Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015
Αφιέρωμα στη μνήμη του Νίκου Χουλιαρά. Η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδος, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, παρουσίασε στην Παλαιά Βουλή, στις 20 Νοεμβρίου 2009, το συνολικό έργο του Νίκου Χουλιαρά
Κυρίες και κύριοι,
στη λογοτεχνία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δύο
βασικά είναι οι τρόποι που οι καλλιτέχνες βλέπουν τον κόσμο: ο ένας τρόπος
εκφράζει την συγκίνηση του καλλιτέχνη που έχει πηγή της τη ζωή, ενώ ο άλλος
εκφράζει την αγωνία αναζητώντας τη ζωή. Εδώ, η ζωή δεν είναι δεδομένη αλλά
οφειλόμενη απάντηση, όπως και προσδοκία να βρεθεί απάντηση. Κυρίως αυτό το
τελευταίο: να αξιωθεί απάντησης το ερώτημα τι είναι ζωή.
Ο Ν. Χουλιαράς ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Όλο
του το έργο είναι η ‘δοκιμασία’ αυτού που δίδεται ως ζωή· δοκιμάζεται αν όντως
είναι ζωή, τσεκάρεται η ‘καθαρότητά’ της (= εκείνη που δεν μας θυμίζει –κάθε
στιγμή- το αντίθετό της, τον θάνατο).
Στο έργο, τελικώς, του Χ., και θα έλεγα και στο
λογοτεχνικό και στο εικαστικό –αφού το ένα συμπληρώνει, επεξηγεί και αναπαριστά
το άλλο- ρωτιέται διαρκώς αυτό που φέρεται ως ζωή. Από τον Λούσια (1979) μέχρι το Νερό στο πρόσωπο (2005),
ξετυλίγεται ένα ‘χρονικό’ που καταγράφει τα στάδια (είναι 14 τα στάδια/βιβλία)
της ζωής, από την αρχή της, τότε που καταλαμβάνει όλο τον χώρο και τον
ανακαλύπτει. Ο Λούσιας -το πρώτο μέρος του ‘χρονικού’- ένα παιδί που μεγαλώνει
μέχρι την ηλικία του άντρα μέσα στο αφήγημα, ορφανό με νοητική στέρηση για τα
μέτρα της κοινωνικής μας αξιολόγησης, όμως ο καθαρός καθρέφτης, σύμφωνα με την
αφηγηματική λογική, που μέσα του καταγράφεται με κάθε λεπτομέρεια η ερήμωση,
μέσα στην ‘πρόοδο’ της ‘ανάπτυξης’, είναι ο μόνος που μπορεί να μας δείξει αυτό
που ενώ είναι μπροστά στα μάτια μας, το έχουμε χάσει: την ζωή σαν ‘θαύμα’, σαν
αποκάλυψη.
Όμως σιγά σιγά, από βιβλίο σε βιβλίο και από
ιστορία σε ιστορία, ο αφηγητής, που φαίνεται να είναι πάντα ο ίδιος και ποτέ να
μην χάνει τις αρετές του Λούσια: την φρεσκάδα της ματιάς του, που θα τον κάνει
να βλέπει πιο πολλά και πιο καθαρά από εμάς, και την αθωότητα του μυαλού του,
που θα τον κάνει να βρίσκει το σωστό γυρίζοντας ανάποδα τον κόσμο (είτε το πάνω
κάτω είτε το μέσα έξω), θα κοιτάει πιο βαθιά, από την πίσω μεριά αυτό το
‘θαύμα’. Η ζωή ως θαύμα αρχίζει να ξεθωριάζει, η δύναμή της εξασθενεί και πλέον
δεν μπορεί ολοένα να κρύβει εκείνο που όσο πάει και το πλησιάζει. Κι έτσι όλο
και της βγαίνει μπροστά ο θάνατος. Και τότε αυτός κυριαρχεί παντού και απόλυτα.
