Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Δυσκοιλιότητα: Πάσχετε πράγματι απ’ αυτήν;

Η αντίληψη του γενικού πληθυσμού σχετικά με τη δυσκοιλιότητα διαφέρει σημαντικά από αυτή των ιατρών και από τις επίσημες οδηγίες διάγνωσης. Πολλά συμπτώματα, από την ύπαρξη των οποίων αναγνωρίζεται από τον γενικό πληθυσμό η πάθηση που ταλαιπωρεί εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, δεν περιλαμβάνονται στα διαγνωστικά κριτήρια ή τα εργαλεία αξιολόγησης. Έτσι, η επικοινωνία μεταξύ ασθενών και ιατρών δυσχεραίνει, με αποτέλεσμα όταν αναζητούν ιατρική περίθαλψη εξαιτίας της πάθησης να μην αναγνωρίζονται τα συμπτώματα ως δυσκοιλιότητα από τον γιατρό και επομένως να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά.
«Η δυσκοιλιότητα είναι μια πολύ κοινή πάθηση. Παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι με χρόνια δυσκοιλιότητα δεν επισκέπτονται τον γιατρό τους, τα ποσοστά διάγνωσης είναι αρκετά υψηλά. Πολλές μελέτες έχουν προσπαθήσει να εκτιμήσουν τον επιπολασμό της, αλλά υπάρχει μεγάλη απόκλιση στα αποτελέσματά τους (από 3% έως 35%), κυρίως εξαιτίας του διαφορετικού τρόπου διάγνωσης», εξηγεί ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος - Διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών - Ιατρικού Περιστερίου και Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής (www.axiarchos.gr). Κι αυτό διότι ένα ποσοστό ασθενών θέτει μόνο του τη διάγνωση, χωρίς τη συνδρομή γιατρού, αλλά και γιατί μερικοί γιατροί διαγιγνώσκουν πρακτικά ενώ άλλοι χρησιμοποιούν επίσημα κριτήρια (π.χ.Rome IV), τα οποία προσδιορίζουν τους συνδυασμούς των συμπτωμάτων που εμφανίζονται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.


Μια νέα έρευνα από το King's College του Λονδίνου, που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Gastroenterology, συνέκρινε την αντίληψη που έχουν για τη δυσκοιλιότητα απλοί άνθρωποι (με και χωρίς δυσκοιλιότητα), με εκείνη που έχουν οι γενικοί και ειδικευμένοι ιατροί αλλά και με τα επίσημα κριτήρια διάγνωσης.
Μέσω της χρήσης ερωτηματολογίου οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναφέρουν τα συμπτώματα που θεωρήθηκαν πιο σημαντικά για τη διάγνωση. Οι συμμετέχοντες επίσης κλήθηκαν να κρίνουν από 10 μελέτες την ύπαρξη ή όχι δυσκοιλιότητας, σύμφωνα με τα επίσημα κριτήρια.
Οι επιστήμονες εξέτασαν στοιχεία από 2.557 άτομα (εκ των οποίων 934 είχαν αυτοδιαγνώσει δυσκοιλιότητα), 411 γενικούς ιατρούς και 365 γαστρεντερολόγους. Διαπίστωσαν ότι από εκείνους που διέγνωσαν μόνοι τους ότι πάσχουν από δυσκοιλιότητα, το 94% πληρούσε τα τυπικά διαγνωστικά κριτήρια (Rome IV). Παραδόξως, ωστόσο, από τα 1.623 άτομα που δεν ανέφεραν ότι πάσχουν από δυσκοιλιότητα, το 29% πληρούσε τα κριτήρια αυτά. Δηλαδή το ένα τρίτο των ανθρώπων, οι οποίοι είχαν χαρακτηρίσει τον εαυτό τους ως υγιή, ήταν δυσκοίλιοι. Από την κρίση των μελετών, τα ποσοστά σωστής διάγνωσης της δυσκοιλιότητας κυμάνθηκαν από 99% έως 39%, ανάλογα με τα υπάρχοντα συμπτώματα. Για παράδειγμα, λιγότερο από το ένα τρίτο του δυσκοίλιου γενικού πληθυσμού θεώρησε σημαντική για τη διάγνωση την ύπαρξη σπάνιων κενώσεων του εντέρου, σε σύγκριση με το 41% των ιατρών και το 65% των ειδικευμένων ιατρών.
