Η ίδρυση των Μη Κερδοσκοπικών
Πανεπιστημίων είναι ένα θέμα που απασχολεί την Ελληνική Κοινωνία, τουλάχιστον
εδώ και 20 χρόνια.
Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις.
Υπάρχει η πλευρά που υποστηρίζει τη λειτουργία τους, υπάρχει και εκείνη της
απόλυτης διαφωνίας.
Είναι όμως ένα υπαρκτό ζήτημα,
που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στη λογική του «μαύρου -άσπρου». Το Νομοσχέδιο
έχει ήδη κατατεθεί στη Βουλή και από σήμερα αρχίζει η συζήτηση στην Επιτροπή
Μορφωτικών Υποθέσεων.
Οι παρατάξεις της Αντιπολίτευσης
στην εισήγησή τους, καλούν το Περιφερειακό Συμβούλιο να κρίνει και τη συνταγματικότητα
ή μη ενός νόμου, πριν καν αυτός ψηφιστεί.
Το αν είναι παραβιάζεται ή όχι το Σύνταγμα είναι άλλοι αρμόδιοι να κρίνουν, η Βουλή, το Συμβούλιο της Επικρατείας, η Ευρωπαϊκή Ένωση κ.α.
Θυμίζω όμως ότι εκτός εκείνων
που υποστηρίζουν ότι είναι αντισυνταγματική η διάταξη, υπάρχουν κι άλλοι
κορυφαίοι δικαστές και συνταγματολόγοι όπως οι κύριοι Σαρμάς, Αλιβιζάτος,
Μανιτάκης, Βενιζέλος που έχουν ταχθεί υπέρ της συνταγματικότητας.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει και
τι μπορεί να προκύψει με την ψήφιση του νόμου για τα Μη Κερδοσκοπικά
παραρτήματα ξένων Πανεπιστήμιων, που δεν αφορά όμως μόνο αυτά, αλλά
περιλαμβάνει διατάξεις ενίσχυσης του Δημόσιου Πανεπιστημίου.
Συμφωνούμε με την πρόσφατη
ανακοίνωση του Συμβουλίου Διοίκησης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, για τη
διασφάλιση των ποιοτικών κριτηρίων που πρέπει να ισχύουν και για την
αποκλειστική χρηματοδότηση μόνο των Δημόσιων Πανεπιστημίων από δημόσιους
πόρους.
Εμείς και να θέλαμε, δεν
μπορούμε να παρέμβουμε ούτε στα οικονομικά, ούτε στα λειτουργικά τους ζητήματα,
πολύ περισσότερο δε στην επιστημονική στελέχωση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Κι
αυτό οφείλεται στο νομικό καθεστώς:
Σήμερα τα Πανεπιστήμια στην
Ελλάδα είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Είναι δηλαδή αυτοδιοίκητα και δεν
επιδέχονται καμία παρέμβαση από εξωτερικούς παράγοντες, φορείς κλπ.
Μόνο συμπληρωματικά συνδράμουμε.
Και το κάναμε, καλύπτοντας αρκετές φορές τμήμα των δαπανών για στέγαση
φοιτητών, με την ανάληψη του κόστους ανακατασκευής της Παπαζόγλειου για να
λειτουργήσει η Αρχιτεκτονική Σχολή.
Η Περιφέρεια Ηπείρου στήριξε το
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όπως και το πρώην ΤΕΙ και μέσω του ΕΣΠΑ στον τομέα των
ερευνητικών προγραμμάτων.
Αναδείχτηκε όμως ένα ζήτημα, το
οποίο μας προκαλεί γενικότερο προβληματισμό.
Όταν είχε επισκεφθεί το 2013 την
Ήπειρο ο τότε Επίτροπος Γιοχάνες Χαν για να ενημερωθεί για την αξιοποίηση των
ευρωπαϊκών προγραμμάτων, έθεσε ένα ερώτημα:
Πόσες θέσεις εργασίας
δημιουργήθηκαν μετά την ολοκλήρωση των προγραμμάτων.
Δεν πήρε απάντηση, γιατί απλά
δεν υπήρχε σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας.
Τελείωναν τα προγράμματα,
σταματούσαν και οι συμβάσεις εκείνων που είχαν προσληφθεί για την υλοποίηση των
προγραμμάτων.
Είναι κάτι που πρέπει να δούμε
σήμερα, να επιτευχθεί δηλαδή η σύνδεση των Πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας.