Ξεπηδάει ακόμη και μέσα από το λευκό άγραφο χαρτί είτε αυτό που έχει μπροστά
του ο ζωγράφος -και τότε μας τον δείχνει σε κομμένες μαύρες γραμμές πανω στο
άσπρο χαρτί, ή άλλοτε σαν τελίτσες κι άλλοτε σαν μικρές μαχαιριές και πάντα
πάνω στο άσπρο χαρτί το μαύρο σώμα να ακολουθείται από τη μαύρη σκιά του-, είτε αυτό που έχει μπροστά του ο λογοτέχνης
-και τότε μας αφηγείται τη ζωή του Παύλου Κοντοσάκου (Το άλλο μισό) με το σώμα
χωρισμένο σε δυο κομμάτια: ο μισός φρεσκοπλυμένος, καθαρός και ντυμένος και ο
άλλος μισός σφαγμένος. Μας μιλάει για τη ζωή της Αντιγόνης του Γκουγιάνου που
είναι «κίνηση, χωρίς πισωγυρίσματα, μόνο μία κατεύθυνση έχουν τα πράγματα στη
ζωή» (Νερό στο πρόσωπο, σ. 16-17). Και την περιγράφει την ζωή σαν ένα στενό
σωλήνα που μέσα φυσάει αέρας που μπαίνει από τις δυο άκρες του: την μια, την
αρχική, που είναι το πριν και την άλλη,
που είναι το μετά της ύπαρξης. Ανάμεσα σε ένα πριν και ένα μετά χάος είναι η
ζωή. Είναι το ενδιάμεσο. Ένα εκκρεμές, που πάει από την μνήμη (που κατευθύνεται
προς τη μεριά του πριν) προς τον φόβο (του επερχόμενου, του μετά χάους).
Οδοιπορικό αναζήτησης, λοιπόν, το κείμενο του Ν.
Χουλιαρά. Την ζωτική απάντηση την ψάχνει κυρίως σε τρεις περιοχές: στους
τόπους, στα πρόσωπα και στα πράγματα/ καταστάσεις. Στους τόπους δεσπόζουν με
τρόπο εμφατικό τα Γιάννενα –συγκριτικά είναι ελάχιστοι οι άλλοι τόποι- με
αφηγηματικά χαρακτηριστικά υψηλής πιστότητας με την πραγματική πόλη των
Ιωαννίνων. Οι ίδιες ταυτίσεις ανάμεσα στο αφηγηματικό και το πραγματικό
υπάρχουν και στην περίπτωση των προσώπων [και τα δυο είναι στοιχεία που μας
φέρνουν πιο κοντά στο χαρακτήρα του ‘χρονικού’ που αποδώσαμε στα κείμενα του
Ν.Χ.]. Ωστόσο, ο ρεαλισμός αυτός είναι μέρος του ‘παιχνιδιού’ και όχι κάποιας
πρόθεσης να πετύχει μια αντιστοίχηση με τα πράγματα. Και εννοώ του επώδυνου
παιχνιδιού, που παίζεται μόνο με αληθινούς και όχι κάλπικους όρους (με τα υπαρκτά:
Γιάννενα και πρόσωπα), του ‘παιχνιδιού’ που ο ‘παίκτης’ του πληρώνει με αληθινή
δηλαδή ριψοκίνδυνη ζωή, αφού βιώνεται ως αναμονή του θανάτου.
Τα Γιάννενα
(και το παραδοσιακό τους κέντρο: οι παλιές γειτονιές του Γηροκομείου, της
Καραβατιάς, του Άλσους και των παραλίμνιων κήπων/τα μποστάνια, οι μικροί τους
δρόμοι όπως το στενό του Αλημπάμπα, Κιάφας και Χειμάρας (Το μπακακόκ, 1988) ή η
οδός Αγγέλων Αυτοκρατόρων (Η μέσα βροχή, 1991)) και η δεκαετία του 1950 –που θα
ανοίξει και προς τις παλαιότερες εποχές, προς τις προεπαναστατικές δεκαετίες
του Αλή Πασά στο Ζωή, την άλλη φορά (1985)- είναι το κέντρο του αφηγηματικού
κόσμου του Ν.Χ. Γύρω τους θα ανοίγονται ομόκεντροι κύκλοι με τις πιο μακρινές,
που είναι οι νέες γειτονιές, το ίδιο και οι χρόνοι οι μεταγενέστεροι, θα
πλαισιώνουν τον αρχικό, που δείχνει τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του αφηγητή.
