Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (irritable bowel syndrome ‒ IBS) είναι μια
κοινή γαστρεντερική διαταραχή που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Είναι χρόνια και χαρακτηρίζεται από μια ομάδα συμπτωμάτων των οποίων η βαρύτητα
διαφέρει από άτομο σε άτομο. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις τα συμπτώματα
μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής του πάσχοντος.
Υπολογίζεται ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες περίπου το 10-15% των ενηλίκων
πάσχει από το σύνδρομο, ενώ στην Ευρώπη εμφανίζεται σε έναν στους οκτώ. Η διαταραχή
είναι πιο συχνή στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άντρες και συνήθως ξεκινά στην
αρχή της ενήλικης ζωής. Στην ηλικιακή ζώνη 45-64 το ποσοστό των πασχόντων ατόμων
φτάνει στο 18-20%.
Τι ακριβώς είναι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου;
«Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (ή σπαστική εντεροκολίτιδα) είναι μια
λειτουργική γαστρεντερική διαταραχή (δεν υπάρχει ορατή ή δομική βλάβη στο
πεπτικό σύστημα) που επηρεάζει το παχύ έντερο (κόλον). Η ακριβής αιτία του
συνδρόμου είναι άγνωστη, αλλά πιστεύεται ότι οφείλεται σε συνδυασμό παραγόντων,
συμπεριλαμβανομένων των μη φυσιολογικών συσπάσεων του παχέος εντέρου, της
υπερευαισθησίας στον πόνο και των διαταραχών στον άξονα εντέρου-εγκεφάλου
(διαταραχή της επικοινωνίας εντερικού νευρικού συστήματος - εγκεφάλου)» εξηγεί
ο κ. Γεώργιος Κατσώρας Ειδικός Γαστρεντερολόγος & Επεμβατικός
Ενδοσκόπος, Επιμελητής Γαστρεντερολόγος στο Metropolitan Hospital.
«Τα συμπτώματα του συνδρόμου μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο» συνεχίζει και προσθέτει: «Αυτό σημαίνει ότι μερικοί άνθρωποι μπορεί να εμφανίσουν μόνο ήπια συμπτώματα, ενώ άλλοι μπορεί να έχουν πιο σοβαρά συμπτώματα που επηρεάζουν σημαντικά την καθημερινή τους ζωή. Τα πιο κοινά συμπτώματα του συνδρόμου είναι:
- Κοιλιακό άλγος ή δυσφορία
- Φούσκωμα
- Αέρια
- Διάρροια
- Δυσκοιλιότητα
- Βλέννα στα κόπρανα
- Αίσθημα ατελών κενώσεων
Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να προκληθούν από ορισμένες τροφές, από στρες,
ορμονικές αλλαγές ή άλλους παράγοντες, επίσης μπορεί να επικαλύπτονται με αυτά
άλλων γαστρεντερικών παθήσεων, όπως η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (IBD), η
κοιλιοκάκη ή η βακτηριακή υπερανάπτυξη του λεπτού εντέρου (SIBO). Συνεπώς, για
να τεθεί η διάγνωση είναι σημαντικό να επισκεφτείτε έναν ειδικευμένο ιατρό»,
συμπληρώνει.
Πώς γίνεται η διάγνωση του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου;
«Δεν υπάρχει ειδική εξέταση για το συγκεκριμένο σύνδρομο, επομένως η
διάγνωση γίνεται συνήθως με βάση την παρουσία χαρακτηριστικών συμπτωμάτων και
την απουσία άλλων υποκείμενων ιατρικών καταστάσεων. Ο γιατρός θα λάβει πρώτα
ένα λεπτομερές ιατρικό ιστορικό και θα πραγματοποιήσει κλινική εξέταση. Μπορεί
επίσης να ζητήσει ορισμένες εξετάσεις, όπως ανάλυση κοπράνων, εξετάσεις αίματος
ή απεικονιστικές μελέτες, για να αποκλειστούν άλλες καταστάσεις. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, ο ιατρός μπορεί επίσης να πραγματοποιήσει κολονοσκόπηση ή
ενδοσκόπηση για να ελέγξει το κόλον ή το λεπτό έντερο», τονίζει ο κ. Κατσώρας.
