Το εργαστήρι δίπλα στον πλάτανο, όπου είχαν κρεμάσει τον Κατσαντώνη, μπροστά στην Μεγάλη Πύλη του Ίτς Καλέ, μέσα στο Κάστρο.
Το σχεδίασε μόνος του, με το ίδιο κέφι και μεράκι που έφτιαχνε τα κοσμήματα και τα στόλιζε με κοράλλια, ζαφείρια και μαργαριτάρια, γιούσουρι και γρανάδα.
Πάνω στον πάγκο όλα μαζί, τα εργαλεία και χαρτιά με τις σημειώσεις και τα σχέδια, τα μισοτελειωμένα δαχτυλίδα και τα περιλαίμια που μπερδεύονταν με τις πέτρες και τα κουτιά που ξεχειλούσαν μικρά-μικρά κι’ ασήμαντα σύρματα κι’ εξαρτήματα παλιότερων κοσμημάτων, παράταιρα στοιχεία, χρυσοί ρόδακες κι’ αμφίπλευρα καρδιόσχημα, φούντες από μαργαριτάρια ή έξεργα μικροκαμωμένα άνθη, που στα χέρια του συνθέτονταν όμορφα και παίρναν μιαν άλλη διάσταση και πλοκή.
Και διηγούνταν τα μικρογλυπτά του έργα μιαν ιστορία παλιά και αρχαία όσο ο τόπος του και η παράδοση του, και νυχτερινή ξεκινούσαν φλυαρία με το Κάστρο, που κρεμόταν ίσκιος προγονικός πάνω του.
Κι’ έπιανε τα παλιά κοσμήματα και τους μιλούσε, τα χαϊδεύε και τους μιλούσε, τα προκαλούσε να διηγηθούν την δική τους περιπέτεια.
Ο Γιάννης Καριοφύλλης, έφυγε από την ζωή πριν μόλις λίγες ημέρες, και ανήκει στην χορεία των μεγάλων καλλιτεχνών και εξαιρετικών μαστόρων της αργυροχοϊας, την οποία υπηρέτησε με αφοσίωση, πίστη και επιμονή.
Τόση, που καθώς έλεγε: «έκαμα τον Τούρκο να φιλήσει τον σταυρό, όχι για τον σταυρό, μα γιατί του άρεσε».
Με την φαντασία του, έδωσε μιαν ιδιαίτερη μορφή στο άψυχο μέταλλο κι’ ένα προσωπικό ύφος στο ελληνικό κόσμημα, τηρώντας ακέραιες τις παλιές τεχνικές και την μακρά παράδοση της πόλης των Ιωαννίνων.