Χρόνος και χώρος θα ανοίγουν μαζί, όμως η αφήγηση δεν θα απλώνεται, αντίθετα,
από βιβλίο σε βιβλίο θα ‘μαζεύεται’, θα συστρέφεται στη μνήμη κι όλο και πιο
διατρητικά θα διασχίζει τους σκοτεινούς θαλάμους της. Από ‘κει θα βγαίνουν στο
φως επεισόδια/διηγήματα σαν μικρά παραδείγματα ζωής ή σαν απαντήσεις στην
μετέωρη ερώτηση ‘τι ειναι ζωή’.
Νίκος Χουλιαράς
Όπως ο τόπος (τα Γιάννενα) έτσι και τα πρόσωπα αποτελούν
τη σύσταση του κόσμου του Ν.Χ. Από τα πρόσωπα, επιμένει, κυρίως, στο παιδί,
τους γονείς, την οικογένεια, τους γείτονες και τους τύπους των Ιωαννίνων:
πρόσωπα αναφοράς της γιαννιώτικης κοινωνίας, με τις ζωές τους διάφανες, στην
αντίληψη και τη χρήση του καθενός· στον Χ. βγαίνει για πρώτη φορά ο προσωπικός
τους μονόλογος ή η δράση που ερμηνεύει την ψυχή τους, θρυματίζοντας την
αλλοτριωμένη μάσκα που τους φόραγε η ματιά των τρίτων. Άπειρα τα πρόσωπα των περιθωριακών που
γίνονται ήρωες, δηλαδή μάρτυρες της αληθινής ζωής, που την μαθαίνουν και σε
μας: ο Λούσιας και οι φίλοι του (ο Κωστάκης ο Δαραμπασίνας και ο Απόστολος
Βούρμπιανης), ο Δημητράκης ο Μαντζαρόπουλος, ο «ελληνοράπτης» Κωνσταντίνος
Βαζάκας, «το παιδί Κιορ-Σαμουήλ», «ο Νικολάκης της Τσεβούλας», ο Παύλος
Κοντοσάκος.
Μια ποιοτική αλλαγή στον κόσμο του Ν.Χ. αρχίζει να
εμφανίζεται όταν διαταράσσεται η σχέση αναλογίας ανάμεσα στα συστατικά του
στοιχεία (τους τόπους, τα πρόσωπα και τα πράγματα/καταστάσεις). Αυτό συμβαίνει
με την βιολογική απομάκρυνση του αφηγητή από τον χωρό-χρονο της παιδικής και
εφηβικής ηλικίας και, τότε, στην αφήγηση, τον πρώτο ρόλο τον έχουν τα
πράγματα/καταστάσεις. Τότε, σε πρώτο πλάνο δεν είναι π.χ. ο τόπος, αλλά η
χαίνουσα πληγή που ανοίγει, κατά τις
επισκέψεις του αφηγητή, ο τόπος. Οι επισκέψεις είναι σαν νυστέρι: την ξύνουν
και την κρατούν ανοιχτή: στο Εργαστήριο του ύπνου (2000) η επίσκεψη στην πόλη
θέτει τον αφηγητή εκτός ζωτικού κόσμου: στους κύκλους μιας δίνης. Κύκλοι που
όλο και στενεύουν καθώς κατεβαίνουν, αναδεύοντας τα στρώματα της μνήμης για να
ηρεμήσουν, τελικά, στην ‘Κολχίδα’ των πεθαμένων γονιών.
Τώρα, τα
πρόσωπα δεν βγαίνουν μέσα από τα βιογραφικά τους πορτρέτα αλλά μέσα από
αφηγηματικά φαγιούμ. Δεν είναι όμως φιγούρες άψυχες αλλά με άρτιο τον
συναισθηματικό τους οργανισμό. Και μάλιστα θα λέγαμε ότι μόνο σε αυτούς λειτουργεί: έρχονται στην αφήγηση ως νεκροί που μας
νιάζονται και μας φροντίζουν. Είμαστε τα μικρά τους απροστάτευτα παιδιά, που
αυτοί πρέπει να μας παρηγορήσουν.
Η παραμυθία είναι ό,τι απομένει, αφού το έργο του
Νίκου Χουλιαρά περιέχει την απάντηση πως η ζωή πιάνει τον χώρο ανάμεσα σε δύο
πόλους «μηδέν». Και παραμυθία είναι το ίδιο το έργο, ένα έργο απόλυτα
προσηλωμένο στην αισθητική μας χαρά, που την υπηρετεί διαρκώς και για την οποία
έχει επινοήσεις την πιο ρυθμική γλώσσα της λογοτεχνίας μας.
Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το λογοτεχνικό του έργο
σαν μια εγκυκλοπαίδεια ρυθμών, στους οποίους θα μπορούσαμε να λογαριάσουμε: τις
εναλλαγές του λόγου μέσα στο εσωτερικό της δομής των κειμένων (διάλογοι,
μονόλογοι, φωνές, ήχοι, ταχύτητα και επιβράδυνση της αφήγησης), τις ανταλλαγές
τεχνικών από τις διάφορες τέχνες (από το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη
ζωγραφική, τη μουσική), το άλλοτε ανεπαίσθητο κι άλλοτε βίαιο άδειασμα του
σώματος από τον ερωτικό του πόθο, τα πολλαπλά ‘συναξάρια’ του έρωτα και την
ατέλειωτη αλυσίδα από τις κουβέντες που αντηχούν σ’ ολόκληρο το τοπίο, κάτω απ’
«το βουνό», το Μιτσικέλι: απ’ το Διεθνές, το Γυαλί-καφενέ, τον παραλίμνιο
Φλοίσβο, τα ξενυχτάδικα στο Πέραμα, τα εργαστήρια και τα εμπορικά της Ανεξαρτησίας,
τα ξυλουργεία και τον προθάλαμο του Ίλιον και του Ακροπόλ. Ο ρυθμός και μάλιστα
ο ξέφρενος, μιας ανοικονόμητης χαράς, όπως μας την περιγράφει σε ένα από τα πιο
τραγικά του διηγήματα («Η γάτα», Το άλλο μισό), είναι η απάντηση του Ν.Χ. Μας
την δίνει αλλοτε με το μισό του χαμόγελο και με την πικρή του ειρωνεία κι
άλλοτε πιο γενναιόδωρα: με πηγαίο γέλιο, με ευφρόσυνη απόλαυση, είναι μια χαρά
αλλιώτικη, όσο κι αν έρχεται σαν μια ριπή: είναι σαν να ’μαστε σε «συννεφάκι
ροζ» που γίνεται σωσίβιο και μας ανεβάζει
ψηλά (ό.π., σ. 104). Είναι η δική του περιγραφή για το δικό του δώρα που μας
στέλνει στις ποικίλες καλλιτεχνικές του φόρμες.
Β.- H ομιλία του εικαστικού Χρήστου Μπότσογλου για τον Νίκο Χουλιαρά . (Παρουσίαση του Καλλιτεχνικού έργου). ''Οι
εικόνες του Νίκου Χουλιαρά
Ο Νίκος Χουλιαράς δημιουργεί εικόνες. Εικόνες
λεκτικές – εικόνες ζωγραφισμένες. Μιλώ μονάχα για το ζωγραφικό του έργο.
Και εμένα που με απασχολεί μια ζωή να καταλάβω τη
σχέση που μπορεί να αποκτήσουν οι
ζωγραφικές εικόνες με τις λεκτικές βρίσκω στη ζωγραφική του Χουλιαρά όχι μονάχα
τη συνύπαρξη αλλά και την ουσιαστική σχέση που μπορεί να δημιουργηθεί και να
προάγει το εικαστικό αποτέλεσμα σε ένα καινούριο επίπεδο, πιο σύνθετο και
περισσότερο επικοινωνιακά.
