Ξεκινάει
από τη Δευτέρα η καταβολή από το υπουργείο Οικονομικών της επιδότησης της δόσης
των δανείων σε όσους δανειολήπτες έχουν κάνει αίτηση ένταξης στο πρόγραμμα
«Γέφυρα», που αφορά την προστασία της πρώτης κατοικίας. Ήδη το υπουργείο
Οικονομικών έχει ελέγξει περί τις 100.000 αιτήσεις από το σύνολο των περίπου
160.000 που υποβλήθηκαν στην πλατφόρμα που είχε δημιουργηθεί για αυτόν τον
σκοπό.
Σύμφωνα
με στοιχεία της «Καθημερινής», από τις 100.000 αιτήσεις οι 93.000 πληρούν τα
κριτήρια επιλεξιμότητας, ενώ στις περίπου 7.000 είναι οι αιτήσεις που
απορρίφθηκαν λόγω μη εκπλήρωσης όλων των προϋποθέσεων που ορίζει ο νόμος. Η
αξία των δανείων πίσω από τις 93.000 αιτήσεις που ελέγχθηκαν ανέρχεται, σύμφωνα
με πληροφορίες, στα 7,5 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας τις εκτιμήσεις για το σύνολο των
δανείων που θα επιδοτηθούν κοντά στα 12 δισ. ευρώ. Ο έλεγχος θα συνεχιστεί για
τις υπόλοιπες 60.000 αιτήσεις με στόχο οι πληρωμές να γίνουν μαζικά, χωρίς
καθυστερήσεις. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, σημαντικός αριθμός αιτούντων που
φθάνει τις 12.000 δεν έχουν αποδεχθεί την άρση του απορρήτου για τον ή τη
σύζυγο και τα εξαρτώμενα μέλη και εφόσον δεν το πράξουν τις προσεχείς ημέρες, η
αίτησή τους θα απορριφθεί από το σύστημα.
Οι
προϋποθέσεις
Η
διαδικασία για να μπορέσει κάποιος δανειολήπτης να λάβει την επιδότηση είναι η
εξής:
1.
Εφόσον το δάνειο ήταν ενήμερο έως τις 29 Φεβρουαρίου, αλλά στη συνέχεια μπήκε
σε καθεστώς αναστολής δόσης, δηλαδή σε μαρατόριουμ πληρωμών, προϋπόθεση είναι
να διακόψει την αναστολή. Με δεδομένο ότι πολλές αναστολές δανείων λήγουν στα
τέλη Δεκεμβρίου, η επιδότηση σε αυτές τις περιπτώσεις θα ξεκινήσει να
καταβάλλεται από τον Ιανουάριο και εφόσον η τράπεζα αποστείλει στην Ειδική
Γραμματεία Ιδιωτικού Χρέους την ενημέρωση ότι ο οφειλέτης πλήρωσε το τμήμα της
δόσης που του αναλογεί.
2.
Εφόσον το δάνειο ήταν σε καθυστέρηση, ο δανειολήπτης θα πρέπει να ρυθμίσει το
δάνειό του με την τράπεζα. Για τις περιπτώσεις αυτές οι τράπεζες θα προτείνουν
προγράμματα σταδιακής καταβολής δόσης, προσαρμοσμένα δηλαδή στις δύσκολες
οικονομικές συνθήκες που δημιουργεί η κρίση, έτσι ώστε τα δάνεια αυτά να
μπορέσουν να αναβιώσουν και να αρχίσουν να εξυπηρετούνται, απολαμβάνοντας και
την επιδότηση.
Υπενθυμίζεται
ότι δικαιούχοι του προγράμματος είναι οι πληγέντες από την οικονομική κρίση που
προκαλεί η πανδημία, έχοντας υποστεί μείωση του εισοδήματός τους και στους
οποίους έχει παρασχεθεί οικονομική ενίσχυση στο πλαίσιο του μηχανισμού στήριξης
εργαζομένων, ελεύθερων επαγγελματιών ή φυσικών προσώπων που ασκούν
επιχειρηματική δραστηριότητα. Μεταξύ των βασικών κριτηρίων είναι επίσης η αξία
της κύριας κατοικίας να μην υπερβαίνει τις 300.000 ευρώ, το οικογενειακό
εισόδημα του αιτούντος να μην υπερβαίνει τις 24.000 ευρώ (προσαυξημένο κατά
18.000 ευρώ για τον/τη σύζυγο και κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος και
μέχρι τα τρία εξαρτώμενα μέλη) και η ακίνητη περιουσία του να μην υπερβαίνει
τις 600.000 ευρώ.
Από τις
αιτήσεις που έχουν μέχρι σήμερα ελεγχθεί προκύπτει ότι το 85% όσων έκαναν
αίτηση, είχαν έως τις 29 Φεβρουαρίου ενήμερο δάνειο, ενώ στο 15% περιορίζεται
το ποσοστό αυτών που είχαν δάνειο συνδεδεμένο με την πρώτη τους κατοικία, αλλά
είχαν πάψει να το εξυπηρετούν για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών. Η κρατική
επιδότηση καλύπτει χρονικό διάστημα 9 μηνών και ξεκινάει από το 90% της
μηνιαίας δόσης για το πρώτο τρίμηνο στο 80% για το δεύτερο τρίμηνο και στο 70%
για το τρίτο τρίμηνο για τους συνεπείς δανειολήπτες. Για όσους έχουν δάνεια σε
καθυστέρηση έως 90 ημέρες το ποσοστό επιδότησης της δόσης διαμορφώνεται στο 80%
για το πρώτο τρίμηνο, στο 70% για το δεύτερο τρίμηνο και στο 60% για το τρίτο
τρίμηνο. Για όσους έχουν δάνεια που έχουν καταγγελθεί η επιδότηση διαμορφώνεται
στο 60% για το πρώτο τρίμηνο, στο 50% για το δεύτερο τρίμηνο και στο 30% για το
τρίτο τρίμηνο.
Η
επιδότηση θα καταβάλλεται σε δεσμευμένους και ακατάσχετους λογαριασμούς και
προϋπόθεση για την εκταμίευσή της είναι ο δανειολήπτης να είναι συνεπής ως προς
την καταβολή του τμήματος της μηνιαίας δόσης που του αναλογεί, δηλαδή να
καταβάλλει εμπρόθεσμα το ποσό της οφειλής που βαρύνει τον ίδιο για χρονικό
διάστημα από 6 έως και 18 μήνες ανάλογα με την κατηγορία του δανείου. Σε
περίπτωση έκπτωσης του οφειλέτη από τη συνεισφορά του Δημοσίου τα καταβληθέντα
ποσά της συνεισφοράς αναζητούνται, καταλογίζονται στον οφειλέτη και
επιστρέφονται εντόκως με επιτόκιο 2% από τον χρόνο καταβολής τους