Σάββατο 5 Μαΐου 2018
Βλαστοκύτταρα: Ένα βήμα πιο κοντά στη θεραπεία της υπογονιμότητας;
Ωάρια και σπερματοζωάρια ώστε να μην χρειάζονται
μελλοντικά δότες για την απόκτηση απογόνων έχουν δημιουργήσει ειδικοί
επιστήμονες από τα Πολύ Μικρά Εμβρυϊκού Τύπου Βλαστοκύτταρα. Μέχρι πρότινος ο
διαχωρισμός αυτών των αρχέγονων βλαστοκυττάρων ήταν αδύνατος, ωστόσο οι ειδικοί
βρήκαν τον τρόπο και τα υπογόνιμα ζευγάρια μελλοντικά ενδεχομένως να έχουν
εναλλακτικές μορφές θεραπείας. Παράλληλα, από τα ίδια κύτταρα έχουν
δημιουργήσει μια σειρά άλλων κυττάρων που θα μπορούσαν να αποδειχθούν σωτήρια
για σημαντικό αριθμό νόσων.
«Οι θεραπευτικές χρήσεις των βλαστοκυττάρων
αποδεικνύονται όλο και πιο αποτελεσματικές, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα
αποτελέσματα των τελευταίων κλινικών μελετών, τα οποία ανοίγουν νέα ερευνητικά
πεδία που θα τεθούν σε εφαρμογές τα επόμενα χρόνια», επισημαίνει η καθηγήτρια
Ιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κα. Κοκκώνα Κουζή-Κολιάκου.
Πηγές λήψεις των βλαστοκυττάρων που
χρησιμοποιούνται στις μελέτες είναι το ομφαλικό αίμα, ο ιστός του ομφαλίου
λώρου και ο μυελός των οστών. Το ομφαλικό αίμα θεωρητικά περιέχει βλαστοκύτταρα
από κάθε όργανο και ιστό του ανθρώπινου σώματος. Συνεχώς ανακαλύπτονται
καινούριοι πληθυσμοί οι οποίοι ερευνώνται συστηματικά.
Όπως μας εξηγεί η κα. Κουζή-Κολιάκου, «τα τελευταία
χρόνια από το ομφαλικό αίμα απομονώθηκε μια κυτταρική σειρά, η πλέον αρχέγονη
όλων των βλαστοκυττάρων που συλλέγονται μετά τη γέννηση, η οποία έχει
χαρακτηριστικά εμβρυικών κυττάρων και μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο πεδίο
έρευνας και εφαρμογών. Τα κύτταρα αυτά, που ήταν δύσκολο να διαχωριστούν από το
ομφαλικό αίμα λόγω του μικρού μεγέθους που έχουν, με μια τροποποίηση των
πρωτοκόλλων σήμερα συλλέγονται και φυλάσσονται ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα είδη.
Τα κύτταρα αυτά ονομάζονται Πολύ Μικρά Εμβρυϊκού Τύπου Βλαστοκύτταρα και σήμερα
από τα κύτταρα αυτά στο εργαστήριο έχουν δημιουργηθεί αιμοποιητικά
βλαστοκύτταρα, σπερματοζωάρια, ωάρια, ηπατικά κύτταρα και κύτταρα των
πνευμόνων. Η σημασία αυτών των κυττάρων αναμένεται να είναι μεγάλη, δεδομένου
ότι θα μπορεί να αυξηθεί ο αριθμός των αιμοποιητικών κυττάρων στις περιπτώσεις
που αυτά δεν επαρκούν για το σωματικό βάρος του ασθενή, να δημιουργηθούν ωάρια
και σπερματοζωάρια και επίσης να βελτιωθεί η λειτουργία των οργάνων, ώστε σε λιγότερες
περιπτώσεις αυτά να καταλήγουν στη μεταμόσχευση.»
