Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Ηρακλής Χρηστίδης: Το “ΡΑΔΙΟ – ΧΑΡΑ” της Σπάρτης

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Στη λεβεντογέννα Ήπειρο, στο νομό Ιωαννίνων, κοντά στα σύνορα με την Αλβανία και σε απόσταση 18 χλμ από την Κόνιτσα, στις δασωμένες πλαγιές του όρους Δούσκον, σε υψόμετρο 600 μ. και σε μία πανέμορφη θέση με αγνάντεμα προς τον ποταμό Αώο και την ευρύτερη περιοχή, είναι κτισμένο το Αηδονοχώρι, η παλιά Οστανίτσα, που κάποτε είχε ωραία και αρχοντικά σπίτια τα οποία, όμως, έκαψαν στην Κατοχή τα ναζιστικά στρατεύματα, δολοφονώντας με τουφεκισμό δώδεκα κατοίκους και καίγοντας ζωντανούς άλλους δέκα.
Στο μαρτυρικό αυτό χωριό γεννήθηκε στα 1933 ο Ηρακλής Χρηστίδης. Ήτανε το πρώτο παιδί μιας πολύτεκνης φτωχής οικογένειας (τρία αγόρια και δυο κορίτσια) που πάσχιζε να ζήσει με το μικρό μπακαλικάκι που είχανε στο χωριό και με ό,τι μπόραγαν να καλλιεργήσουν για το σπίτι στις πλεύρες του χωριού τους. Ο Ηρακλής, από μικρός, αναγκάστηκε να μπει κι αυτός στη μάχη της ζωής. Έβλεπε ότι ο δρόμος μπροστά του ήτανε μακρύς, τραχύς και μοναχικός. Για τούτο αναγκάστηκε (παρά τη δίψα του να μάθει γράμματα) ν’ αφήσει το σχολείο και να βγει στη βιοπάλη. Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό όπως ήτανε, με όνειρα που έκαναν φτερά στους εφτά ουρανούς, έφτιαξε με σανίδες ένα κασελάκι, του ’βαλε και μια φαρδιά πέτσινη λουρίδα για να το κρεμάει στο λαιμό, το γέμισε με διάφορα ψιλικά (κλωστές, βελόνες, μπογιές, τσατσάρες, ξυπνητήρια…) και πήρε τους δρόμους και τα κακοτράχαλα μονοπάτια του βουνού, πηγαίνοντας στα γύρω χωριά και στα πανηγύρια για να πουλήσει την πραμάτεια του κι ας ήτανε μόνο δεκατεσσάρων χρόνων. Σίγουρα ο μικρός Ηρακλής, εκεί στα χωριά που πήγαινε, συνάνταγε κι άλλους πραματευτάδες. Όλοι ήτανε μεγαλύτεροί του και οι πιο πολλοί είχανε κάποιο ζώο για να μετακινούνται και να κουβαλάνε την πραμάτεια τους. Η σύγκριση όμως μαζί τους δεν πτοούσε τον μικρό Ηρακλή με τον πεισματάρικο και περήφανο χαρακτήρα. Στάθηκε απέναντί τους με θάρρος και απόφαση και πολύ γρήγορα κατάφερε να τον αποδεχτούνε ισότιμα και με σεβασμό ανάμεσά τους ενώ ΚΑΙ οι χωριανοί προτίμαγαν να ψωνίζουνε τα αναγκαία από τούτο το θαρραλέο παιδί που στα μάτια του άστραφτε η απόφαση να τα βγάλει πέρα και να κερδίσει μια θέση στη ζωή. Έτσι, η δουλειά του πραματευτή άρχισε να πηγαίνει καλά για τον Ηρακλή και η βοήθεια στις πολλές και μεγάλες ανάγκες της οικογένειας ήτανε σημαντική. Βλέπεις, οι άνθρωποι που ζούσαν, τότε, στα χωριά, δεν μπόραγαν εύκολα να μετακινηθούνε από τόπο σε τόπο. Έτσι, η εξυπηρέτησή τους σε διάφορα πράγματα που χρειαζούντανε γινότανε από τους γυρολόγους, τους πραματευτές, που γυρίζανε όλα τα χωριά, είτε με κρύο είτε με ζέστη, σε δρόμους κακοτράχαλους, σκονισμένους το καλοκαίρι, λασπωμένους και αδιάβατους το χειμώνα.