Μπότσογλου Χρόνης
Η Ιστορικός
της Τέχνης Μάρθα Χρυστοφόγλου σε ένα εξαιρετικό κείμενο που εισάγει στη
ζωγραφική του Νίκου Χουλιαρά «1966-1991»
από τις Εκδόσεις «ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ Τέχνης», γράφει για το ζήτημα που με απασχολεί
«Από τους καλλιγράφους του μεσαίωνα ως τους δημιουργούς των κόμικς, η συνύπαρξη
λόγου και εικόνας λειτουργεί περίπου με τον ίδιο τρόπο: η εικόνα καλεί το μάτι,
το κείμενο περνά το μήνυμα. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Δεν είναι η εικόνα το
δόλωμα, αλλά το κείμενο που, μετατρέποντας για λίγο τον θεατή σε αναγνώστη, τον
υποχρεώνει να σταθεί μπροστά στο έργο περισσότερη ώρα , όσο χρειάζεται για να
διαποτιστεί με την ακτινοβολία της εικόνας και να διαπιστώσει πως δεν έχει να
κάνει με εικονογράφημα, αλλά με μια εικαστική ενότητα…»
Για να
ολοκληρωθεί όμως αυτή η μετατροπή που εύστοχα, κατά τη γνώμη μου, εντοπίζει η
κυρία Χριστοφόγλου, το κείμενο οφείλει να περιέχει μια λογοτεχνική ουσία,
αντίστοιχη με την εικαστική του ζωγραφικού μέρους. Ακόμη και αν είναι ένα
σπάραγμα φράσης μπλεγμένο σε έναν «κατάφορο γραφισμό» που δεν είναι δυνατό να
διαβαστεί.. Στο σημείο αυτό επιμένω να
υπερασπίζομαι την άποψη ότι ο Χουλιαράς
δημιουργεί εικόνες. Είτε αυτές οι εικόνες είναι ζωγραφισμένες με χρώματα, είτε
είναι με λέξεις καμωμένες.
το ζώο της
σκιάς
Θα
προχωρήσω με ένα παράδειγμα, τη ζωγραφιά «το ζώο της σκιάς» του 1988 η διάστασή του είναι 80Χ110
εκ., ο τίτλος είναι γραμμένος στον επίσημο κατάλογο της έκθεσης που
εκπροσωπούσε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην
ΕXPO92 στη Σεβίλλη: «Το Ζώο της
Σκιάς». Τίτλος εντελώς ακριβής όσο και η παράσταση που στο πρώτο επίπεδο
εμφανίζει κάποιον όγκο που μπορεί να είναι και ζώο. Μάλιστα το ζώο έχει και τη σκιά του. Πίσω
στην αριστερή μεριά υπάρχει η σκιά που μοιάζει ότι αυτινής είναι το ζώο, η οποία σκιά έχει επίσης τη σκιά της. Ήδη βρισκόμαστε πια στον αέρα.
Τόσο σε επίπεδο ζωγραφιάς, όσο και σε επίπεδο τίτλου. Όταν λέμε το ζώο της
σκιάς εννοούμε το ζώο που ανήκει στη σκιά, όπως φαίνεται σα να το κρατά από ένα
κορδόνι ή είναι ένα ζώο που ζει στη σκιά; Με τον ίδιο τρόπο όταν στη ζωγραφιά
εμφανίζεται τη σκιά του ογκηρού ζώου και
τη σκιά της σκιάς καταργείται η αλήθεια και το ψέμα που δογματικά αποδεχόμαστε
ως ισχύοντα νόμο στον κόσμο που γνωρίζουμε.
Προσπαθώ να κάνω μια ανάλυση - εξήγηση του νοήματος που βγαίνει από τις
λέξεις, και την αναπαράσταση της εικόνας. Όμως όπως διαπιστώνετε η υποβολή και
η ουσία της εικόνας των λέξεων, όσο και της εικόνας των χρωμάτων, γλιστρά
ανάμεσα από τα δάχτυλα της λογικής μας. Σε έναν κόσμο ακίνητο, στιβαρά
δομημένο, που απουσιάζει κάθε
αναγνωρίσιμη αναφορά κι ωστόσο όχι άγνωστό μας. Αναγνωρίζουμε αυτή τη
τελετουργική παρουσίαση μορφών και λέξεων που παράγουν εικόνες στο βαθμό που
βρίσκουν το αντίκρισμά-τους στη δική μας ενδοχώρα.
Τι
είναι λοιπόν αυτές οι εικόνες ; Σε ποιο χώρο υπάρχουνε ; Σε ποιο τόπο
αναφέρονται ; Σε ποιο χρόνο αναπνέουν;
Θυμάμαι όταν διάβασα το «Λούσια», κάπου είδα ένα σχόλιο ή άκουσα κάποιος να το λέει, «Στο Λούσια ο
κόσμος δείχνεται μέσα από τα μάτια καθυστερημένου παιδιού.» ‘Όμως εγώ νόμιζα
πως είχα ζήσει σε ένα όνειρο, στο οποίο ταυτόχρονα υπνοβατούσα σ’ αυτό το
όνειρο, που ήταν όνειρο ενός άλλου. Ακόμη περισσότερο ένιωθα αυτήν την
κατάσταση όταν διάβαζα «το εργαστήριο του ύπνου» Εκεί επιπλέον συμπλήρωνα αυτήν
την υπνοβασία και με δικές μου ξεχασμένες μνήμες.
