Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

Ο Σύνδεσμος Ηπειρωτών Ζωγράφου παρουσίασε το βιβλίο του Δημήτρη Χριστακόπουλου, ''ΠετροΛούκας Χαλκιάς. Η ζωή μου το κλαρίνο'', τη Τρίτη 12 Ιουνίου στη βίλα Κοτοπούλη στου Ζωγράφου


Αφού έπαιξαν όλοι και σηκώθηκαν οι θεατές να φύγουν, παίρνει βιαστικά το μικρόφωνο ο Άλκης Στέας και λέει: "Αν θέλετε, περιμένετε δυο λεπτά, να δούμε πώς κρατάει τη δημοτική παράδοση ο ελληνισμός της Νέας Υόρκης". Οι θεατές συγκρατήθηκαν προσωρινά, αλλά παρέμεναν όρθιοι, πιστεύοντας ότι δε θα άκουγαν κάτι σημαντικό. Άρχισα λοιπόν να παίζω, στην αρχή τον "Σκάρο" και μετά ένα μοιρολόι, κι οι θεατές, εκεί που ήταν έτοιμοι να φύγουν, μόλις άκουσαν τους σκοπούς και το κλαρίνο, χειροκροτούσαν, σφύριζαν, πέταγαν σκούφους στον αέρα, ακόμα και τα παλτά τους, και φώναζαν: "Κι άλλο!", "κι άλλο!" Ήταν κάτι το υπέροχο για μένα να βλέπω αυτήν την καταπληκτική ατμόσφαιρα, με τους χιλιάδες θεατές ενθουσιασμένους από το παίξιμό μου, αλλά και από τις αυθεντικές εκτελέσεις των τραγουδιών, αφού δεν τα είχα νοθεύσει καθόλου με μοντερνισμούς, όπως είχε γίνει εδώ...".
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Χριστακόπουλου ''ΠετροΛούκας Χαλκιάς. Η ζωή μου το κλαρίνο''.
Ο Πετρο-Λούκας Χαλκιάς επί 70 χρόνια «κεντάει» με το κλαρίνο του
Το όνομά του είναι θρυλικό όσο και οικείο στους απανταχού Ηπειρώτες αλλά και στους λάτρεις της ελληνικής παράδοσης. Ο Πετρο-Λούκας Χαλκιάς, γέννημα-θρέμμα Ηπειρώτης, διαθέτει τέχνη, ύφος, λυρισμό και σπάνια δεξιοτεχνία. Πέρα από το «φυσικό» του χώρο, το πάλκο, στις πλατείες των χωριών δεν δίστασε να παίξει ηπειρώτικους σκοπούς με Ινδούς μουσικούς και Αφρικανούς τζαζίστες, συνοδεία οργάνων με ονομασίες όπως μπανσούρι και μάλι-κόρα, που και ο ίδιος ακόμα δυσκολεύεται να προφέρει. Με το κλαρίνο του «κεντάει» για τουλάχιστον 60 χρόνια στα πανηγύρια, στις συναυλίες, σε κάθε είδους εκδηλώσεις οι οποίες μετατρέπονται σε ευκαιρία για φαγοπότι και γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. 
Το παίξιμό του ξεχωρίζει, αφήνει τη δική του σφραγίδα, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για την εποχή μας. Και σήμερα, στα 74 χρόνια του, κουβαλάει στις αποσκευές του μια συλλογή μοναδικών στιγμών και ήχων, με μια μανιώδη προσήλωση στην αυθεντική ελληνική παράδοση, αφήνοντας ωστόσο ανοιχτό το παράθυρο στο καινούργιο και στο διαφορετικό. Γεννήθηκε το 1934 στο Δελβινάκι της Ηπείρου, λίγα χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Εδώ και πέντε γενιές, από πάππου προς πάππου, η οικογένειά του βγάζει απαραιτήτως τουλάχιστον ένα. κλαρίνο. Έτσι και ο ίδιος έβγαλε το γιο του κι αυτός με τη σειρά του τον εγγονό Πέτρο Χαλκιά.


«Ο πατέρας μου δεν ήθελε να γίνω μουσικός. Από 11 χρόνων με έβαλε να δουλεύω σε συνεργείο αυτοκινήτων. Εμένα, όμως, ο ήχος του κλαρίνου κυλούσε στο αίμα μου. Έφτιαξα το πρώτο μου κλαρίνο από το ξύλο ενός δέντρου και άρχισα να μαθαίνω κρυφά».