Επίσης, πρόσφατα δημοσιεύτηκαν αποτελέσματα της
γονιδιακής θεραπείας της μεσογειακής αναιμίας, με τη χρήση των ίδιων των
βλαστοκυττάρων των ασθενών, τα οποία αφού διορθώθηκαν γονιδιακά επαναχορηγήθηκαν
στον ίδιο τον ασθενή. Η επιλογή των αυτόλογων βλαστοκυττάρων σε σχέση με τα
αλλογενή, είναι πλέον ασφαλής, διότι δεν υπάρχει κίνδυνος να απορριφθούν και η
διόρθωση των πασχόντων βλαστοκυττάρων είναι προτιμότερη από την αναζήτηση
συμβατού δότη, όπως γινόταν παλαιότερα. «Στη θεραπεία αυτή πρωτοστατεί εδώ και
χρόνια το νοσοκομείο Necker της
Γαλλίας, το οποίο και στο παρελθόν έχει δημοσιεύσει ανάλογα αποτελέσματα. Σ’
αυτή συνεργάστηκαν οκτώ νοσοκομεία και ερευνητικά κέντρα στον κόσμο, τέσσερα
νοσοκομεία στη Γαλλία και μετείχαν 22 ασθενείς με μεσογειακή αναιμία. Ένας εκ
των ασθενών διέκοψε τις μεταγγίσεις, στους εννέα ελαττώθηκε κατά 73% συνολικά ο
ετήσιος μεταγγιζόμενος όγκος αίματος και οι υπόλοιποι ασθενείς κάνουν
σποραδικές μεταγγίσεις. Κανένας εκ των ασθενών δεν εμφάνισε παρενέργειες. Η
μέθοδος μπορεί να επαναληφθεί ώστε να διορθωθεί και ο υπόλοιπος παθολογικός
πληθυσμός που παραμένει στον μυελό των οστών μετά την αρχική θεραπεία. Όλα αυτά
τα αποτελέσματα είναι πολύ ενθαρρυντικά και αναμένεται οι γονιδιακές θεραπείες
να επεκταθούν και σε άλλες κληρονομικές ασθένειες, στις οποίες ανιχνεύεται το
πάσχον γονίδιο», επισημαίνει η κα. Κουζή-Κολιάκου.
Τα αυτόλογα αιμοποιητικά βλαστοκύτταρα
χρησιμοποιούνται και στη θεραπεία αυτοάνοσων παθήσεων, με τις περισσότερες
εφαρμογές στη σκλήρυνση κατά πλάκας. Επειδή η φαρμακευτική αγωγή δεν έχει την
ίδια ανταπόκριση σε όλους τους ασθενείς και ιδιαίτερα στις επιθετικές
περιπτώσεις, για το λόγο αυτόν γίνεται χρήση βλαστοκυττάρων μετά από
χημειοθεραπεία. Η χρήση της χημειοθεραπείας αποσκοπεί στην ελάττωση της
δραστικότητας του ανοσοποιητικού και στη συνέχεια την επαναρρύθμιση του σε
χαμηλότερα επίπεδα. Η μέθοδος θεωρείται η πλέον αποτελεσματική και εφαρμόζεται
σε πολλά αυτοάνοσα νοσήματα τα οποία δεν ανταποκρίνονται στη φαρμακευτική
θεραπεία. Σε ορισμένα αυτοάνοσα επίσης χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά και τα
αυτόλογα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα, τα οποία είναι ασφαλή και δεν έχουν τις
παρενέργειες των βιολογικών παραγόντων.
Πέραν αυτών αλλά και της καθιέρωσης των
βλαστοκυττάρων στη θεραπεία των κακοήθων ασθενειών, μία άλλη ομάδα ασθενειών
φαίνεται ότι αντιμετωπίζεται με επιτυχία με τα βλαστοκύτταρα του ομφαλικού
αίματος και του μυελού των οστών. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει βλάβες του
εγκεφάλου, οι οποίες δημιουργούνται λόγω κακής οξυγόνωσης των νευρικών
κυττάρων, στα πλαίσια της περιγεννητικής ασφυξίας ή του εγκεφαλικού επεισοδίου.