Όλα
λοιπόν συμβαίνουν μπροστά στα μάτια-μας, στο χώρο του «ονειρικού παρόντος»
βέβαια, κομμάτια – αποσπάσματα από το πρόσωπο της νύχτας, οπότε δεν ανήκουν
παρά μονάχα στον παρόντα χρόνο, και κανένας τόπος δε τα διεκδικεί. Κάπως έτσι
νομίζω ότι ορίζεται αυτός ο ρεμβασμός στη μνήμη που γεννά το εικαστικό αλλά και
το λογοτεχνικό έργο του Νίκου Χουλιαρά, όπως εγώ το καταλαβαίνω.
Δεν
νομίζω, από όσο ξέρω, ότι υπάρχει ανάλογη διατύπωση τουλάχιστο στο χώρο της
ζωγραφικής. Ούτε στον Σουρεαλισμό, ούτε
στη μεταφυσική της σκιάς του Ντε Κίρικο, ούτε σε εκδοχές της ανερωτικής
πορνογραφίας του Μπαλτούς, ούτε στους έξυπνους χειρισμούς του Μαξ Ερνστ, ούτε
στα ωκεάνια τοπία του Ιβ Ταγκί. Ούτε στη καταράκωση της λογικής που επιχειρεί ο
Μαγκρίτ, ούτε τα ηλεκτρικά τοπία του Μάτα. Και όλων των άλλων που παίξανε
μεταξύ του μυαλού και της ψυχής. Σε μια χώρα, σα τη δική μας, επιτηδείων
αντιγραφέων, ο Νίκος Χουλιαράς όχι μονάχα δεν αντέγραψε κανέναν αλλά
δημιούργησε έναν προσωπικό εικαστικό χώρο μοναδικής πνευματικότητας και ουσίας.
Στη
νεοελληνική λογοτεχνία αρκετοί σημαντικοί λογοτέχνες παράλληλα υπήρξαν και
σημαντικοί ζωγράφοι. Αρχίζοντας από τον Φώτη Κόντογλου, περνάμε στον Νίκο
Εγκονόπουλο, τον Νίκο –Γαβριήλ Πεντζίκη, τον Κώστα Λαχά, τον Αλέξανδρος Ίσαρης, την Κλεοπάτρα Δίγκα το
Δημήτρη Μυταρά και πολλούς άλλους, για να συνεχίσουμε στα χειροτεχνήματα του
Σεφέρη, τα κολάζ του Ελύτη, τις πέτρες της εξορίας του Γιάννη Ρίτσου. Όπου
βέβαια στην περίπτωση των τριών τελευταίων ποιητών μονάχα σε ερασιτεχνικό
επίπεδο τους αναφέρουμε. Όμως οι πρώτοι που ανέφερα είναι και καλοί ζωγράφοι
και καλοί λογοτέχνες . Σίγουρα παρέλειψα κάποιους, δεν ξέρω όλων το σύνολο του
πνευματικού τους έργου, να με συγχωρήσουν.
Συγκρίνοντας το ζωγραφικό με το λογοτεχνικό έργο αυτών που ανέφερα,
σίγουρα βλέπουμε μια σχέση μεταξύ τους αλλά είναι ταυτόχρονα και ανεξάρτητοι
παράλληλοι δρόμοι.
Η
ζωγραφική όμως του Νίκου και η λογοτεχνία που γράφει είναι ο ίδιος κόσμος η
ίδια αντίληψη, η ίδια ουσία βιώματος. Για αυτό το λόγο εκεί που η ζωγραφική
εικόνα συναντά την λεκτική εικόνα, εκεί
γεννιέται το μοναδικό εικαστικό
έργο του Νίκου Χουλιαρά.
Γ.- H ομιλία του Ιωάννη Γεροθανάση, Πρύτανη
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, προλογίζοντας
την εκδήλωση για τον Νίκο Χουλιαρά
Ιωάννης Γεροθανάσης
Πρύτανης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Αγαπητέ κ. Χουλιαρά,
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε του Διοικητικού Συμβουλίου
της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος,
Αξιότιμε κ. Γενικέ Γραμματέα του Διοικητικού
Συμβουλίου της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος,
Εκλεκτό Προεδρείο,
Κυρίες και Κύριοι,
Αποτελεί ιδιαίτερη χαρά, τιμή και συγκίνηση για
μένα υπό την ιδιότητά μου ως Πρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων η σημερινή μου
παρουσία στην εκδήλωση τιμής για τον κ. Νίκο Χουλιαρά.
