Η πιο συχνή λοίμωξη στις γυναίκες κάθε
ηλικίας είναι η ουρολοίμωξη. Προκαλείται όταν εισέρχονται μέσω της ουρήθρας
παθογόνοι μικροοργανισμοί (οι πιο συχνοί είναι το κολοβακτηρίδιο, ο
σταφυλόκοκκος και ο πρωτέας), οι οποίοι εγκαθίστανται, βρίσκουν τις κατάλληλες
συνθήκες για να πολλαπλασιαστούν και έτσι προκαλούν φλεγμονή.
Παρόλο που η λοίμωξη απαντά και σε άντρες,
και μάλιστα με εντονότερα συνήθως συμπτώματα, οι γυναίκες μολύνονται
περισσότερο γιατί η γυναικεία ουρήθρα είναι πιο μικρή από την αντρική και
βρίσκεται πολύ κοντά στον κόλπο και κοντά στον πρωκτό, με συνέπεια να ευνοείται
η μεταφορά των φυσιολογικά ευρισκομένων σε αυτές τις περιοχές μικροβίων στο
εσωτερικό της. Η λοίμωξη μπορεί να εκδηλωθεί είτε ως λοίμωξη της ουροδόχου
κύστης (κυστίτιδα) είτε ως λοίμωξη των νεφρών (πυελονεφρίτιδα, που είναι μια
σοβαρή κατάσταση η οποία απαιτεί αμέσως νοσηλεία).
Επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις
«Υπολογίζεται ότι μία στις δύο γυναίκες θα πάθει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή της ουρολοίμωξη, ενώ το 30% από αυτές θα νοσήσει 4-5 φορές το χρόνο. Στις περιπτώσεις αυτές και γενικά στις περιπτώσεις που μια γυναίκα εκδηλώσει ουρολοίμωξη 3 ή περισσότερες φορές το χρόνο, η λοίμωξη ορίζεται ως επαναλαμβανόμενη ή υποτροπιάζουσα. Τα στοιχεία λένε επίσης ότι το 10% όλων των ουρολοιμώξεων οφείλεται σε υποτροπή, ενώ το 20% των γυναικών με κυστίτιδα έχουν ουσιαστικά υποτροπιάζουσα ουρολοίμωξη», αναφέρει ο κ. Δημήτριος Παπαδόπουλος, Χειρουργός-Ουρολόγος, Διευθυντής Ουρολόγος στο Metropolitan Hospital.
Πρόκειται για ένα πολύ ενοχλητικό πρόβλημα
που μπορεί κυριολεκτικά να γίνει εφιάλτης για μια γυναίκα, καθώς επηρεάζει τη
δύναμη, την όρεξη και τη διάθεσή της να ζήσει την κάθε στιγμή της ζωής της όπως
επιθυμεί, αποδιοργανώνοντάς την στο σεξ, στις σχέσεις της με τους οικείους της και
κάνοντάς την να αισθάνεται άσχημα με το σώμα της. Και, δυστυχώς, αφορά όλες τις
γυναίκες, σε όλες τις περιόδους της ζωής τους. Από την εφηβεία ή και πριν (ως
κυστίτιδα), περιεμμηνοπαυσιακά (πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την
εμμηνόπαυση), αλλά και πολύ μετά την εμμηνόπαυση, ως υποτροπιάζουσα ουρολοίμωξη
σε ένα μεγάλο ποσοστό όπως προαναφέρθηκε.
Αίτια
Οι παράγοντες που ευνοούν τον μηχανισμό
εγκατάστασης (και πολλαπλασιασμού) των μικροβίων που προκαλούν την ουρολοίμωξη
είναι πολλοί:
·
Είναι οι συχνές σεξουαλικές επαφές
(περισσότερες από 3 φορές την εβδομάδα, με τον κίνδυνο αυτόν να τριπλασιάζεται
πριν την εμμηνόπαυση), γιατί αυξάνουν τον κίνδυνο μόλυνσης της ουρήθρας εκ
μεταφοράς μικροβίων από τις παρακείμενες ανατομικές περιοχές.
·
Είναι η χρήση σπερματοκτόνων, γιατί αυτά
διαταράσσουν τη φυσιολογική χλωρίδα του κόλπου προς όφελος των ουροπαθογόνων
μικροβίων.
·
Είναι η ύπαρξη νέων ή πολλών ερωτικών
συντρόφων.
·
Είναι η ύπαρξη ιστορικού ουρολοίμωξης πριν
τα 15 περίπου έτη.
·
Είναι οι αλλαγές που οφείλονται στην
εμμηνόπαυση, η μείωση των ορμονών και η εξασθένηση του πυελικού εδάφους. Τα
μειωμένα οιστρογόνα γιατί έχουν ως συνέπεια την εξασθένηση των μηχανισμών
άμυνας του σώματος και την ελάττωση της προστασίας που παρέχουν από τα
μικρόβια, ενώ η εξασθένηση του πυελικού εδάφους γιατί έχει ως συνέπεια την
απώλεια ούρων ή την πρόπτωση της ουροδόχου κύστης.