Διευκρινίζει ότι «έχουν τεθεί ορισμένα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη
διάγνωση λειτουργικών γαστρεντερικών διαταραχών, με τα πλέον ευρέως
χρησιμοποιούμενα να είναι τα κριτήρια της Ρώμης. Συγκεκριμένα, για τη διάγνωση
του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου, από το 2016 ισχύουν τα κριτήρια της Ρώμης
IV. Σύμφωνα με αυτά, ένα άτομο πρέπει να έχει επαναλαμβανόμενο κοιλιακό άλγος ή
δυσφορία για τουλάχιστον μία ημέρα την εβδομάδα τους τελευταίους τρεις μήνες,
μαζί με δύο ή περισσότερα από τα ακόλουθα συμπτώματα:
- πόνο ή ενόχληση που σχετίζεται με την αφόδευση
- αλλαγές στη συχνότητα των κενώσεων
- αλλαγές στη μορφή ή την εμφάνιση των κοπράνων
Εάν ο εξεταζόμενος πληροί αυτά τα διαγνωστικά κριτήρια, διαγιγνώσκεται με
το σύνδρομο το οποίο στη συνέχεια ταξινομείται, με βάση την «κύρια συνήθεια»
του εντέρου του πάσχοντος ατόμου, σε έναν από τους παρακάτω τέσσερις υποτύπους:
- Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου με δυσκοιλιότητα (IBS-C)
- Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου με διάρροια (IBS-D)
- Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου με μικτές συνήθειες του εντέρου (IBS-M)
- Μη υποτυποποιημένο σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου IBS-U)»
Πώς αντιμετωπίζεται το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου;
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεραπεία για το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, αλλά
υπάρχουν αρκετές θεραπευτικές επιλογές που μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση
των συμπτωμάτων. Η θεραπεία περιλαμβάνει συνήθως έναν συνδυασμό αλλαγών του
τρόπου ζωής, διατροφικών αλλαγών και φαρμάκων.
Αλλαγές στον τρόπο ζωής:
Οι πάσχοντες θα πρέπει να υιοθετήσουν την τακτική αλλά όχι απαραίτητα
έντονη άσκηση, τεχνικές διαχείρισης του στρες (έλεγχος της αναπνοής, γιόγκα)
και να επιδιώκουν καθημερινά επαρκή και ξεκούραστο ύπνο.
Διατροφικές αλλαγές
Για την εμφάνιση των συμπτωμάτων του συνδρόμου «ενοχοποιούνται»
διαφορετικές τροφές για κάθε άτομο. «Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες τροφές οι οποίες
φαίνεται ότι επηρεάζουν την πλειονότητα των πασχόντων. Αυτές είναι τα λιπαρά
τρόφιμα, η καφεΐνη, το αλκοόλ, τρόφιμα πλούσια σε φυτικές ίνες, το γάλα και τα
μπαχαρικά. Εάν κάποιο ή όλα αυτά τα τρόφιμα διαπιστωμένα επιτείνουν τα
συμπτώματα του συνδρόμου, θα πρέπει να αποφεύγονται ή και να εξαλειφθούν από το
διαιτολόγιο του πάσχοντος.
Επειδή όμως οι φυτικές ίνες, παρά την πυροδότηση του συνδρόμου, δεν θα
πρέπει να λείπουν από το διαιτολόγιο κανενός, καλό θα είναι να μην εξαλειφθεί η
λήψη τους αλλά να συνοδεύεται από την αυξημένη παράλληλη κατανάλωση νερού. Πέρα
από τις διατροφικές πηγές φυτικών ινών, ο γιατρός ή ένας ειδικός διατροφολόγος
μπορούν να συστήσουν και κάποια συμπληρώματα (λιναρόσπορο, προβιοτικά,
πρεβιοτικά -η «τροφή» των προβιοτικών).
Επίσης θα πρέπει να αποφεύγονται οι λεγόμενοι υδατάνθρακες βραχείας αλύσου
(FODMAP) όπως η λακτόζη (περιέχεται στο γάλα, τα γαλακτοκομικά και το παγωτό)
και η φρουκτόζη» επισημαίνει ο ειδικός.
Θεραπευτική προσέγγιση
«Υπάρχουν διάφοροι τύποι φαρμάκων που μπορούν να συνταγογραφηθούν για τη
διαχείριση των συμπτωμάτων του συνδρόμου, όπως: αντισπασμωδικά, τα οποία
βοηθούν στη μείωση της κοιλιακής κράμπας, και καθαρτικά ή αντιδιαρροϊκά, τα
οποία μπορούν να βοηθήσουν στη ρύθμιση των κινήσεων του εντέρου. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθούν αντικαταθλιπτικά φάρμακα για να
βοηθήσουν στην ανακούφιση των συμπτωμάτων πόνου ή δυσφορίας.
Πέρα από αυτά, κάποιες συμπεριφορικές θεραπείες όπως η γνωσιακή
συμπεριφορική θεραπεία (CBT) ή η ιατρική υπνοθεραπεία μπορεί να είναι
αποτελεσματικές στη διαχείριση των συμπτωμάτων του συνδρόμου, σε άτομα με
σημαντικό άγχος.
Συμπερασματικά, ενώ το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είναι μια χρόνια
πάθηση, οι περισσότεροι πάσχοντες μπορούν να ζήσουν μια φυσιολογική, υγιή ζωή
με τη βοήθεια της κατάλληλης θεραπείας και αυτοφροντίδας. Είναι επίσης
σημαντικό για τα άτομα με το σύνδρομο να συνεργαστούν στενά με τον γιατρό τους,
ώστε να αναπτύξουν ένα εξατομικευμένο σχέδιο θεραπείας που να αντιμετωπίζει τα
μοναδικά συμπτώματα και τις ανάγκες τους» καταλήγει ο κ. Κατσώρας.