Η
χρήση της αξονικής τομογραφίας κωνικής δέσμης για οδοντιατρικούς σκοπούς
αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Η εξέταση γίνεται ολοένα πιο απαραίτητο εργαλείο
για τη διάγνωση και τη θεραπεία των οδοντιατρικών παθήσεων.
Ο
λόγος είναι ότι συνδράμει στην αξιολόγηση της έκτασης της στοματικής
παθολογίας, συμβάλλει στην αξιολόγηση της επιτυχίας των οδοντικών εμφυτευμάτων,
αλλά και βοηθάει στον σχεδιασμό της ορθοδοντικής και ενδοδοντικής θεραπείας. Η έγκαιρη
ανίχνευση των προβλημάτων της στοματικής κοιλότητας μέσω αυτής είναι ιδιαίτερα
σημαντική, για την αποφυγή περαιτέρω επιπλοκών.
Ο
ρόλος της συγκεκριμένα στην εμφυτευματολογία ερευνάται συστηματικά τα τελευταία
χρόνια και τα μέχρι σήμερα δεδομένα δείχνουν ότι η συγκεκριμένη απεικονιστική
εξέταση είναι ένα ισχυρό εργαλείο για την πρόβλεψη της επιτυχίας των εργασιών
που άπτονται της ειδικότητας.
«Πριν από την έναρξη των εργασιών για τοποθέτηση εμφυτευμάτων είναι απαραίτητο να διερευνάται η ποσότητα και ποιότητα του οστού των γνάθων, δεδομένου ότι υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι τα εμφυτεύματα δοντιών που τοποθετούνται σε οστικούς ιστούς χαμηλής πυκνότητας παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο αποτυχίας.
Γενικά,
η χαμηλότερη από το φυσιολογικό οστική πυκνότητα (οστεοπενία ή οστεοπόρωση)
είναι μια σιωπηλή πάθηση που εμφανίζεται και εξελίσσεται σταδιακά όσο ο
άνθρωπος γερνά και θέτει σε κίνδυνο την αντοχή των οστών, αυξάνοντας τον
κίνδυνο καταγμάτων στα οστά του σώματος. Διαγιγνώσκεται με τη μέθοδο της διπλής ενεργειακής απορρόφησης των ακτίνων Χ
(DXA) και τη ποσοτική αξονική τομογραφία (QCT). Υψηλότερο ποσοστό οστικής
απώλειας παρουσιάζουν οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Όπως
κατέδειξε μια ανασκόπηση μελετών που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό
Diagnostics, η αξονική τομογραφία κωνικής δέσμης μπορεί να βοηθήσει στην
αξιολόγηση της πυκνότητας των οστών, καθώς έχει καλή ευαισθησία και υψηλή
ακρίβεια στην πρόβλεψη της οστεοπόρωσης. Μπορεί, δηλαδή, να βοηθήσει όχι μόνο
στη διάγνωση και αποκατάσταση των προβλημάτων της στοματικής κοιλότητας, αλλά
και να αποτελέσει έναυσμα για περαιτέρω διερεύνηση της υγείας των οστών. Στο
ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και μια ανασκόπηση 16 μελετών που δημοσιεύθηκε στο Journal of Clinical Medicine.
«Για
την τρισδιάστατη απεικόνιση των δομών του στόματος αρχικά χρησιμοποιούνταν η
αξονική τομογραφία (CT).
Η αξονική τομογραφία κωνικής δέσμης (CBCT) εισήχθη για πρώτη φορά στην οδοντιατρική περί το
1997, για την αξιολόγηση των έγκλειστων δοντιών, των ακρορριζικών βλαβών και
των παθήσεων της κάτω και της άνω γνάθου.
Στην
εμφυτευματολογία είναι η ενδεδειγμένη απεικονιστική μέθοδος που χρησιμεύει για
τον ολοκληρωμένο ψηφιακό σχεδιασμό της
θεραπείας. Στοχεύει στη διερεύνηση των σκληρών ιστών, αφού με τη
συγκεκριμένη τομογραφία δεν φαίνονται τα μαλακά μόρια, παρά μόνο εάν η βλάβη σε
αυτά είναι τόσο επιθετική που έχει επηρεάσει και τα σκληρά μόρια.