Το ταξίδι αυτό του Ηρακλή προς την ενηλικίωση, που κυλούσε όπως τα βουερά ποτάμια των ηπειρώτικων βουνών (άλλοτε με ορμή και άλλοτε γαλήνια, άλλοτε με πίκρες και άλλοτε με χαρές) θα τον σημάδευε για πάντα και θα του έδινε εκείνη τη σοφία της ζωής που βρίσκεται πολύ πιο πάνω από τη σοφία των γραμμάτων.
Γύριζε κάθε βράδυ πτώμα από την κούραση ο μικρός Ηρακλής στο χωριό του, αλλά η ψυχούλα του ήτανε γιομάτη από χαρά και ικανοποίηση, γιατί είχε μείνει όρθιος για μια ακόμα μέρα στο αλωνάκι της ζωής, εκεί που δίνονται οι μάχες.
Καρτέραγε η μάνα με αγωνία κάθε σούρουπο τον Ηρακλή της κι όταν αυτός αργούσε έβγαινε αγνάντια κι έσκουζε:

Ηρακλήηηηηηη… Ηρακλήηηηηηη…!”
Και δεν ησύχαζε παρά μόνο σαν άκουγε την απόκριση του γιου της, που ερχότανε από αντίκρυ.
Σαν μεγάλωσε, ο Ηρακλής, πήγε φαντάρος, ύστερα συνέχισε τη δουλειά του πραματευτή και στα 1959 παντρεύτηκε με την όμορφη και άξια συγχωριανή του την Ελένη Τσίπη. Δυο χρόνια αργότερα, στα 1961, ο Ηρακλής θεώρησε πως η δουλειά του πραματευτή στα χωριά, αυτή που έζησε αυτόν και την οικογένειά του τόσα χρόνια, έπρεπε να πάρει τέλος και να κάνει ένα νέο αποφασιστικό βήμα για μια καλύτερη ζωή μαζί με τη γυναίκα του. Έτσι μετακόμισαν απ’ το Αηδονοχώρι στα Γιάννενα όπου νοίκιασαν και δούλεψαν ένα περίπτερο.
Στο μεταξύ, ένας θείος του Ηρακλή, αδερφός του πατέρα του, ο Σωτήρης Χρηστίδης, είχε “μεταναστεύσει” στη Σπάρτη και είχε ανοίξει μανάβικο. Κατά πώς γινότανε στα χρόνια εκείνα κάλεσε τον Ηρακλή, αν ήθελε, να έρθει στη Σπάρτη για δουλειά. Ο Ηρακλής, πάντα τολμηρός και άφοβος, δέχτηκε, ήρθε με τη γυναίκα του στη Σπάρτη, νοικιάσανε ένα σπίτι κοντά στη Βαγγελίστρα και άρχισε να δουλεύει υπάλληλος στο μανάβικο του θείου του. Όμως, ήτανε μια δουλειά που δεν τον “χώραγε”. Από πάντα ο Ηρακλής ήθελε να φτιάξει κάτι δικό του, να σταθεί στα δικά του τα πόδια και να χτίσει όσα ονειρευότανε από παιδί εκεί στο φτωχικό χωριό του, το Αηδονοχώρι. Άλλωστε, ήτανε κι εκείνο το “επιχειρηματικό δαιμόνιο” που από πάντα ήτανε φωλιασμένο στην ψυχή του και δεν τον άφηνε σε ησυχία. Γι’ αυτό έφυγε από το μανάβικο του μπάρμπα του, έφτιαξε ένα καινούριο κασελάκι, το γέμισε με ψιλικά και ξανάπιασε τη δουλειά του πραματευτή, αυτή που ήξερε καλά από τότε που ήτανε παιδί στο χωριό του. Κάθε μέρα, λοιπόν, νοίκιαζε ένα ποδήλατο από το θρυλικό ποδηλατάδικο του Καρολιά (Νίκου Γιαννακόπουλου), φόρτωνε στη σκάρα το κασελάκι του και γύριζε στα χωριά, γύρω από