Η επικεφαλής της ΕΚΤ
προανήγγειλε και νέα αύξηση των επιτοκίων το Μάιο, πέραν αυτής του Μαρτίου που
θεωρείται δεδομένη.
Οι αναλυτές πλέον εκτιμούν ότι
εντός του 2023 τα επιτόκια του ευρώ θα φτάσουν στο υψηλότερο επίπεδο της
ιστορίας τους, «τινάζοντας στον αέρα» τους προϋπολογισμούς των δανειοληπτών
αλλά και των επιχειρήσεων.
Απόδειξη της ανοδικής τάσεις
είναι ότι πλέον το διατραπεζικό Euribor τριμήνου διαμορφώνεται στο 2,8%,
έχοντας ουσιαστικά προεξοφλήσει και την άνοδο των επιτοκίων του Μαρτίου.
Σε απόλυτες τιμές, σήμερα το βασικό επιτόκιο του ευρώ διαμορφώνεται στο 3% ενώ αυτό της αποδοχής καταθέσεων στο 2,5%. Με την επόμενη αύξηση θα ανέλθουν σε 3,5% και 3% αντίστοιχα, ενώ κατά πάσα πιθανότητα το Μάιο θα φτάσουν στο 4% και 3,5%.
Αν κάτι τέτοιο γίνει
πραγματικότητα, θα μιλάμε για τα ιστορικά υψηλά, καθώς τον Οκτώβριο του 2000 το
βασικό επιτόκιο του ευρώ είχε φτάσει το 3,75% που ήταν και το υψηλότερο στην
ιστορία του.
Αντίστοιχα, αυτό του εξαμήνου διαμορφώνεται πλέον στο 3,366%, έχοντας προεξοφλήσει και την αύξηση του Μαϊου, ενώ αυτό του δωδεκαμήνου διαμορφώνεται στο 3,821%, καθώς οι αγορές έχουν υπολογίσει ακόμα υψηλότερα επίπεδα.
Οι παραπάνω εξελίξεις
μεταφράζονται σε κατακόρυφη αύξηση και των δόσεων στα στεγαστικά αλλά και τα
επιχειρηματικά δάνεια. Για ένα μέσο στεγαστικό, της τάξης των 150.000 ευρώ, από
την αρχή της ανόδου το επιπλέον κόστος υπολογίζεται, μαζί και με τις αυξήσεις
που αναμένονται μέσα στην άνοιξη, να ξεπερνά τα 2.500 ευρώ το χρόνο, ανάλογα
και με τη διάρκεια. Δηλαδή οι δανειολήπτες πληρώνουν περισσότερα από 200 ευρώ
παραπάνω το μήνα. Επιβάρυνση που έρχεται να προστεθεί στο ούτως ή άλλως
αυξημένο κόστος ζωής λόγω του πληθωρισμού.
Αντίστοιχα ζοφερή είναι η εικόνα
και για τις επιχειρήσεις που βλέπουν το κόστος της εξυπηρέτησης των οφειλών
τους να εκτινάσσεται. Και αυτό γιατί, μολονότι το τελευταίο διάστημα οι
τράπεζες έχουν ρίξει τα spreads, το τελικό κόστος δανεισμού ξεπερνά πλέον το 5%
στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αλλάζοντας τα δεδομένα στα περισσότερα
business plans.
Η κατάσταση αυτή έχει προκαλέσει
ανησυχία στα τραπεζικά στελέχη, τα οποία φοβούνται ότι η αύξηση στο κόστος του
χρήματος, σε συνδυασμό και με τον πληθωρισμό ενδέχεται να φέρουν μια νέα γενιά
κόκκινων δανείων. Ήδη, με βάση τις εκτιμήσεις αλλά και τα πρώτα αποτελέσματα
του τελευταίου τριμήνου του 2022 οι επισφάλειες έχουν «τσιμπήσει».
Και μένει να αποδειχθεί αν η
τάση αυτή θα συνεχιστεί και το 2023 ή αν οι τράπεζες θα καταφέρουν να την
ανασχέσουν, προχωρώντας σε αναδιαρθρώσεις δανείων, «πάγωμα» δόσεων ή και
επέκταση της διάρκειας, ώστε να αποφύγουν τα χειρότερα, τόσο για τους πελάτες
τους όσο και για τις ίδιες.