Η βελτίωση της διατροφής μπορεί να λειτουργήσει
υποστηρικτικά στη διαχείριση της θυρεοειδίτιδας Hashimoto, μιας νόσου που
σχετίζεται στενά με την κληρονομικότητα αλλά επηρεάζεται σημαντικά και από
περιβαλλοντικούς παράγοντες. Μεταξύ αυτών είναι και η διατροφή. Η τροποποίησή
της είναι εφικτή από κάθε ασθενή, πάντα όμως με την υποστήριξη ενός
διατροφολόγου. Κι αυτό διότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνύπαρξη άλλων
ασθενειών, και ιδιαίτερα εκείνων που μπορεί να συμβάλλουν στη δυσαπορρόφηση των
θρεπτικών συστατικών, όπως η κοιλιοκάκη, η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος Crohn.
«Η νόσος Hashimoto είναι μια από τις πιο συχνά εμφανιζόμενες αυτοάνοσες παθήσεις, στην οποία η καταστροφή του θυρεοειδούς προκαλεί αλλαγές στο επίπεδο και στο μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών, γεγονός που οδηγεί σε σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα. Για την εμφάνισή της σημαντικότερη είναι οι γενετικοί παράγοντες. Ωστόσο, είναι απαραίτητοι και κάποιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες, για να προκαλέσουν το ανοσοποιητικό σύστημα να επιτεθεί στον θυρεοειδή. Σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, τέτοιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι το άγχος, η τοξικοποίηση, η δυσβίωση του μικροβιώματος και η υπο- ή υπερθρεψία», μας εξηγεί ο Ειδικός Εφαρμογών Διαιτολογίας κ. Δημήτρης Οικονομάκης, επικεφαλής μιας ομάδας διατροφολόγων και γυμναστών που αγαπούν την καλή διατροφή και την άσκηση.
Η ασθένεια είναι πιο πιθανό να επηρεάσει τις γυναίκες, συνηθέστερα κατά την ηλικία των 30-60 ετών, με τον κίνδυνο να αυξάνεται με την πάροδο των ετών. Βέβαια, δεν περιορίζεται μόνο στους ενήλικες, αλλά μπορεί να αναπτυχθεί ακόμα και σε παιδιά. Η δυσλειτουργία του αδένα σε άλλους προκαλεί συμπτώματα και σε άλλους όχι. Όπως συμβαίνει και σε άλλες χρόνιες ασθένειες, αρχικά δεν είναι έντονα και συγκεκριμένα. Μερικά από αυτά που μπορεί να παρατηρήσουν οι ασθενείς είναι αλλαγές στη διάθεση, κατάθλιψη, προβλήματα συγκέντρωσης, εγκεφαλική ομίχλη, καθώς και βιολογικές αλλαγές: ξηρό δέρμα, απώλεια μαλλιών, συνεχής κόπωση ή διαταραχές στη λειτουργία του εντέρου.
Λόγω του ρόλου των θυρεοειδικών ορμονών στη ρύθμιση του μεταβολισμού, ο μεταβολικός ρυθμός στους ασθενείς επιβραδύνεται με τη μείωση της λειτουργίας του θυρεοειδούς, κι έτσι είναι πολύ πιθανή η αύξηση του σωματικού βάρους, για τη διαχείριση του οποίου απαιτείται μια διατροφή που έχει διαμορφωθεί ανάλογα με τις ατομικές ανάγκες. Για την κατάρτισή της πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος ζωής και η σωματική δραστηριότητα (που συνιστάται να αυξηθεί, αντί να μειωθούν οι θερμίδες που λαμβάνονται καθημερινά προκειμένου να χαθεί το πλεονάζον βάρος, αλλά και οι πιθανές ανεπάρκειες σε θρεπτικά συστατικά που παρουσιάζουν συχνά οι συγκεκριμένοι ασθενείς.
«Μελέτες έχουν δείξει ότι οι ασθενείς με Hashimoto
συχνά δεν έχουν φυσιολογικά επίπεδα σεληνίου, σιδήρου, καλίου, μαγνησίου,
ψευδαργύρου, βιταμίνης Α και D, αντιοξειδωτικών βιταμινών C, βιταμινών της ομάδας
Β, ούτε λαμβάνουν την κατάλληλη ποιότητα και ποσότητα ωμέγα-3 λιπαρών οξέων.
Παρατηρείται επίσης στους ασθενείς αυτούς υπερβολική ή ανεπαρκής πρόσληψη
ιωδίου. Μια σωστή αντιφλεγμονώδης διατροφή μπορεί να εξαλείψει αυτές τις
ανεπάρκειες, να βοηθήσει στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος και τελικά
στη διαχείριση της νόσου, εστιάζοντας και στις πιθανές αλληλεπιδράσεις των
φαρμάκων που λαμβάνονται με τα τρόφιμα που καταναλώνονται λόγω των
συνυπαρχουσών ασθενειών», επισημαίνει ο κ. Οικονομάκης.
Έχει βρεθεί επίσης ότι οι ασθενείς με Hashimoto που έχουν αυξημένες τιμές της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν μεταβολικό σύνδρομο, γεγονός που υποδεικνύει την ανάγκη για διαμόρφωση ενός διατροφικού προγράμματος που προφυλάσσει παράλληλα και το καρδιαγγειακό σύστημα, ιδιαίτερα εάν και τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων είναι αυξημένα.
Όταν δε η φλεγμονή που προκαλεί η νόσος Hashimoto έχει οδηγήσει σε υποθυρεοειδισμό, ενδεχομένως οι ασθενείς να βιώνουν διαταραχές στη λειτουργία του εντέρου, δηλαδή προβλήματα κενώσεων.
«Οι ασθενείς, λοιπόν, με Hashimoto θα πρέπει να ακολουθούν μια διατροφή προσαρμοσμένης ενεργειακής αξίας στις ατομικές ανάγκες τους, καθώς ο θερμιδικός περιορισμός ή η δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία του θυρεοειδούς. Να τρώνε 4-5 γεύματα ημερησίως που να τους παρέχουν βιταμίνη D, βιταμίνες της ομάδας Β, βιταμίνη Α, βιταμίνη C, βιταμίνη Ε, μαγνήσιο, ψευδάργυρο, σίδηρο, ιώδιο και σελήνιο. Να προτιμούν να προσλαμβάνουν λιπαρά από ελαιόλαδο, αβοκάντο, καρύδια, λιπαρά ψάρια και θαλασσινά. Να αυξήσουν λίγο την ποσότητα της πρωτεΐνης, αλλά και των διαλυτών φυτικών ινών. Να επιλέγουν να λαμβάνουν υδατάνθρακες από προϊόντα ολικής άλεσης και να φροντίζουν το εντερικό μικροβίωμα τρώγοντας λαχανικά και φρούτα. Να αποφεύγουν την κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων και όταν υπάρχει διαγνωσμένος λόγος (π.χ. κοιλιοκάκη) να εξαιρούν από το διαιτολόγιό τους τη γλουτένη ή οποιοδήποτε τρόφιμο τους προκαλεί αλλεργία (π.χ. αβγό).
Προσοχή, όμως, γιατί η αυθαίρετη διαμόρφωση ενός
πλάνου διατροφής, χωρίς την επιστημονική γνώση και τις απαραίτητες εξετάσεις
μπορεί να μη φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα», καταλήγει ο κ. Δημήτρης
Οικονομάκης.