδους κολίτιδας», σημειώνει ο Δρ. Ξιάρχος και προσθέτει: «Από τα αποτελέσματα της πρόσφατης μελέτης φαίνεται ότι η εκτέλεση σκωληκοειδεκτομής σε νεαρή ηλικία και πριν από την ανάπτυξη του ελκώδους κολίτιδας σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο κολεκτομίας, μιας επέμβασης που δύναται να ανακουφίσει τους ασθενείς από τα συμπτώματα της νόσου. Ωστόσο, η σκωληκοειδεκτομή μετά την εμφάνιση της ελκώδους κολίτιδας φαίνεται να συνδέεται με χειρότερη πορεία της νόσου και με αυξημένα ποσοστά διενέργειας κολεκτομής μεταγενέστερα».

Όπως δήλωσε η ερευνητική ομάδα, που δημοσίευσε τα αποτελέσματα της ανασκόπησης στο περιοδικό Alimentary Pharmacology and Therapeutics, ο θηλασμός δεν παρέχει στα βρέφη μόνο τα απαραίτητα για την ανάπτυξή τους διατροφικά στοιχεία, ούτε προστατεύει τα νεογέννητα μόνο από τις λοιμώξεις. Η μελέτη τους προσέθεσε άλλο ένα στοιχείο στον μακρύ κατάλογων των πλεονεκτημάτων του θηλασμού, τα οποία ως γνωστόν, δεν περιορίζονται στο βρέφος, αλλά αφορούν και τη μητέρα. Έφεραν δε στο φως και στοιχεία που αφορούν στην επίδραση της ευεργετικής αυτής πρακτικής σε άτομα διαφόρων εθνικοτήτων, σύμφωνα με τα οποία τα μωρά των Ασιατών προστατεύονται περισσότερο από την εμφάνιση της νόσου του Crohn, συγκριτικά με αυτά των Καυκάσιων, ενδεχομένως εξαιτίας του υψηλότερου ποσοστού παιδικών λοιμώξεων στην Ασία, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει ΙΦΝΕ. «Επομένως, η ισχυρότερη μείωση των λοιμώξεων από το θηλασμό σε αυτόν τον πληθυσμό μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη μείωση των ΙΦΝΕ», δήλωσαν. Τα αντιβακτηριακά συστατικά και τα αντισώματα που υπάρχουν στο μητρικό γάλα μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο φαίνεται να υπάρχει αυτή η προστασία, σύμφωνα με την ομάδα. Η επίδρασή τους μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση, ενισχύοντας την έμφυτη ανοσία του βρέφους.