Θα έπρεπε ήδη να υπάρχει στροφή
στα γνωστικά αντικείμενα: Δεν πρέπει δηλαδή να υπάρχει υπερπληθώρα φοιτητών σε
τμήματα που δεν συνδέονται με την προσφορά θέσεων εργασίας.
Χρειαζόμαστε σχολές και τμήματα
τα οποία θα προσελκύουν φοιτητές οι οποίοι μετά την αποφοίτησή τους να μπορούν
να βρίσκουν εργασία στην ειδικότητα που σπούδασαν και όχι να έχουν απλά ένα
«χαρτί».
Είναι γεγονός ότι βρισκόμαστε
μπροστά σε ένα νέο περιβάλλον:
Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια είναι
ελληνική εφεύρεση; Όχι βέβαια. Υπάρχουν στις περισσότερες χώρες του κόσμου και
η Ελλάδα είναι μια τις λιγοστές εξαιρέσεις που απαγορεύει την ίδρυσή τους.
Στην Ελλάδα προωθείται η ίδρυση
Μη Κερδοσκοπικών Παραρτημάτων ξένων Πανεπιστημίων.
Ακούγεται ως επιχείρημα ότι από
τη στιγμή που δεν θα έχουν κέρδος γιατί να έρθει ένα ξένο πανεπιστήμιο στην
Ελλάδα;
Εύλογο είναι το ερώτημα, η
απάντηση προφανώς και θα δοθεί από την ανταπόκριση που θα υπάρξει στο «κάλεσμα»
που γίνεται ήδη.
Διαβάζουμε ότι ξένα πανεπιστήμια
έχουν ιδρύσει παραρτήματα με μη κερδοσκοπική μορφή σε άλλες χώρες της Ευρώπης,
της Μέσης Ανατολής και της Ασίας. Άρα ούτε εδώ γίνεται κάτι πρωτοποριακό.
Σήμερα σε ξένα πανεπιστήμια
σπουδάζουν περίπου 40.000 Έλληνες φοιτητές.
40.000 ελληνικές οικογένειες,
που δεν είναι όλες πλούσιες, «ματώνουν» σε μεγαλύτερο βαθμό, από όσο εκείνοι
που τα παιδιά τους σπουδάζουν στην Ελλάδα, για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν
στο κόστος φοίτησης σε ξένες χώρες.
Άρα, το πρόβλημα για το οποίο
γίνεται σήμερα πολύς λόγος ήδη υπάρχει, με διπλό «κακό»: Και για τους γονείς
και για την ελληνική οικονομία.
Ο μεγαλύτερος αριθμός από αυτούς
τους φοιτητές, όταν τελειώσει τις σπουδές του στην Ελλάδα επιστρέφει και
δραστηριοποιείται επαγγελματικά. Σε αυτούς προστίθενται και κάποιες άλλες
χιλιάδες που αποφοιτούν από ξένα κολέγια με παραρτήματα στην Ελλάδα.
Ακούμε και ακούσαμε για προσέλευση
πανεπιστημίων χαμηλού επιπέδου: Η σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη μεταξύ τους,
αλλά και με τα Δημόσια Πανεπιστήμια που θα έχουν τη δυνατότητα επιβεβαίωσης της
διαφοράς και του επιπέδου τους.
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν
πολλοί επιστήμονες που αποφοίτησαν από πανεπιστήμια της Βρετανίας, της Ιταλίας,
της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Κύπρου, που δεν εντάσσονται όλα
στα τοπ- πανεπιστήμια.
Όλοι αυτοί εισήχθησαν χωρίς
εξετάσεις, χωρίς βάσεις εισαγωγής κλπ. Αναγνωρίζονται όμως τα πτυχία τους ως ισότιμα
με τα ελληνικά, οι απόφοιτοι δίνουν καθημερινά «εξετάσεις» για την επάρκειά τους
στον επαγγελματικό τους βίο.
Κάποιοι εξελίχθηκαν σε κορυφαίοι
επιστήμονες, κάποιοι όχι. Με την ίδια λογική ότι δηλαδή τα ιδιωτικά
πανεπιστήμια είναι κατωτέρου επιπέδου, θα έπρεπε να είχαμε διαχωρισμό και για
τα δημόσια πανεπιστήμια.
Π.χ. έπρεπε να ήταν άλλης
κατηγορίας οι απόφοιτοι του ΕΜΠ και άλλης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου
Κομοτηνής, για το οποίο με το παρόν νομοσχέδιο προβλέπονται ενισχυτικές
ρυθμίσεις:
Θα ήταν δίκαιο;
Καταλαβαίνω τον προβληματισμό,
την αγωνία, την ανησυχία των φοιτητών που σήμερα φοιτούν στα Ελληνικά
Πανεπιστήμια.
