Αναδρομική καλύψει του 50% της
αύξησης των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων από τον Ιούλιο του 2022 οπότε και
έγινε η πρώτη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, θα εφαρμοστεί η επιδότηση των
στεγαστικών δανείων που προτείνουν οι τράπεζες για τα ευάλωτα νοικοκυριά, με
βάση την πρόταση που αποστάλθηκε επίσημα στον SSM.
Η επιδότηση θα ξεκινήσει από τον
Ιανουάριο του 2023 και θα ισχύσει έως τα τέλη του 2023, καλύπτοντας ωστόσο και
τις αυξήσεις επιτοκίων που έγιναν το β΄ εξάμηνο του 2022.
Σύμφωνα με την εφημερίδα
«Καθημερινή», δικαίωμα επιδότησης έχουν όλα τα ευάλωτα νοικοκυριά που έχουν
ενήμερα δάνεια στις τράπεζες -συστημικές και μη-αλλά και τα ενήμερα δάνεια των
ευάλωτων δανειοληπτών που έχουν τιτλοποιηθεί και βρίσκονται στην κυριότητα των
funds.
Η δυνατότητα αυτή προτάθηκε από
τις τράπεζες προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των συνεπών
δανειοληπτών και τελεί υπό την έγκριση του SSM, εφόσον πρόκειται για δάνεια που
έχουν φύγει από την κυριότητά τους και έχουν μεταφερθεί σε funds.
Η επιδότηση θα καλύψει το 50% της αύξησης των επιτοκίων που έχει περάσει μέχρι σήμερα στις δόσεις των δανείων, αλλά και όσες προκύψουν εντός των επόμενων 12 μηνών.
Όπως έχουν διευκρινίσει οι
τράπεζες, εάν η δόση ενός ενυπόθηκου δανείου ήταν τον περασμένο Ιούνιο 400 ευρώ
και έχει αυξηθεί μέχρι σήμερα στα 500 ευρώ, η επιδότηση θα είναι 50 ευρώ.
Εφόσον με βάση την πορεία του
euribor n αύξηση τους προσεχείς μήνες φτάσει τα 560 ευρώ, η συνολική επιδότηση
θα είναι 80 ευρώ.
Στην κατηγορία των συνεπών δανειοληπτών
ανήκουν όσοι δεν έχουν καθυστερήσει τη δόση του δανείου για χρονικό διάστημα
μεγαλύτερο των 3 μηνών.
Ο μηχανισμός για την καταβολής
της επιδότησης θα «πατήσει» στην πλατφόρμα του προγράμματος «Γέφυρα», που
λειτουργεί στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
Οι δανειολήπτες που πληρούν τα
εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, ώστε να χαρακτηριστούν ευάλωτοι, θα
μπαίνουν στην πλατφόρμα που θα ανοίξει για αυτό τον σκοπό και θα κάνουν αίτηση
για να λάβουν την επιδότηση.
Ο λόγος για τον οποίο οι
τράπεζες προτείνουν αυτόν τον τρόπο της επιδότησης είναι γιατί κάτι τέτοιο δεν
προϋποθέτει την αλλαγή της δανειακής σύμβασης με τον δανειολήπτη.
Το ποσό της επιδότησης θα
πιστώνεται σε ειδικό λογαριασμό. Η δόση όμως που θα πληρώνουν στην τράπεζα θα
είναι αυτή που προκύπτει με βάση τη δανειακή τους σύμβαση και δεν θα είναι
μειωμένη.
Άρα θα πρόκειται για επιδότηση
με τη μορφή επιστροφής του ποσού στον λογαριασμό του δανειολήπτη.
Αντίστοιχα, το ποσό της
επιδότησης θα συγκεντρωθεί από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες σε ένα κοινό
ταμείο με τη μορφή ενός κουμπαρά, μέσω του οποίου θα πιστώνονται από την ΕΓΔΙΧ
τα ποσά στους δικαιούχους.
Το μοντέλο αυτό κρίθηκε σε
συνεργασία με την ΤτΕ ότι μπορεί να υπερκεράσει τις επιφυλάξεις του επόπτη για
το κατά πόσο τα δάνεια αυτά θα πρέπει να αλλάξουν κατηγορία και να
χαρακτηριστούν από ενήμερα ως πιθανά για αθέτηση (unlikely to pay).
Ανάλογα με το εάν η πρόταση αυτή
γίνει αποδεκτή από τον SSM, θα αξιολογηθεί και το τελικό κόστος του μέτρου, που
δεν συνίσταται μόνο στο ύψος της επιδότησης, αλλά και στο ύψος των προβλέψεων
που θα κληθούν να λάβουν οι τράπεζες με βάση την κατηγοριοποίηση αυτών των
δανείων.
Όσον αφορά το κονδύλι για την
επιδότηση, αυτό σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έχουν κάνει οι τράπεζες θα
διαμορφωθεί κοντά στα 20 εκατ. ευρώ, ενώ η περίμετρος των δανείων που θα
ενταχθούν εκτιμάται ότι δεν θα ξεπεράσει τα 2 δισ. ευρώ.
Αντίστοιχα, ο αριθμός των
δανειοληπτών εκτιμάται ότι δεν υπερβαίνει την αρχική πρόβλεψη που έκανε λόγο
για έως 30.000 δανειολήπτες, με την προοπτική να αυξηθεί κοντά στις 32.000
εφόσον στο σχήμα της επιδότησης ενταχθούν και οφειλέτες των οποίων τα δάνεια
έχουν τιτλοποιηθεί.
Οι τράπεζες παρά το γεγονός ότι
έχουν απεντάξει αυτά τα δάνεια από τους ισολογισμούς τους, θεωρούν ότι η
επιδότηση θα πρέπει να καλύψει και τη συγκεκριμένη κατηγορία έτσι ώστε να μην
υπάρχουν ωφελούμενοι δύο ταχυτήτων.
Προϋπόθεση, οι ευάλωτοι να είναι
συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Το θέμα είναι κρίσιμο από εποπτικής άποψης
καθώς συνδέεται με την κεφαλαιακή ελάφρυνση (Significant Risk Transfer) που
απέσπασαν οι απέσπασαν οι τράπεζες όταν η ελληνική πολιτεία διαπραγματεύτηκε
τον μηχανισμό του «Ηρακλή» και το λεγόμενο μηδενικό risk weight assets, δηλαδή
την πλήρη από αναγνώριση από τον ισολογισμό της τράπεζας των δανείων που
τιτλοποιούσε.