Βαρύς έπεσε ο πέλεκυς για τις
αυθαίρετες παρεμβάσεις της Περιφέρειας Ηπείρου στον Λούρο
Βαρύς έπεσε ο πέλεκυς για τις
αυθαίρετες παρεμβάσεις της Περιφέρειας Ηπείρου στον Λούρο. Οι επιθεωρητές
Περιβάλλοντος επέβαλαν πρόστιμο 180.000 ευρώ και έθεσαν περιθώριο ενός έτους
για την αποκατάσταση της σοβαρής ζημιάς που προκλήθηκε στο οικοσύστημα του ποταμού.
Μάλιστα, απέρριψαν όλα τα επιχειρήματα που η Περιφέρεια είχε θέσει στην
απολογία της.
Η υπόθεση ήρθε στο φως τον περασμένο Νοέμβριο, έπειτα από καταγγελία του Δήμου Δωδώνης. Οπως είχε προκύψει, η Περιφέρεια Ηπείρου είχε πραγματοποιήσει αυθαίρετες (δηλαδή χωρίς περιβαλλοντική αδειοδότηση) επεμβάσεις μέσα στην κοίτη του Λούρου. Οι επεμβάσεις αυτές ήταν βαριές και περιλάμβαναν ουσιαστικά την αποψίλωση της όχθης και την ισοπέδωση της κοίτης, οδηγώντας και σε διακοπή της ροής του νερού. Μέρος των παρεμβάσεων εξάλλου έγινε μέσα στο ενδιαίτημα της πέστροφας salmo lurosensis, η οποία ζει μόνον εκεί και πουθενά αλλού στον κόσμο, και μάλιστα την περίοδο αναπαραγωγής της. Το θέμα ανέδειξε η «Κ» με ρεπορτάζ της, τα οποία οδήγησαν και σε εισαγγελική παρέμβαση. Από την πλευρά του, ο περιφερειάρχης, Αλέξανδρος Καχριμάνης, είχε υποστηρίξει ότι οι παρεμβάσεις δεν χρειάζονταν άδεια γιατί έγιναν μετά την κήρυξη της περιοχής σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ότι δεν προκλήθηκε ζημιά στο οικοσύστημα του ποταμού, ενώ όσον αφορά το προστατευόμενο ενδημικό είδος πέστροφας ανέφερε ότι «ζήτησα να μου δώσουν πέστροφες να βάλουμε στα ποτάμια» («Κ», 29.11.2022).
Οι επιθεωρητές Περιβάλλοντος
πραγματοποίησαν αυτοψίες, ενώ ο Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής
Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) ανέθεσε δύο μελέτες, για το οικοσύστημα του ποταμού και το
μοναδικό είδος πέστροφας. Από την πλευρά της, η Περιφέρεια ανέθεσε τεχνική
έκθεση σε καθηγητή Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών και κατέθεσε την
επιχειρηματολογία της σε απολογητικό υπόμνημα.
Πρόστιμο 180.000 ευρώ επέβαλαν
οι επιθεωρητές Περιβάλλοντος – Περιθώριο ενός έτους για την αποκατάσταση της
σοβαρής ζημιάς που προκλήθηκε στο οικοσύστημα του ποταμού.
Τι προέβλεπε η άδεια
Στην οριστική έκθεση ελέγχου, οι
επιθεωρητές απορρίπτουν όλα τα επιχειρήματα της Περιφέρειας Ηπείρου. Όσον αφορά
την υποχρέωση περιβαλλοντικής αδειοδότησης, η υπηρεσία επισημαίνει ότι η άδεια
που δόθηκε αφορούσε μόνο τις εκβολές στους ποταμούς Αχέροντα, Λούρο και Θύαμη
και όχι την περιοχή όπου πραγματοποιήθηκαν οι επεμβάσεις. Οι επιθεωρητές
αναφέρουν ότι δεν διαπιστώθηκαν εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης
αντιπλημμυρικών έργων, όπως ισχυρίστηκε η Περιφέρεια Ηπείρου, «καθώς δεν
υφίστατο καν κάποιο αντιπλημμυρικό έργο στην περιοχή». Αντίθετα, διαπιστώθηκαν
εκτεταμένες παρεμβάσεις οι οποίες δεν περιορίστηκαν στην απομάκρυνση φερτών και
βλάστησης από την κοίτη, αλλά περιλάμβαναν και την αφαίρεση υλικού από τον
πυθμένα ή την αναμόχλευσή του, την τοποθέτηση ογκόλιθων με βαριά μηχανήματα
έργου στην όχθη του ποταμού, πράξεις που επέφεραν σοβαρή αλλοίωση της φυσικής
κοίτης και του οικοσυστήματος του ποταμού σε βαθμό που «η εικόνα του ποταμού
παρέπεμπε σε τεχνητή τάφρο διαστρωμένη με χαλίκι παρά σε ποτάμι», όπως
αναφέρεται στην αυτοψία. Περαιτέρω σημειώνεται ότι «η Περιφέρεια Ηπείρου σχεδόν
κατ’ έτος προβαίνει με τις ίδιες διαγωνιστικές διαδικασίες στην εκτέλεση
εργασιών καθαρισμού και διευθέτησης της ροής του Λούρου για την αντιμετώπιση
πλημμυρικών φαινομένων, γεγονός που αποδεικνύει την αναποτελεσματική, προσωρινή
και αποσπασματική αντιμετώπιση του προβλήματος».
Αρνείται ευθύνες για τον Λούρο η
περιφέρεια
Αρνείται ευθύνες για τον Λούρο η
περιφέρεια
Οι επιθεωρητές αμφισβήτησαν και
την τεχνική έκθεση του καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών.
Όπως επισημαίνουν, «συντάχθηκε
δυόμισι μήνες μετά την αυτοψία των επιθεωρητών Περιβάλλοντος, κατά συνέπεια οι
διαπιστώσεις της αναφέρονται σε διαφορετικές συνθήκες λόγω των προηγηθεισών
βροχοπτώσεων, οι οποίες προκάλεσαν σημαντική αύξηση της στάθμης». Σημειώνουν,
τέλος, ότι ενώ η σύμβαση με τον ανάδοχο υπεγράφη τον Ιούλιο, οι εργασίες
ξεκίνησαν τον Νοέμβριο, «ακριβώς το διάστημα που ξεκινούσε η αναπαραγωγική
περίοδος της πέστροφας του Λούρου και για την οποία ισχύει απαγόρευση από το
1971».