τη Σπάρτη, πουλώντας τα ψιλικά του ολοχρονίς, χειμώνα – καλοκαίρι. Ήτανε, μάλιστα, τόση η θέλησή του να κερδίσει τον αγώνα της ζωής, ώστε ακόμα και στις μεγάλες παγωνιές του χειμώνα δεν καθότανε σπίτι του, παρά έβαζε εφημερίδες για θώρακα κάτω από τα ρούχα του, φόρτωνε το κασελάκι του με διάφορα πράγματα, καβάλαγε το ποδήλατο κι έφευγε για δουλειά. Ήξερε καλά, και ήτανε αποφασισμένος, οποιονδήποτε άθλο και να του ανέθετε η Ζωή, να τονε βγάλει πέρα, νικητής. Άλλωστε, τι Ηρακλής θα ήτανε αν κιότευε μπροστά στις δυσκολίες. Λεβεντάνθρωπος, πάντα πρόσχαρος και γελαστός, φιλικός, ζεστός και ανθρώπινος, τίμιος στις συναλλαγές του και καλός επαγγελματίας έγινε γρήγορα αγαπητός στα χωριά, οι άνθρωποι τον προτίμαγαν και οι δουλειές πήγαιναν καλά. Τότε ήτανε που άφησε το ποδήλατο και άρχισε να νοικιάζει μοτοσακό από του Χρυσομάλλη, ώστε να πηγαίνει πιο ξεκούραστα στη δουλειά, αλλά και “να πιάνει” ΚΑΙ μακρύτερα χωριά. Βλέποντας πως όλο και καλύτερα πήγαιναν τα πράγματα κι έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό του αγόρασε (επιτέλους) δικό του μεταφορικό μέσο, ένα ηρωικό τρίκυκλο και το πλανόδιο μαγαζί “μεγάλωσε”…
Ήτανε στα 1964, τρία μόλις χρόνια από τον ερχομό του στη Σπάρτη, που ο Ηρακλής Χρηστίδης πήρε τη μεγάλη απόφαση, αυτή που ήτανε όνειρο και πεθυμιά της ζωής του, ν’ ανοίξει – δηλαδή – στη Σπάρτη ένα δικό του μαγαζί. Βλέποντας μια καινούρια πολυκατοικία να υψώνεται στη γωνία Κ. Παλαιολόγου 67 και Βρασίδου, δίπλα ακριβώς από το Ξενοδοχείο “Μενελάιον”, διέκρινε με το επιχειρηματικό του πνεύμα το πλεονέκτημα της θέσης για κατάστημα και πήρε το μεγάλο ρίσκο: Νοίκιασε το γωνιακό, ισόγειο κατάστημα για να στήσει εκεί δικό του μαγαζί. Όμως, τι θα έβαζε μέσα, που τα οικονομικά του δε φτάνανε για να προμηθευτεί τα αναγκαία είδη; Εδώ, σ’ αυτήν την κρίσιμη και καθοριστική στιγμή, καρποφόρησε το καλό όνομα και το καθαρό μέτωπο που είχε δημιουργήσει με τη δουλειά και τη ζωή του επί τόσα χρόνια. Ο Παν. Βεκράκος που είχε πίσω από την πλατεία κατάστημα παρόμοιο μ’ αυτό που ήθελε να ανοίξει ο Ηρακλής προσφέρθηκε να τον βοηθήσει και να συνεργαστεί μαζί του. Του διέθεσε, λοιπόν, ό,τι είδη ήθελε και χρειαζόταν, κυρίως ηλεκτρικά, και ο Ηρακλής Χρηστίδης ξεκίνησε, πλέον, την καριέρα του ως επαγγελματίας καταστηματάρχης στη Σπάρτη, δίνοντας στο κατάστημά του ένα όνομα που αντιπροσώπευε απόλυτα την ψυχοσύνθεσή του αλλά και τη στάση του απέναντι στη ζωή: ΡΑΔΙΟ – ΧΑΡΑ.

