Παχυσαρκία σημαίνει
συσσώρευση λίπους στο ανθρώπινο σώμα πάνω από το φυσιολογικό. Όταν αυτή η συγκέντρωση
λίπους είναι αυξημένη και εντοπίζεται μέσα στην κοιλιά, στα σπλάχνα και κυρίως
στο συκώτι, ευνοείται μια συνθήκη/κατάσταση κατά την οποία η ινσουλίνη (η
ορμόνη που ρυθμίζει το σάκχαρο) που παράγει ο οργανισμός δεν «δουλεύει καλά»,
καθώς το αυξημένο λίπος στο σώμα προκαλεί ινσουλινοαντίσταση.
Δηλαδή, όταν
συμβαίνει αυτό, ο οργανισμός αρχικά παράγει, αντιρροπιστικά, παραπάνω ινσουλίνη
και καταφέρνει να ρυθμίζει το σάκχαρο. Όμως, με την πάροδο του χρόνου αυτή η
ικανότητα εκπίπτει, μειώνεται η παραγωγή ινσουλίνης, και τότε εμφανίζεται ο
σακχαρώδης διαβήτης. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ακόμα και η λίγη κοιλίτσα δεν
είναι «γοητεία», αλλά, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας και ως τέτοιο θα
πρέπει να αντιμετωπίζεται.
«Είναι λοιπόν, πλέον, τεκμηριωμένο ότι η παχυσαρκία σχετίζεται με τον σακχαρώδη
διαβήτη τύπου 2», τονίζει ο κ. ο Ευθύμιος Καπάνταης Παθολόγος με
Εξειδίκευση στον Σακχαρώδη Διαβήτη, Διευθυντής του Tμήματος Διαβήτη -
Παχυσαρκίας - Mεταβολισμού του Metropolitan Hospital, ο οποίος και
απαντάει στο σημαντικό ερώτημα που απασχολεί μεγάλο αριθμό ασθενών: Πώς
συνδέονται παχυσαρκία και σακχαρώδης διαβήτης τύπου
2;
Συνύπαρξη
παχυσαρκίας και σακχαρώδους διαβήτη
«Πέρα από την πρόκληση εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, η παχυσαρκία έχει επιπτώσεις και όταν συνυπάρχει με αυτόν. Πώς συμβαίνει αυτό; Οι δύο μεγαλύτεροι κίνδυνοι για ένα διαβητικό άτομο (χωρίς αυτό να είναι παχύσαρκο) είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο καρκίνος. Συνηθέστατα, μάλιστα, το διαβητικό άτομο πάσχει από κάποιο καρδιαγγειακό νόσημα ή είναι «κοντά» στην εμφάνιση καρκίνου.
Όταν το
διαβητικό άτομο, που ήδη διατρέχει τους παραπάνω κινδύνους, γίνει ή παραμείνει
παχύσαρκο, τότε η κατάστασή του επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο. Η παχυσαρκία,
όταν συνυπάρχει με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, εκτός του ότι δυσκολεύει τη
ρύθμισή του, επιδεινώνει την αρτηριακή υπέρταση, τη δυσλιπιδαιμία και τα
υπόλοιπα μεταβολικά προβλήματα, πολλαπλασιάζει όμως και τον ήδη αυξημένο κίνδυνο
εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβαμάτων και καρκίνων», επισημαίνει ο ειδικός.
Απώλεια
βάρους και διαβήτης
Με δεδομένη
τη σχέση παχυσαρκίας και διαβήτη (αλλά και παχυσαρκίας και κακής υγείας
γενικότερα), το πρώτο μέτρο που πρέπει να πάρει το διαβητικό άτομο (αλλά και καθένας
που επιθυμεί να βελτιώσει την υγεία του) είναι να χάσει βάρος. Η απώλεια κιλών
ευνοεί την υγεία όλων όσων έχουν σωματικό βάρος πάνω από το φυσιολογικό.
«Ειδικά για τα διαβητικά άτομα, έχει βρεθεί ότι η απώλεια σωματικού βάρους
επιφέρει μείωση των επιπέδων του σακχάρου του αίματος, μείωση των συμπτωμάτων
του διαβήτη, εάν υπάρχουν, βοηθάει στη ρύθμιση της αρτηριακής υπέρτασης, της
δυσλιπιδαιμίας, ακόμη και στη μείωση των φαρμάκων που παίρνει ο ασθενής και,
κάτι πολύ σημαντικό, εάν η απώλεια αυτή είναι πάνω από το 15% του αρχικού
βάρους τους, μπορεί ο διαβήτης τους να τεθεί σε ύφεση, δηλαδή να εμφανίσουν
φυσιολογικές τιμές σακχάρου χωρίς να λαμβάνουν κανένα φάρμακο.
Επιπλέον
όλων των παραπάνω, σε περίπτωση σημαντικής απώλειας βάρους, το προσδόκιμο
επιβίωσης του διαβητικού ατόμου μπορεί να είναι μεγαλύτερο έως και κατά 9
χρόνια. Συνεπώς, η στρατηγική της θεραπευτικής αντιμετώπισης του διαβήτη τύπου
2 θα πρέπει να περιλαμβάνει πάντα και την απώλεια βάρους, γιατί αυτή σημαίνει
και καλύτερη ποιότητα και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής για τον διαβητικό»,
καταλήγει ο κ. Καπάνταης.