Ο πρώτος που τον «ανακάλυψε» ήταν ο παππούς του, Λουκάς Χαρισιάδης, κλαριντζής και ο ίδιος. Εντυπωσιάστηκε από το έμφυτο ταλέντο του μικρού Πέτρου και τον βοήθησε να ξεκινήσει μαθήματα με το «καλύτερο κλαρίνο του Ζαγορίου», τον Φίλιππα Ρούντα. «Το βάπτισμα του πυρός το πήρα σε ένα γάμο στα Δολιανά. Έπαιζε το καλύτερο τότε συγκρότημα, τα Τακούτσια, με τον Ρούντα στο κλαρίνο. Ο δάσκαλος κάποια στιγμή έπεσε κάτω απ' το μεθύσι την ώρα της πρόβας. Ανάστατοι, οι υπόλοιποι μουσικοί ήρθαν στο σπίτι και με φώναξαν να παίξω στη θέση του». 
Ο κόσμος θαύμασε τον 11χρονο κλαριντζή και από τότε ο Ρούντας τον πήρε μαζί του ως δεύτερο κλαρίνο. «Τον ίδιο χρόνο κατέβηκα στην Αθήνα, όπου έπαιζε ο πατέρας μου. Σε μια πρόβα με άκουσε ένας παρουσιαστής και μου ζήτησε να παίξω στη ραδιοφωνική του εκπομπή. Κάπως έτσι ξεκίνησε η καριέρα μου».
Το όνομά του είναι Πέτρος Χαλκιάς. Το Πετρο-Λούκας προέκυψε ύστερα από ένα τυπογραφικό λάθος στον πρώτο του δίσκο, όπου είχε γραφεί Τ. Χαλκιάς. «Τότε αποφάσισα να με αποκαλούν Πετρο-Λούκα, από το όνομα του παππού μου, Λουκά Χαρισιάδη». Στα δεκαοχτώ του χρόνια παντρεύτηκε τη σύζυγό του Μαρία. «Στο γλέντι του γάμου σήκωσα το ποτήρι να πιούμε στην υγειά της πρώτης μου αγάπης. Έπεσε παγωμάρα. Ο πεθερός μου με αγριοκοίταξε. Για να προλάβω την παρεξήγηση, τους είπα ότι η πρώτη μου αγάπη ήταν και θα είναι πάντα το. κλαρίνο».
Στα 26 του χρόνια φεύγει μαζί με τη γυναίκα του για την Αμερική, όπου τελικά έμεινε 20 ολόκληρα χρόνια. «Πέρασα μεγάλες δυσκολίες, αλλά τελικά κατάφερα να επιβιώσω, με μόνο εφόδιο τη μουσική μου. Όταν γύρισα δεν βρήκα τίποτα όπως το είχα αφήσει, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα χωριά της Ηπείρου». Περιγράφει με μεγάλη συγκίνηση τα πανηγύρια της Ηπείρου και τα αυθεντικά γλέντια, που τώρα πλέον αποτελούν είδος υπό εξαφάνιση. «Τότε ο κόσμος γλεντούσε με τ' αφτιά, τώρα γλεντάει περισσότερο με τα μάτια. Βγαίνουν τραγουδίστριες όμορφες, που ουσιαστικά δεν αξίζουν μία.
Οι μουσικοί βγάζουν μεροκάματο προδίδοντας την καλλιτεχνία. Τότε δεν χρειαζόμασταν μικροφωνικές και ηχεία. Η έμπνευσή μας ήταν οι ήχοι της φύσης. Τώρα κοιτάνε ποιος θα ακουστεί πιο δυνατά. Το κάθε κλαρίνο είχε το χρώμα του, τη σφραγίδα του. Άκουγες και ήξερες ποιος έπαιζε. Ήτανε πραγματικοί καλλιτέχνες. Βγάζανε αίσθημα. Τα πανηγύρια ήταν της Εκκλησίας. Παίρνανε σφαχτά και κρασί κι όλος ο κόσμος έτρωγε κι έπινε δωρεάν. Τώρα είναι δουλειά των κέντρων. Ποιος θα φέρει τη μεγαλύτερη φίρμα. Ξεφύγαμε από την παράδοση. Ξεχάσαμε τις ρίζες μας. Την Ακρόπολη μπορούν να την γκρεμίσουν, αλλά δεν το κάνουν. Έτσι κι εμείς δεν μπορούμε να πειράξουμε την παράδοση, γιατί είναι η προίκα των παιδιών μας».