·
Τέλος, σε μικρό ποσοστό, μπορεί να είναι η
εγκυμοσύνη, εγχειρήσεις που έχουν προηγηθεί (σε ουροδόχο κύστη ή νεφρά),
ανατομικές ανωμαλίες του ουροποιογεννητικού συστήματος και μειωμένη λειτουργία
του ανοσοποιητικού συστήματος λόγω χημειοθεραπείας ή AIDS.
Συμπτώματα και διάγνωση
Τα συμπτώματα (που συνήθως συνυπάρχουν)
μπορεί να είναι: συχνουρία, δυσουρία (δυσκολία στην έξοδο των ούρων που
συνοδεύεται πολλές φορές από πόνο), «κάψιμο» κατά την ούρηση, πόνος χαμηλά στην
κοιλιά, ακράτεια, επιτακτική ανάγκη για ούρηση, συχνή νυχτερινή ούρηση,
αιματουρία (αίμα στα ούρα που τους δίνει μια ροζ απόχρωση), θολά και δύσοσμα
ούρα και πυρετός (που τις περισσότερες φορές σημαίνει ότι η μόλυνση έχει
προχωρήσει στα νεφρά και χρειάζεται αμέσως αντιμετώπιση).
«Η διάγνωση γίνεται από τον ουρολόγο με τη
βοήθεια γενικής αίματος και καλλιέργειας ούρων, η οποία θα εντοπίσει το
μικρόβιο που προκάλεσε τη λοίμωξη έτσι ώστε να επιλεγεί το κατάλληλο
αντιβιοτικό για την καταπολέμησή του.
Σε περίπτωση υποτροπιάζουσας ουρολοίμωξης
απαιτούνται και επιπλέον εξετάσεις όπως υπερηχογράφημα νεφρών και κύστης,
πυελογραφία ή αξονική τομογραφία, κυστεοσκόπηση, για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει
κάποιο πρόβλημα στο ουροποιητικό σύστημα, ή ακόμα και μοριακές εξετάσεις ή
άλλες τεχνικές ανίχνευσης των μικροβίων που δεν ανιχνεύονται από την
καλλιέργεια ούρων», επισημαίνει ο ιατρός.
Πώς μπορείτε να προφυλαχτείτε
Οι «συνήθεις ύποπτοι», δηλαδή ο δείκτης
μάζας σώματος, ο τρόπος σκουπίσματος μετά την κένωση, η συστηματική χρήση
ταμπόν, δεν έχει αποδειχτεί ότι αυξάνουν τον κίνδυνο της επανεμφάνισης της
ουρολοίμωξης. Επίσης, το ζεστό μπάνιο, το ντους, η αύξηση των προσλαμβανόμενων
υγρών και η χρήση βαμβακερών εσωρούχων δεν έχει αποδειχτεί ότι αποτρέπουν τον
κίνδυνο επανεμφάνισης της ουρολοίμωξης. Κάποιες ενέργειες οι οποίες καλό είναι
να γίνονται είναι: η λήψη αντιβίωσης μετά τη σεξουαλική επαφή, η ούρηση πριν
και μετά τη σεξουαλική επαφή, η χρήση λιπαντικού κατά τη διάρκεια της
σεξουαλικής επαφής (και περισσότερο κατά την περιεμμηνοπαυσιακή περίοδο), η
αποφυγή της χρήσης διαφράγματος, η ούρηση πριν τον βραδινό ύπνο, η αποφυγή της
ούρησης στη θάλασσα, το πλύσιμο της ευαίσθητης περιοχής με κρύο νερό, η καλή
ενυδάτωση του οργανισμού (αυτή για λόγους γενικότερης υγείας) και γενικά η
αποφυγή παραμονής με την ουροδόχο κύστη γεμάτη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε
περίπτωση ύπαρξης ακράτειας ή κυστεοκήλης, δραστηριότητες κατά τα άλλα ωφέλιμες
για τον οργανισμό όπως π.χ. η πεζοπορία μεγάλων αποστάσεων, μπορεί να
αποτελέσουν επιβαρυντικούς παράγοντες όσον αφορά την εμφάνιση υποτροπιάζουσας
ουρολοίμωξης.
«Μετά την εμμηνόπαυση χρειάζεται ενίσχυση
του ατροφικού κολπικού βλεννογόνου και σε κάποιες περιπτώσεις απαιτείται
χημειοπροφύλαξη: τριπλό σχήμα αγωγής/προστασίας ουροποιητικού-εντέρου-κόλπου
και ενδοκυστική έγχυση υαλουρονικού νατρίου.
Στις περιπτώσεις που
υποτροπιάζουσες/επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις οφείλονται σε οργανικό ή ανατομικό
αίτιο, αντιμετωπίζονται με ένα συνήθως απλό χειρουργείο», καταλήγει ο κ.
Παπαδόπουλος.