Πολύ γρήγορα, επειδή – πραγματικά – ήτανε γεννημένος επιχειρηματίας και με ευρύτητα πνεύματος, μεγέθυνε την επιχείρησή του και το κατάστημα “Χρηστίδης – ΡΑΔΙΟ – ΧΑΡΑ”, έγινε μια από τις πιο δυναμικές και φημισμένες επιχειρήσεις της πόλης. Όμως, ο Ηρακλής Χρηστίδης δεν ήτανε απ’ τα καράβια εκείνα που ρίχνουνε άγκυρα σ’ ένα λιμάνι και μένουνε εκεί μέχρι το θαλασσόνερο να φάει το σκαρί τους και να βουλιάξουνε. Το δρομολόι του πραματευτή που ’χε ξεκινήσει από μικρό παιδί του είχε γίνει τρόπος και ανάγκη ζωής. Άλλωστε, ήτανε ακόμα μια εποχή που οι πλανόδιοι έμποροι δούλευαν καλά, αφού τα χωριά είχανε ακόμα κόσμο και τα σπίτια ανάγκες. Έτσι, λοιπόν, αγόρασε ένα μεταχειρισμένο γερμανικό OPEL caravan (στέισον βάγκον) ΙΧ, το γέμισε με κάθε λογής πράγματα από κείνα που είχε στο μαγαζί και άρχισε να γυρίζει όλη τη Λακωνία. Ξεκίναγε κάθε Δευτέρα πρωί και γύριζε στη Σπάρτη Σάββατο βράδυ για να πάρει μια ανάσα και να δει το σπίτι και το μαγαζί. Όλη μέρα στο δρόμο, από χωριό σε χωριό, και το βράδυ ύπνο μέσα στο αυτοκίνητο που είχε γίνει το δεύτερο σπίτι του. Κάθε που ξαγνάνταγε σε κάποιο χωριό, η κόρνα που είχε πάνω στο αυτοκίνητο σκόρπαγε παντού χαρούμενες μουσικές και τραγούδια και η γνώριμη βροντερή φωνή του Ηρακλή διαλαλούσε τον ερχομό του. Όλοι τότε ξέρανε πως το “ΡΑΔΙΟ-ΧΑΡΑ” είχε φτάσει στο χωριό τους και βγαίνανε, να πάρει ο καθένας ό,τι χρειαζότανε για το σπιτικό του, αλλά και να χαρεί την παρέα και την κουβέντα με τον ανεξάντλητο Ηρακλή, που τους κοίταγε όλους τίμια, κατευθείαν στα μάτια, ούτε ψηλά ούτε χαμηλά, που δεν πούλαγε μόνο πράγματα για το σπίτι τους, αλλά (πάνω απ’ όλα) μοιραζότανε μαζί τους τη χαρά και την αισιοδοξία για τη ζωή και για κάθε στιγμή της.

Όπως έγραφε πάνω στο πρώτο, μικρό, μεταχειρισμένο φορτηγάκι του (με τα γράμματα του αξέχαστου ζωγράφου της Σπάρτης Βαγγέλη Δημητρίου) ο πελάτης, στο ΡΑΔΙΟ – ΧΑΡΑ (τηλ. 85-88) θα έβρισκε: Ωρολόγια, κοσμήματα, ραπτομηχανές, δίσκους, μπαταρίες, ηλεκτρικές συσκευές, πολύφωτα, σίδερα, ηλεκτρικά ψυγεία (με 5ετή εγγύηση) κουζίνες, υγραέρια κλπ.