Η μελέτη επισήμανε επίσης έξι βασικές ομάδες συμπτωμάτων με τις οποίες συμφωνούσαν  οι δύο κατηγορίες συμμετεχόντων: κοιλιακή δυσφορία, πόνος και φούσκωμα, ορθική δυσφορία, σπάνιες κενώσεις του εντέρου και σκληρά κόπρανα, αισθητηριακή δυσλειτουργία, μετεωρισμός και φούσκωμα και ακράτεια κοπράνων. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν τα υφιστάμενα γενικώς αποδεκτά διαγνωστικά κριτήρια, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν τόσο τις αντιλήψεις των ασθενών όσο και των ιατρών.
Όπως επισημαίνει ο Δρ. Ξιάρχος, το κλειδί για την αποτελεσματική θεραπεία είναι ο έγκυρος προσδιορισμός της πάθησης. Ενδεχομένως, το υψηλό ποσοστό των ασθενών που δεν ανταποκρίνονται στη φαρμακευτική θεραπεία, το οποίο ξεπερνά το 50%, να οφείλεται στη λανθασμένη διάγνωση λόγω επικοινωνιακών δυσαρμονιών μεταξύ ασθενών και ιατρών. Εάν οι δύο πλευρές αποκτήσουν κοινούς κώδικες επικοινωνίας θα ελαχιστοποιηθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα και ακολούθως το ποσοστό των χρονίως πασχόντων από δυσκοιλιότητα. Με τη σειρά του αυτό θα βοηθήσει στην αποφυγή εμφάνισης άλλων προβλημάτων υγείας που σχετίζονται άμεσα με τη δυσκοιλιότητα, όπως η αιμορροϊδοπάθεια, οι ραγάδες δακτυλίου, τα περιεδρικά αποστήματα και συρίγγια.
«Όλες αυτές οι παθήσεις έχουν τις ρίζες τους στη δυσκοιλιότητα, αλλά κάθε μία έχει διαφορετικά συμπτώματα και θεραπεία.  Οι αιμορροΐδες προκαλούν κυρίως πόνο, κνησμό, αιμορραγία, έκκριση βλέννης, ασυμπτωματική ή επώδυνη διόγκωση και αίσθημα ατελούς αφόδευσης. Η θεραπεία εξαρτάται από το στάδιο και την ένταση των συμπτωμάτων που προκαλούν. Άλλοτε η συντηρητική αντιμετώπιση είναι αποτελεσματική και άλλοτε απαιτείται χειρουργική επέμβαση, η οποία είναι απολύτως ανώδυνη και γίνεται με χρήση υπερήχων. Μάλιστα η νέα γενιά μηχανημάτων TRILOGY υπερτερεί έναντι των προηγούμενων σε πολλά σημεία, αλλά κυρίως δεν προκαλεί εκτομή ή ακρωτηριασμό των ιστών, ούτε πληγές», τονίζει ο Δρ. Ξιάρχος. «Οι ραγάδες προκαλούνται από τη διέλευση σκληρών κοπράνων και προκαλούν ισχυρό πόνο μετά την κένωση και αιμορραγία. Αν και τις περισσότερες φορές επουλώνονται χωρίς παρεμβάσεις, οι επίμονες ραγάδες δακτυλίου χρήζουν χειρουργείου. Η επέμβαση αυτή γίνεται με laser ή R-F και ο ασθενής απαλλάσσεται απ’ αυτήν εντός 20λέπτου, ανώδυνα και αναίμακτα».
Οι ραγάδες και οι θρομβωμένες αιμορροΐδες μπορούν να γίνουν αιτία δημιουργίας αποστημάτων που εκδηλώνονται με πόνο και πυρετό, καθώς και με συλλογή πύου στην περιοχή γύρω από τον πρωκτό. Η θεραπεία του είναι αποκλειστικά επεμβατική, η οποία εάν δεν εκτελεστεί σωστά υπάρχει κίνδυνος υποτροπής του αποστήματος ή δημιουργίας περιεδρικού συριγγίου. Παρότι υπάρχει και γι’ αυτή την πάθηση άμεση, ανώδυνη, οριστική χειρουργική λύση με τη μια νέα επαναστατική μέθοδο ενδοσκοπικής θεραπείας των περιεδρικών συριγγίων (VAAFT), η αποφυγή δημιουργίας του πρέπει να είναι ο κύριος στόχος, καθώς μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρές επιπλοκές εάν δεν υποβληθούν στην κατάλληλη θεραπεία.
«Αυτές οι παθήσεις είναι μόνο μερικές από τις επιπτώσεις της δυσκοιλιότητας. Είναι αυτονόητη, λοιπόν, η ανάγκη έγκαιρης και αποτελεσματικής θεραπείας, η οποία μπορεί να επιβληθεί μόνο μετά από σωστή επικοινωνία και ορθή διάγνωση», καταλήγει ο Δρ. Ξιάρχος.