Η COVID-19 διατάραξε τα τελευταία χρόνια την υγειονομική περίθαλψη και μία από τις λιγότερο γνωστές συνέπειές της είναι ο αντίκτυπος στην παροχή σημαντικών υπηρεσιών υγείας, συμπεριλαμβανομένων των εμβολιασμών. Στοιχεία δείχνουν ότι οι επισκέψεις για τον συγκεκριμένο λόγο στους ιατρούς μειώθηκαν συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά, παραδόξως, η πανδημία δεν επηρέασε αρνητικά τους εμβολιασμούς κατά του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV).
«Ο
ιός αυτός είναι πολύ συχνός και μπορεί να προσβάλει διάφορα μέρη του σώματος.
Μέχρι σήμερα έχουν ταυτοποιηθεί περισσότεροι από 200 τύποι HPV, συμπεριλαμβανομένων στελεχών του
που προκαλούν βλάβες στα χέρια, τα πόδια, το πρόσωπο κ.λπ. Περίπου 40 από αυτά
μεταδίδονται με τη σεξουαλική πράξη και προσβάλουν τα γεννητικά όργανα, το ορθό
και τον πρωκτό ανδρών και γυναικών.
Στην πλειονότητά τους είναι ακίνδυνα, αλλά ορισμένα στελέχη του θεωρούνται υψηλού κινδύνου και μπορούν να οδηγήσουν σε καρκίνο. Τα προφυλακτικά είναι σε θέση να μειώσουν την πιθανότητα μετάδοσης του HPV, αλλά δεν την αποτρέπουν εντελώς. Μόνο η αποφυγή του σεξ προστατεύει 100%. Ουσιαστικά, ο εμβολιασμός είναι το μοναδικό ισχυρό όπλο που έχουμε ενάντια στον HPV. Και ευτυχώς ο κόσμος φαίνεται να το συνειδητοποιεί σιγά - σιγά», σημειώνει ο Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Για
του λόγου το αληθές, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Network Open αυτόν το μήνα εστίασε στον
εμβολιασμό κατά του HPV ανά ηλικία και εποχή από το 2019 έως το 2021 και
σύγκρινε τον αριθμό που πραγματοποιήθηκε ανά ιατρική επίσκεψη πριν και κατά τη
διάρκεια της πανδημίας COVID-19 για να προσδιοριστούν οι ηλικιακές ομάδες στις
οποίες πρέπει να δοθεί προτεραιότητα.
Οι
ερευνητές αξιολόγησαν τις επισκέψεις από τον Ιανουάριο του 2019 έως τον
Δεκέμβριο του 2021 των ασθενών ηλικίας 9 έως 22 ετών στο Children's Health
Medical Group, στο Ντάλας του Τέξας. Για τις ανάγκες της μελέτης χρησιμοποιήθηκαν
ηλεκτρονικά αρχεία υγείας για τον εντοπισμό των ατόμων στους οποίους έπρεπε να χορηγηθεί
δόση HPV και αν αυτή πραγματοποιήθηκε.
Μεταξύ
4.548 ασθενών που πραγματοποίησαν 10.469 επισκέψεις, το ποσοστό που
εμβολιάστηκε κατά του HPV ήταν υψηλότερο το 2021 και το 2020 σε σύγκριση με το
2019, παρά τη μείωση του αριθμού των επισκέψεων κατά 19,3% το 2021 σε σύγκριση
με το 2019. Η νεότερη ηλικιακή ομάδα (9-10 ετών) είχε το χαμηλότερο ποσοστό
εμβολιασμών σε σύγκριση με τις άλλες ηλικιακές ομάδες, αντιπροσωπεύοντας τις 3.629
από τις 10.469 επισκέψεις (34,7%), αλλά μόνο 10 από τους 3.522 εμβολιασμούς
(0,3%).
Τα
δεδομένα δείχνουν δηλαδή ότι η εμβολιαστική κάλυψη των εφήβων (13-17 ετών) κατά
του HPV, συνέχισε να αυξάνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες (το 75% έχει λάβει
τουλάχιστον 1 δόση εμβολίου κατά του HPV το 2020, έναντι 72% το 2019).
Σημειωτέον
ότι στις ΗΠΑ ο εμβολιασμός κατά του HPV προτείνεται για τις ηλικίες 9-12 ετών,
αλλά οι συγκεκριμένες συστάσεις που σχετίζονται με την ηλικία διαφέρουν από
οργανισμό σε οργανισμό. Στη χώρα μας, η Εθνική Επιτροπή εμβολιασμού συστήνει
την έναρξή του μετά τα 12.
«Τα
εμβόλια που έχουν αναπτυχθεί προστατεύουν μόνο από έναν μικρό αριθμό στελεχών
του ιού - το μέγιστο 9 - και ο αριθμός των δόσεων που πρέπει να γίνουν για να υπάρξει
πλήρης κάλυψη εξαρτάται από την ηλικία. Τα παιδιά που ξεκινούν πριν από την
ηλικία των 15 ετών χρειάζονται δύο δόσεις για να είναι προστατευμένα. Όσα
λαμβάνουν την πρώτη δόση σε ηλικία 15 ετών ή μεγαλύτερη χρειάζονται τρεις
δόσεις.
Πάντως,
όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά τόσο ισχυρότερη είναι η ανοσολογική απόκριση. Η
μικρότερη ηλικία προσφέρει επίσης περισσότερες πιθανότητες ολοκλήρωσης του
εμβολιασμού, δεδομένου ότι η προσέλευση στον ιατρό μειώνεται στους έφηβους
μεγαλύτερης ηλικίας», επισημαίνει ο δρ Στάμου.
Όμως,
ο εμβολιασμός αποτελεί μόνο πρόληψη - εκτιμάται ότι προλαμβάνει έως και το 90%
των καρκίνων που σχετίζονται με τον HPV - και όχι θεραπευτικό μέσο. Οι
διαθέσιμες φαρμακευτικές θεραπείες για την αντιμετώπιση των κοινών μυρμηγκιών
και των οξυτενών κονδυλωμάτων σε άνδρες και γυναίκες εφαρμόζονται τοπικά και
περιλαμβάνουν τροποποιητές ανοσο-ανταπόκρισης και κυτταροτοξικούς παράγοντες.
Σε
περιπτώσεις που αυτές δεν έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα ή όταν ο αριθμός
των βλαβών είναι μεγάλος ή η προσβεβλημένη περιοχή εκτεταμένη, τότε η καλύτερη
θεραπευτική επιλογή είναι η χειρουργική επέμβαση, η οποία μπορεί να
πραγματοποιηθεί είτε με την κλασική εκτομή με νυστέρι, είτε με πιο σύγχρονες.
Τέτοιες είναι η κρυοχειρουργική με υγρό άζωτο, η ηλεκτροχειρουργική, η
υπερηχητική χειρουργική αναρρόφηση, η Mohs χειρουργική επέμβαση όταν πρόκειται
να αντιμετωπιστούν γιγαντιαία κονδυλώματα.