Η δημιουργία του “ΡΑΔΙΟ-ΧΑΡΑ”, του νέου επιτυχημένου καταστήματος της Σπάρτης δεν άλλαξε τον άνθρωπο Ηρακλή Χρηστίδη. Δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του, δε λησμόνησε το ξεκίνημά του στα δύσκολα εκείνα χρόνια στο Αηδονοχώρι Ιωαννίνων όταν με ένα κασελάκι φορτωμένο στους ώμους σαν Σταυρό αλλά και σαν Ανάσταση διάβαινε τα μονοπάτια των ηπειρώτικων βουνών για να κερδίσει το ψωμί της οικογένειάς του. Παρέμεινε πάντα ο απλός, ο ταπεινός, ο καταδεχτικός, ο καλός, ο ανιδιοτελής, ο έντιμος, ο ειλικρινής άνθρωπος με το ανεξάντλητο απόθεμα ψυχής που τον χαρακτήριζε σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Σ’ αυτό το μεγάλο και κακοτράχαλο ταξίδι του, παλεύοντας να φτάσει ψηλά στ’ άστρα, έζησε την αδικία και το δίκιο, την αγάπη και το μίσος, την καλοσύνη και την κακία, τη φιλία και την έχθρα, αλλά ο μόνιμος συνοδοιπόρος του ήτανε, πάντα, η πίστη στον Θεό, στον εαυτό του και στον Άνθρωπο. Συνέχισε, λοιπόν, να ζει και να δουλεύει έτσι όπως έκανε πάντα: Αγόρασε ένα πιο επαγγελματικό αυτοκίνητο, μετά ένα ακόμα μεγαλύτερο, μάρκας MERCENTES, και συνέχισε “να οργώνει” τη Λακωνία, απ’ άκρη σ’ άκρη, αφήνοντας “στο πόδι του”, στο μαγαζί, την σύζυγό του, την κ. Ελένη, η οποία τον αντικαθιστούσε επάξια. Στα δύσκολα βήματά του ο Ηρακλής Χρηστίδης συνάντησε σκληρούς, άδικους και αχάριστους ανθρώπους αλλά βρήκε και φίλους καλούς και ακριβούς, που η φιλία τους έδεσε σαν ατσάλι στο καμίνι και στο αμόνι της ζωής, όπως, ας πούμε, τον Παν. Μανωλάκο, έμπορο λαδιού και ελιάς από το Δαφνί της Λακωνίας, που το όνομά του ακόμα το μνημονεύει η οικογένεια του Ηρακλή.
Κάποια στιγμή, ο Ηρακλής αποφάσισε να επεκταθεί ακόμα περισσότερο επιχειρηματικά και άνοιξε κι ένα δεύτερο κατάστημα στο Καστόρι, το οποίο το λειτουργούσε κάθε Δευτέρα, όταν γινότανε το παζάρι του Καστορείου, το οποίο – τότε – είχε πολλή κίνηση και ζωή, αφού συγκέντρωνε κόσμο από όλους τους βόρειους δήμους.
Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό, στις λίγες ώρες της ανάπαυλας ή ακόμα και στις ώρες της δουλειάς, εύρισκε ο Ηρακλής Χρηστίδης διέξοδο γράφοντας τραγούδια και ποιήματα, τα οποία μοιραζότανε στις στιγμές της παρέας και της χαράς με φίλους, γνωστούς και συγγενείς. Στα 1974, μάλιστα, κυκλοφόρησε κι ένα δίσκο 45 στροφών με το τραγούδι “Λακωνοπούλες όμορφες”, σε στίχους δικούς του και μουσική του λάκωνα Παναγιώτη Γεωργακόπουλου ο οποίος και το τραγούδησε. Έτσι το θρυλικό ΡΑΔΙΟ – ΧΑΡΑ μοστράρησε στην ετικέτα του δίσκου ως δισκογραφική εταιρεία!