Ο άνθρωπος που έκανε άνω κάτω 8 εκατ. μουσικούς
«Όταν πήγα στην Αμερική, με υποχρέωσαν να γραφτώ στο σωματείο μουσικών που είχε τότε 8 εκατ. μέλη από όλο τον κόσμο. Μαζευόμασταν δύο φορές την εβδομάδα σε μια τεράστια αίθουσα για συνέλευση. Ο πρόεδρος έβαζε κάτω το χάρτη, διάλεγε χώρα και ζητούσε μουσικούς. Κάποια μέρα ήρθε η σειρά της Ελλάδας. "Greece", φώναξε ο πρόεδρος και ανέβηκε στη σκηνή ο κ. Χαλκιάς με το κλαρίνο του. Θυμάται τα λόγια του προτού αρχίσει να παίζει. «Εμείς στην Ελλάδα έχουμε όλα τα χρώματα της μουσικής. Αλλά έχουμε κι ένα μοναδικό στο είδος του, που δεν το έχει κανένας, το ηπειρώτικο». Έκλεισε τα μάτια και έπαιξε ένα μοιρολόι από τα πιο σπάνια.
«"Mr. Xalkias", φωνάζει ένας συνθέτης, "μήπως αυτή η μουσική δεν είναι ελληνική; Αν ήταν, θα την προωθούσαν οι Έλληνες και θα είχαν μαγέψει όλο τον κόσμο. Μήπως είναι αλβανική;", ''Τι λέτε, κύριε; Μ' αυτά τα τραγούδια με νανούριζε η μάνα μου στη σαρμανίτσα. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ελληνικό απ' αυτό''. Μου ζήτησε να του παίξω τρεις νότες. Μ' αυτές έγραψε το αμερικανικό σουξέ ''that's the way, I like it'' και μου έδωσε χίλια δολάρια για τις νότες μου».
«Ο πρόεδρος του σωματείου προσβλήθηκε και έβαλε ανθρώπους να με απελάσουν από τη χώρα, γιατί τάχα τέτοιους μουσικούς είχαν πολλούς και δεν ήθελαν άλλους. Του πρότεινα να διαλέξει τους καλύτερους που είχε και να τους βάλει να παίξουν μαζί μου για να αποδείξει τα λεγόμενά του. Αν τα κατάφερναν, θα έφευγα από τη χώρα την επόμενη μέρα. Δέχτηκε την πρόκληση. Ένα βράδυ ήρθαν στο μαγαζί που έπαιζα, το "Πορτ Σάιντ". Ήταν εκεί και ο Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα. Ανέβηκαν στη σκηνή. Έπαιξα ηπειρώτικα. Οι μουσικοί του αλλού πάταγαν και αλλού βρίσκονταν. Παραδέχτηκε το λάθος του και μου ζήτησε συγγνώμη. Έτσι προέκυψε η λεζάντα της φωτογραφίας».
«Όταν έπαιξα ηπειρώτικο μοιρολόι, ο Ινδός πρέσβης προσευχόταν»
Το καλοκαίρι του 2005 ο Πετρο-Λούκας Χαλκιάς ανέβηκε στη σκηνή του Λυκαβηττού μαζί με Αφρικανούς και Ινδούς μουσικούς για μια παράσταση με τίτλο «Οι Έλληνες και ο κόσμος. Μαγικές συναντήσεις». Από αυτή την εμφάνιση προέκυψαν πέντε δίσκοι που τον έκαναν γνωστό ακόμα και στους πιο «κουλτουριάρηδες» ακροατές, οι οποίοι έως τότε δεν απέφευγαν να σνομπάρουν το δημοτικό τραγούδι. «Η ελληνική δημοτική παράδοση είναι η βάση για όλες τις μουσικές του κόσμου. Εγώ το πιστεύω και κατάφερα να το αποδείξω. Όταν έπαιξα ηπειρώτικο μοιρολόι, ο Ινδός πρέσβης γονάτισε και προσευχόταν, γιατί, όπως είπε, με αυτές τις μελωδίες οι Ινδοί προσεύχονται από τα χρόνια του Μεγαλέξανδρου. Κι εμείς την έχουμε παραπεταμένη. Η πεντατονική κλίμακα του ηπειρώτικου είναι αρχαία ελληνική μουσική. Οι πρόγονοί μας την πήραν, τη στόλισαν με καινούργια πετραδάκια, αλλά η κολόνα έμεινε ίδια. Το γνήσιο ελληνικό αίσθημα πρέπει να το περάσουμε στα παιδιά από το σχολείο. Να το γνωρίσουν και να το εκτιμήσουν, να το μεταφέρουν σε όλο τον κόσμο και να είναι περήφανοι για την καταγωγή τους».