Η περιγεννητική ασφυξία και η μακρόχρονη παραμονή στη θερμοκοιτίδα μπορεί να
συνοδεύεται από συμπτώματα εγκεφαλικής παράλυσης, διαταραχών της συμπεριφοράς,
βρογχοπνευμονικής δυσπλασίας και διαταραχών της όρασης. Στους ενήλικες η
απόφραξη ενός εγκεφαλικού αγγείου συνοδεύεται από αντίστοιχες νευρολογικές
εκδηλώσεις.
Τα τελευταία χρόνια στα παιδιά τα οποία γεννιούνται
σε συνθήκες ασφυξίας προκειμένου να αποφευχθούν συμπτώματα εγκεφαλικής
παράλυσης χορηγούνται προληπτικά τα αυτόλογα βλαστοκύτταρα του ομφαλίου αίματος
τις πρώτες ημέρες της ζωής τους. Δημοσιευμένες μελέτες αποτελεσμάτων κλινικών
μελετών ένα χρόνο μετά τη γέννηση τους έδειξαν σημαντική προστασία του
εγκεφάλου σε σχέση με νεογνά στα οποία δεν χορηγήθηκαν βλαστοκύτταρα. Σε
μεγαλύτερα παιδιά χρησιμοποιείται το ομφαλικό αίμα στα πρώτα έτη της ζωής, μετά
την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Η θεραπεία αυτή τα τελευταία χρόνια έχει
επεκταθεί και σε παιδιά με στοιχεία συμπεριφοράς στο φάσμα του αυτισμού, τα
οποία αναπτύχθηκαν σε έδαφος υποξαιμίας του εγκεφάλου. Επειδή έχει ολοκληρωθεί
ένας σημαντικός αριθμός θεραπειών και δημοσιευμένων αποτελεσμάτων, γίνεται
πλέον σύγκριση των κλινικών μελετών μεταξύ τους καθώς και των αποτελεσμάτων που
προσφέρει η κάθε μία, ώστε να τεθούν τα πρότυπα αυτής της θεραπείας.
«Το Πανεπιστήμιο του Χιούστον πρόσφατα ανακοίνωσε
τη δική του κλινική μελέτη σε παιδιά και ενήλικες σχετικά με τη θεραπεία
τραυματικών βλαβών του εγκεφάλου, είτε λόγω ανοξαιμίας, είτε λόγω αγγειακής
απόφραξης, είτε λόγω τραυματισμού με τη χρήση αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων του
μυελού των οστών και του ομφαλικού αίματος. Η μελέτη αυτή εστιάζει στην
αξιολόγηση της αντιφλεγμονώδους και ανοσορυθμιστικής δράσης που ασκούν τα
βλαστοκύτταρα στην περιοχή της εγκεφαλικής βλάβης, τα οποία προστατεύουν τα
νευρικά κύτταρα από την παρατεταμένη και καταστροφική δράση της μικρογλοίας.
Τον ίδιο μηχανισμό δράσης χρησιμοποιούν και τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα στις
περιπτώσεις σηψαιμίας.
Η μετα-ανάλυση των κλινικών μελετών έδειξε ότι η
χρήση των αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων είναι ασφαλής και αποτελεσματική στην
αντιμετώπιση των επιπλοκών της υποξαιμίας του κεντρικού νευρικού συστήματος. Οι
μελέτες επίσης έχουν καταλήξει στη χρήση κοινών πρωτοκόλλων και μεθόδων
αξιολόγησης, ώστε η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της μεθόδου να είναι η
μέγιστη δυνατή. Η δε χρήση των βλαστοκυττάρων του ομφαλικού αίματος στα πρόωρα
βελτιώνει τη λειτουργία των πνευμόνων και την όραση», καταλήγει η κα. Κοκκώνα Κουζή-Κολιάκου.