Εκτός
από την εκτίμηση της ποιότητας και ποσότητας του οστού, απαιτείται και να
διασφαλιστεί η σωστή επιλογή του εμφυτεύματος, η τοποθέτησή του στο φατνιακό
οστό χωρίς να διακυβεύονται σημαντικές ανατομικές δομές, π.χ. νευροαγγειακές,
γναθιαίος κόλπος και παρακείμενα δόντια.
Η
αξονική τομογραφία κωνικής δέσμης χρησιμοποιείται και από άλλες ειδικότητες.
Ενδεικτικά, όταν η πανοραμική ή ενδοστοματική ακτινογραφία δεν δίνει
ολοκληρωμένη εικόνα πριν από την εξαγωγή έγκλειστων τρίτων γομφίων κάτω γνάθου,
για τον έλεγχο των δοντιών που δεν έχουν ανατείλει (έγκλειστα) ή είναι
υπεράριθμα, τα οποία βρίσκονται κοντά στον κάτω φατνιακό κανάλι, για την
αξιολόγηση ακρορριζικών καταγμάτων και αλλοιώσεων, κύστεων, αποστημάτων και
καλοήθων όγκων των γνάθων.
Μετά
από 25 χρόνια που χρησιμοποιούνται, τα μηχανήματα έχουν βελτιωθεί σημαντικά και
τώρα μπορούν να περιστρέφονται γύρω από το κεφάλι με μία μόνο σάρωση και να
τραβούν φωτογραφίες 360o
σε μόνο 17 δευτερόλεπτα (μέσος χρόνος έκθεσης). Σε σύγκριση με άλλες τεχνικές
απεικόνισης, όπως η αξονική τομογραφία, η πανοραμική και η ενδοστοματική
απεικόνιση πλεονεκτεί επειδή παρέχει οριζόντια, κάθετη και αξονική όψη των
δομών. Επιτρέπει εκτιμήσεις ακρίβειας και προσφέρει δισδιάστατες και
τρισδιάστατες εικόνες, με περισσότερη ευκρίνεια.
Όσον
αφορά στην ακτινοβολία, τα μηχανήματα τελευταίας γενιάς έχουν μειώσει αισθητά
την ενεργό δόση. Αυτή που δέχεται ο εξεταζόμενος είναι πολύ μικρότερη από όλες τις
αξονικές τομογραφίες του γίνονται στο υπόλοιπο σώμα. Αντιστοιχεί περίπου σε
αυτήν μιας απλής ακτινογραφίας θώρακος ή ενός υπερατλαντικού ταξιδιού, ενώ είναι
4-5 φορές περισσότερη από μια πανοραμική.
Τα
σύγχρονα αυτά μηχανήματα έχουν τη δυνατότητα να περιορίζουν το πεδίο λήψης ακόμα
και σε σχεδόν δύο δόντια (πεδίο 4Χ4 cm), μειώνοντας περαιτέρω την ακτινοβολία. Συγκρατούν δε
το κεφάλι του εξεταζόμενου με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγονται οι άσκοπες
επαναλήψεις.
Σημαντική
είναι, επίσης, η υιοθέτηση της αρχής ALARA (as
low
as
reasonably
achievable)
και από την Ελληνική Ακτινολογική Εταιρεία, σύμφωνα με την οποία η δόση που
λαμβάνει ο ασθενής πρέπει να είναι η μικρότερη δυνατή. Αυτό επιτυγχάνεται όταν
η τομογραφία πραγματοποιείται από εξειδικευμένο ακτινολόγο-οδοντίατρο, χάρη στη
επιλογή της ενδεδειγμένης κάθε φορά απεικονιστικής εξέτασης, στη μείωση του
χρόνου ακτινοβολίας όπου είναι εφικτό, καθώς και στη χρήση ακτινοπροστατευτικών
υλικών σε περιοχές όπως τα γεννητικά όργανα.
Ωστόσο,
επειδή ο ανθρώπινος οργανισμός απορροφά καθημερινά από το περιβάλλον μικρές
ποσότητες ακτινοβολίας πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, δεδομένης της αθροιστικής
δράσης της.
Σε κάθε περίπτωση το όφελος από την έγκαιρη διάγνωση είναι πολύ μεγαλύτερο από την έκθεση στην ακτινοβολία», καταλήγει η δρ Χατζηαντωνίου.