Πολύ περισσότερο εκείνων που
ετοιμάζονται για να δώσουν εξετάσεις για να εισαχθούν σε κάποιο δημόσιο
πανεπιστήμιο.
Είναι φυσικό να υπάρχει ένα
αίσθημα αδικίας για τα παιδιά που θα θυσιάζουν χρόνο και χρήμα για να
εξασφαλίσουν βαθμό εισόδου στη σχολή της αρεσκείας τους και να γνωρίζουν ότι
κάποιος διπλανός του, φροντίζει μόνο για τη βάση εισαγωγής, ώστε να μπορεί στη συνέχεια
να εγγραφεί σε κάποιο μη κρατικό πανεπιστήμιο.
Εδώ πράγματι υπάρχουν ζητήματα.
Ειδικά για τις Σχολές υψηλής ζήτησης, όπως Ιατρική, Μηχανικών, Οικονομικώνκλπ,
θα πρέπει να υπάρχουν πρόσθετες δικλείδες που θα αποτρέπουν την εισαγωγή
φοιτητών χωρίς να έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνους που θα εισάγονται
στα Δημόσια Πανεπιστήμια.
Η πλήρη στήριξη των Δημόσιων
Πανεπιστημίων είναι αδιαπραγμάτευτος όρος για όλους. Αν θέλουμε πραγματικά να
συμβάλλουμε θετικά στη συζήτηση που ξεκινά, πρέπει να προτείνουμε να γίνει αναδιάταξη
σχολών και τμημάτων:
Να προστεθούν νέα αντικείμενα
εκπαίδευσης, ώστε οι απόφοιτοί τους να έχουν οι ίδιοι προοπτική επαγγελματικής
απασχόλησης, αλλά και να καλύπτονται ειδικότητες με μεγάλη ζήτηση.
Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν
σήμερα στην Ελλάδα 423 πανεπιστημιακά τμήματα και να λείπουν χρήσιμες και
αναγκαίες ειδικότητες για την οικονομία, τις επιστήμες και την κοινωνία.
Σε αυτό τον τομέα πρέπει να
αξιοποιηθούν για να συμβάλλουν τα Μη Κρατικά Πανεπιστήμια, τα οποία έχοντας
μεγαλύτερη ευελιξία, μπορούν να «επενδύσουν» σε τμήματα που θα έχουν άμεση
σύνδεση με την αγορά εργασίας.
Η Περιφέρεια, το Περιφερειακό
Συμβούλιο ούτε μπορεί να παρέμβει στο αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων, ούτε και
να νομοθετήσει. Στο πλαίσιο του διαλόγου μπορεί να εκφράσει απόψεις, να
καταθέσει προτάσεις.
Αντιλαμβανόμαστε απόλυτα τον
προβληματισμό των φοιτητών, τις ενστάσεις των ακαδημαϊκών, όμως πρέπει να δούμε
την πραγματικότητα όπως είναι και όχι όπως τη θέλουμε. Και δανείζομαι μια
επισήμανση ενός καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο
οποίος σε άρθρο του -πέρα από τις επιμέρους του ενστάσεις- αναφέρει: «Είναι
δύσκολο η χώρα να παραμείνει ένα «νησί» αποκομμένο από τις παγκόσμιες εξελίξεις
στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση».
Η ίδρυση Μη κερδοσκοπικών
Πανεπιστημίων, όπως προανέφερα, δεν είναι «μαύρο- άσπρο». Υπάρχουν θετικά,
υπάρχουν αρνητικά, για αυτό και χρειάζονται ασφαλιστικές δικλείδες.
Τελειώνω όπως άρχισα: Μας
βρίσκει απόλυτα σύμφωνους η ανακοίνωση της Συμβουλίου Διοίκησης του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων, τόσο για τη χρηματοδοτήσεις, όσο και για την υποστελέχωση.
Επίσης: Πρέπει να υπάρξουν
αντικίνητρα ώστε να μην γίνει υπερσυγκέντρωση και των μη κερδοσκοπικών
πανεπιστημίων σε Αθήνα- Θεσσαλονίκη και να προβλεφθούν συγκεκριμένα μέτρα ώστε
να αποτραπεί η υποβάθμιση των περιφερειακών ΑΕΙ.