Το “Λακωνοπούλες όμορφες” ήτανε ένα πολύ ωραίο, πηγαίο, λαϊκό, χορευτικό και κεφάτο τραγούδι (συρτολαϊκό), με στίχους εμπνευσμένους (σίγουρα) από τα ταξίδια του Ηρακλή Χρηστίδη στη Λακωνία με τα φορτηγάκια τού ΡΑΔΙΟ – ΧΑΡΑ:
Λακωνοπούλες όμορφες
Η Σπάρτη έχει όμορφες
Κι η Σκάλα έχει αφράτες
Στο Γύθειο και στο Μυστρά
Ξανθιές και μαυρομάτες
*******
Σ’ όλη την Ελλάδα πήγα
Σαν τη Σπάρτη αλλού δεν είδα
*******
Μολάοι και Νεάπολη
Βάτικα, Μονεμβάσια
Έχει λεβέντες ξακουστούς
Και κούκλες σαν κεράσια.
*******
Αχ εκεί στη Μονεμβάσια
Κάτι κούκλες σαν κεράσια.
*******
Στο Ασωπό στις Κροκεές
Στο Έλος, στο Μπεζάνι
Κάθε βραδάκι βγαίνουνε
Οι όμορφες σεργιάνι.
*******
Στων Κροκεών το καρναβάλι
Μάνα μου θα πάω πάλι.
Η πληθωρική προσωπικότητα του Ηρακλή Χρηστίδη τον ώθησε να ασχοληθεί και με τα κοινά. Γνωστός κι αγαπητός σε όλους κατάφερε, στη 10ετία του ’80, να κερδίσει την πολιτική εμπιστοσύνη των συμπολιτών του και να εκλεγεί μια φορά δημοτικός σύμβουλος Σπάρτης και άλλη μια νομαρχιακός σύμβουλος Λακωνίας, πράγμα που του έδωσε την ευκαιρία, στα πλαίσια του δυνατού, να προσφέρει από τις σημαντικές αυτές θέσεις στην πόλη και στο νομό που αγάπησε και αγαπήθηκε.

Τα χρόνια περνούσαν και ο Ηρακλής Χρηστίδης, το φτωχόπαιδο απ’ το Αηδονοχώρι Ιωαννίνων, μαζί με την οικογένειά του και το ΡΑΔΙΟ – ΧΑΡΑ, συνέχιζαν να γράφουν ιστορία στη μικρή μας πόλη.

Οι υποχρεώσεις που αύξαιναν με τα χρόνια, έβαλαν στον αγώνα, από δεκατεσσάρων χρόνων (βοηθό πολύτιμο) και την μοναχοκόρη του, την πολυαγαπημένη και ακριβή του Βασιλική, η οποία παράλληλα με τα μαθήματα του σχολείου έδινε βοήθεια στον πατέρα της όταν χρειαζόταν και όπου μπορούσε. Όταν μάλιστα κάποτε ο πατέρας της έσπασε το χέρι του και δεν μπορούσε να οδηγήσει, “επιστρατεύτηκε” η Βασιλική να κάνει χρέη οδηγού (για όσο χρειάστηκε) στις περιοδείες του ΡΑΔΙΟ – ΧΑΡΑ, κουμαντάροντας σαν επαγγελματίας το “βαρύ” τιμόνι του MERCENTES σε δρόμους δύσκολους και απαιτητικούς.

Είχε έρθει πια καιρός που ο Ηρακλής Χρηστίδης γευόταν τους γλυκούς καρπούς από το δέντρο που κάποτε φύτεψε στο περιβόλι της ζωής του και το κράτησε ζωντανό και καρπερό με κόπους και θυσίες: Έφτιαξε σπίτι δικό του, πάντρεψε την κόρη του και ήρθανε και δυο εγγόνια (η Άννα και ο Ζώης) που γέμισαν τη ζωή του με τις χαρές, τα γέλια και τα δάκρυά τους, τις αγωνίες και τα όνειρα που φέρνουν πάντα τα παιδιά στη ζωή των μεγάλων.

Κι όταν έκρινε πως ήρθε η ώρα, κάπου στα 1995, ο Ηρακλής αποσύρθηκε, αφήνοντας το κατάστημα, το οποίο είχε – πλέον – μετεξελιχθεί σε κοσμηματοπωλείο, στην κόρη του Βασιλική Χρηστίδη-Λουμάκη, που, μπολιασμένη από τις αρχές και τις αξίες ζωής αλλά και το επιχειρηματικό πνεύμα του πατέρα της, το έκανε ένα καταξιωμένο κοσμηματοπωλείο της Σπάρτης, το οποίο, από το 2010 έως και σήμερα, συνεχίζει την παρουσία του σε άλλη διεύθυνση, στη γωνία Κ. Παλαιολόγου 53 κι Ευαγγελιστρίας στη Σπάρτη.

Όμως ο Ηρακλής δεν ήταν ο τύπος του απόμαχου-συνταξιούχου, του ανθρώπου που βγαίνει στο περιθώριο της ζωής και κάθεται για να λιάζεται ολημερίς σε μια καρέκλα ή που αρκείται σε μια παρέα απόμαχων που πίνουνε καφέ και τσάι και παίζουνε τάβλι ή κολιτσίνα στο καφενείο. Δυνατός και δραστήριος, πάντα νέος στα μέσα του, συνέχισε τις διαδρομές ζωής με το εμπορικό του φορτηγό κι αργότερα δραστηριοποιήθηκε στις αγοραπωλησίες ακινήτων, πάντα με την ίδια ενεργητικότητα, την ίδια φλόγα που τον “έκαιγε” απ’ όταν ήταν παιδί.

Όμως, κάποιες φορές, άλλα τα σχέδια των ανθρώπων κι άλλες οι προσταγές της μοίρας: Ήταν τότε που η καρδιά του Ηρακλή έδωσε, για πρώτη φορά, σημάδια κούρασης.

Είχε πει κάποτε ένας σοφός: “Η καρδιά πρέπει, είτε να ραγίσει είτε να πετρώσει”.

Η καρδιά του Ηρακλή Χρηστίδη αρνήθηκε πεισματικά, τόσα χρόνια, να γίνει πέτρα. Γι’ αυτό και ήρθε μια στιγμή που ράγισε. Από μικρό παιδί στα βάσανα ο Ηρακλής, τούτη η καρδιά τον είχε στηρίξει σ’ όλες τις μάχες που έδωσε. Κάθε φορά που ανέβαινε έναν ανήφορο η καρδιά του τον έπαιρνε στις πλάτες της για να τον βγάλει στο ξάγναντο. Κάθε φορά που είχε να κουβαλήσει ένα σταυρό γινότανε η καρδιά του Σίμωνας Κυρηναίος και τον βόηθαγε. Κάθε φορά που ο Ηρακλής γύρευε να πετάξει, τούτη η καρδιά άνοιγε φτερά και πέταγε μαζί του τ’ αψήλου. Και τώρα, κουρασμένη απ’ τα χρόνια και τον διαρκή αγώνα η καρδιά του Ηρακλή ράγισε. Ώσπου, στις 15 Απρίλη του 2010, ο Ηρακλής Χρηστίδης, που είδε το πρώτο φως του κόσμου σ’ ένα φτωχό, ορεινό χωριό της Ηπείρου, το Αηδονοχώρι, έκλεισε για πάντα τα μάτια του στο νοσοκομείο της Σπάρτης, σε ηλικία 77 ετών, κρατώντας σφιχτά το χέρι της κόρης του, της Βασιλικής, τη στιγμή που πάσχιζε να πει μαζί της μια τελευταία προσευχή.
Έτσι ήσυχα και απλά, έφυγε ένας Καλός Άνθρωπος. Με το μέτωπο ψηλά, με τα χέρια καθαρά. Έντιμος, αξιοπρεπής και ακέραιος ως το τέλος.
Ένας άνθρωπος που άφησε πίσω του παρακαταθήκη πως ό,τι κι αν φέρει στο δρόμο μας η ζωή ΕΜΕΙΣ πρέπει να αποφασίζουμε αν θα ’μαστε θύματα ή αγωνιστές.
Η οικογένειά του, η γυναίκα του η κυρία Ελένη, η κόρη του η Βασιλική και ο γαμπρός του ο Γιώργος, τα δυο αγαπημένα του εγγόνια, ο Ζώης και η Άννα, κρατάνε πάντα αναμμένο το καντηλάκι της μνήμης του και (κυρίως) το παράδειγμα και τις παρακαταθήκες ζωής του.
Τα τέσσερα αδέρφια του, που ζουν δυο στο Αηδονοχώρι και δυο στην Αθήνα, σίγουρα θα θυμούνται με απέραντη αγάπη το μεγάλο τους αδερφό, που, από μικρός, “έβαλε πλάτη” στα δύσκολα χρόνια για να μεγαλώσουν και να προκόψουν. Κι ο αδερφός του ο Δημήτρης Χρηστίδης, περίφημος μάστορας της ξυλογλυπτικής που επέλεξε να ζει και να δημιουργεί στο χωριό τους το Αηδονοχώρι, σίγουρα, όταν σκαλίζει στο εργαστήρι του λουλούδια, ζώα, φυτά, πουλιά και ανθρώπινες μορφές, θα θυμάται και θα σκέφτεται το μεγάλο του αδερφό, τον Ηρακλή, που τόσο έμοιαζε με το ξύλο του τόπου τους, που είναι μαθημένο από τη φύση ν’ αντέχει στις δυσκολίες και στα βάσανα αλλά συνάμα μπορεί να γίνεται όμορφο όταν το σκαλίζει η ευλογία του Θεού, η υπομονή, η γνώση, η καρτερικότητα, η θέληση, η αγάπη, η πείρα και σοφία της ζωής.
Τα χρόνια θα περάσουν, άνθρωποι “θα ’ρθουν”, άνθρωποι “θα φύγουν”, η Σπάρτη θ’ αλλάξει, όμως μέσα στο βιβλίο της ζωής της, θα υπάρχει πάντα γραμμένο το κεφάλαιο του ΡΑΔΙΟ-ΧΑΡΑ και του Ηρακλή Χρηστίδη, για να το διαβάζουν ΚΑΙ οι επόμενες γενιές. Γιατί το ταξίδι της ζωής και ο κόσμος του Ηρακλή Χρηστίδη, που – ίσως – φαντάζει μακρινός δεν διαφέρει πολύ από τον δικό μας.
“Ηρακλής Αντ. Χρηστίδης
Πλασιέ ωρολογίων κατά την εποχή της ανασυγκρότησης.
Και τώρα να θυμάσαι
Ποιος ήσουν και ποιος είσαι!”
Ο αδελφός σου
Δημήτριος Χρηστίδης
Ξυλογλύπτης
Αηδονοχώρι Κονίτσης Ιωαννίνων
20-1-1994
*Ιδιόγραφο σημείωμα του αδερφού του Ηρακλή, πίσω από φωτογραφία που του έστειλε ως ενθύμιο, από την εποχή που ο Ηρακλής Χρηστίδης έκανε τη δουλειά του πραματευτή στα χωριά της Ηπείρου.
Η φωτογραφία είναι του 1959 και δείχνει τον Ηρακλή, με το κασελάκι μπροστά του γεμάτο με ρολόγια, στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος (27 Ιουλίου) στο χωριό Παρακάλαμος (κοιλάδα Άνω Καλαμά).