Με αφιερώματα στην ελληνική λογοτεχνία και τις
εικαστικές τέχνες, όπου σύγχρονοι Ηπειρώτες έχουν να επιδείξουν σημαντικό έργο
και με βασική επιδίωξη την ανάδειξη αυτής της πολυάριθμης ομάδας λογοτεχνών και
Εικαστικών με Ηπειρώτικη καταγωγή, η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας σε
άριστη συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων τιμούν σήμερα τον Γιαννιώτη
δημιουργό, εικαστικό – λογοτέχνη Νίκο Χουλιαρά.
Ο Νίκος Χουλιαράς είναι ένα πολύπλευρο καλλιτεχνικό
και πνευματικό ταλέντο. Απόφοιτος της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, θεωρείται
ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες ζωγράφους, πρωτοπόρος του Νέου
Κύματος, φιλοτέχνησε εξώφυλλα δίσκων και βιβλίων, προχώρησε σε διασκευές
δημοτικών τραγουδιών, εξέδωσε
λογοτεχνικά βιβλία και βιβλία για τη ζωγραφική. Τιμήθηκε με Διεθνή βραβεία
ενώ το 2007 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
Ο Νίκος Χουλιαράς αναβιώνει στην εποχή μας το μύθο
του πολύπλευρου και πολυτάλαντου δημιουργού. Από τη μουσική στη ζωγραφική, από
την ποίηση στην πεζογραφία, ο Νίκος Χουλιαράς καταφέρνει ίσως το πιο δύσκολο σε
μια εποχή ειδικοτήτων, απόλυτης εξειδίκευσης και αυτοπεριορισμών: να εκφράζεται
παντού με το ίδιο πολυσήμαντο ταλέντο και ευφυΐα.
Χαράζει με την παρουσία του τα λογοτεχνικά και
εικαστικά δρώμενα του τόπου και της εποχής μας. Ακούραστος παρατηρητής τα
καταγράφει πάντα με ευαισθησία και τόλμη, με χρώματα και λέξεις. Κυρίως όμως με
την αναλυτική ματιά ενός ασκητή του πνεύματος.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όσους
συνέβαλαν καθοριστικά για την άψογη διοργάνωση της σημερινής εκδήλωσης, η οποία
ευελπιστώ ότι θα δώσει το έναυσμα για την προβολή και ανάδειξη του προβλήματος
που αντιμετωπίζει το Πανεπιστήμιό μας αναφορικά με τη μετονομασία του Tμήματος
Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης σε Τμήμα Εικαστικών Τεχνών πενταετούς
φοίτησης. Το 1999 στην εισήγησή της, η αρμόδια Επιτροπή του Υπουργείου Εθνικής
Παιδείας & Θρησκευμάτων (που δυστυχώς έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό),
μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι «το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και η Ήπειρος
γενικότερα δεν είναι σκόπιμο να επωμιστεί και το βάρος ανάπτυξης ενός Τμήματος
Εικαστικών Τεχνών το οποίο έχει ούτως ή άλλως αυξημένες απαιτήσεις». Αυτά,
δυστυχώς, αναφέρονται για την Ήπειρο που ανέδειξε ίσως την πιο πολυάριθμη
ποιοτικά και ποσοτικά ομάδα λογοτεχνών και εικαστικών στην Ελλάδα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να χρησιμοποιήσω μία άποψη του τιμώμενου που αναδεικνύει το
μεγαλείο της ψυχής, της υψηλής αισθητικής του, της απαράμιλλης δημιουργικότητάς
του και του μοναδικού ταλέντου του:
«Για μένα δεν υπάρχει χρόνος. Όταν δημιουργώ, όταν
γράφω ή ζωγραφίζω, ούτως ή άλλως δουλεύω εν υπνώσει. Έχω περάσει τον
περισσότερο χρόνο μου έτσι, επομένως λογικό είναι να νιώθω το χρόνο ασαφή...»
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας!